Scroll Top

Σφηνάκια Ποίησης Σεπτεμβρίου | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης | Αγγελική Πεχλιβάνη

 

Νάσος Βαγενάς, Πανωραία. (Κέδρος, 2016)

Θα ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν φοιτήτρια ούσα (στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, αλλά   παρακολουθώντας πολλά μαθήματα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας), άκουσα τον Καθηγητή Νάσο Βαγενά, ειρωνευόμενο κάποιον «βαρύ» στοχαστή  της εποχής, να λέει επί λέξει: «η θεία μου η Πανωραία τα έλεγε πολύ καλύτερα και πολύ πρωτύτερα». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το όνομα Πανωραία  και νόμισα νομίσαμε ότι ήταν ένα μυθοπλαστικό χιουμοριστικό παιχνίδι αποκαθήλωσης. Τριάντα περίπου χρόνια μετά, και ένα χρόνο αργότερα από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, ο Ν. Βαγενάς – ένας από τους κυριότερους ποιητές της εμβληματικής γενιάς του ’70 και θέσει/φύσει poeta doctus – εκδίδει την ποιητική συλλογή Πανωραία.     

Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποτελείται από 59 μικρά ποιήματα-στιγμιότυπα της ζωής της θείας του ποιητή – ναι, η Πανωραία είναι υπαρκτό πρόσωπο –, μιας γυναίκας απλής αλλά πανέξυπνης, φιλοσοφημένης και στωικής, με χιούμορ ειρωνικό έως κυνισμού, αλλά και βαθιά ευαισθησία· μιας γυναίκας ριζοσπαστικής και ταυτοχρόνως δέσμιας των παραδόσεων και των δεισιδαιμονιών. Μιας γυναίκας μοντέρνας και μεταμοντέρνας. Το παρελθόν, στην εν λόγω ποιητική συλλογή, εγγράφεται  όχι μόνο ως ο μνημονικός ιδιωτικός χρόνος, αλλά και ως συλλογική ιστορία και δημόσια μνήμη. Με έναν αφαιρετικό ποιητικό ρεαλισμό, ιστορούνται  προσωπικές ιστορίες αλλά και μικρο-ιστορίες της Ιστορίας. Η ζωή της Πανωραίας εκτυλίσσεται στη Δράμα (άλλο ένα δηλωθέν αυτοβιογραφικό στοιχείο του ποιητή), χωρίς χρονολογική, γεγονοτολογική σειρά, αλλά με ανάδρομες και πρόδρομες αφηγήσεις, και συνυφαίνεται με ιστορικά γεγονότα  (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, διώξεις των αριστερών) κατά κανόνα υποφωτισμένα. Η εκτεταμένη χρήση ονομάτων (ανθρωπωνύμια και, δευτερευόντως, τοπωνύμια που παραπέμπουν στον ύστερο Σινόπουλο – και συγκεκριμένα στον Νεκρόδειπνο – αλλά και στο Σπουν Ρίβερ του Έντγκαρ Λη Μάστερς), ενισχύουν την άποψη ότι πρόκειται για μια ιστορική βιογραφία με όρους και συμβάσεις από τη λογοτεχνία. Η Πανωραία του Νάσου Βαγενά: η τελευταία του, πιο προσωπική και, κατ’ εμέ, μια από τις καλύτερες ποιητικές του συλλογές.

Χρίστος  Λάσκαρης, Ποιήματα. (Τύρφη, 2022)

Ο Χρίστος Λάσκαρης είναι η επιτομή της επαρχιακής μεταπολεμικής κανονικότητας. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ήσυχος, σχεδόν αθόρυβος, που καλλιέργησε το μικρό, λιτό και συμπυκνωμένο ποίημα. Εντάσσεται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά μια γενιά παραγνωρισμένη σε σχέση με τις άλλες, που όμως έχει να επιδείξει σπουδαίες ποιητικές φωνές: Κική Δημουλά, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Νανά Ησαϊα, Βύρων Λεοντάρης, Αλέξης Ασλάνογλου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Κυριάκος Χαραλαμπίδης κ.ά.–  δεν ασχολείται, όμως, με κοινωνικοπολιτικά/μετεμφυλιακά θέματα. Θα έλεγα πως η ποίηση του Λάσκαρη, από άποψη συναισθηματικής ατμόσφαιρας και «ρυθμού», συγγενεύει περισσότερο με τη μεσοπολεμική γενιά.  Σ’ αυτή την πολύ όμορφη συγκεντρωτική έκδοση, περιλαμβάνονται ποιήματα καβαφικών και καρυωτακικών αποήχων, στα οποία τίποτε  (μα τ ί π ο τ ε) δεν περισσεύει. Η φθορά προϊόντος του χρόνου, ο θάνατος, η μοναξιά, ο έρωτας, αλλά και οι γονείς – και ειδικά η αγαπημένη μορφή του πατέρα–, η μνημονική αναπαράσταση της απολεσθείσας παραδείσιας φύσης της παιδικής ηλικίας, το δυστοπικό άστυ, η ίδια η ποίηση, όλα αυτά  εκδιπλώνονται σε μια ελάχιστη, μινιμαλιστική μορφή, με μια γλώσσα καθημερινή, εξομολογητική και χαμηλόφωνη, στην οποία λανθάνει λυπημένη και αμετάβατη τρυφερότητα. Δεν λείπει το συγκρατημένο χιούμορ και η ειρωνεία (που συχνά απευθύνεται εις εαυτόν). Τόνοι υπόκωφοι και υπόγειοι, κρυστάλλινα περιγράμματα, διαυγή νοήματα και έλλειψη «πόζας», συνιστούν μια ποίηση εσωτερική που δεν υποκρίνεται. Είναι γνήσια και συγκινητική, σαν παλαιωμένη φωτογραφία με σέπια.

Παναγιώτης Νικολαϊδης, Πόλη που ράγισε. (Σμίλη, 2024)

Ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με την ποίηση του Παναγιώτη Νικολαϊδη το 2020, με τη βραβευμένη ποιητική του συλλογή Η νύφη του Ιούλη, η οποία με συγκίνησε βαθιά.  Έκτοτε τον αναζητώ και συχνά πυκνά απολαμβάνω τους «αποσταγματικούς» και ευθύβολους ποιητικούς του τρόπους. Στην παρούσα συλλογή, η οποία αναφέρεται – και πάλι – στη μεταπολεμική κυπριακή πραγματικότητα (που, δυστυχώς, δεν έκλεισε τις χαίνουσες πληγές και τα ψυχικά τραύματα που προκάλεσε η  κυπριακή τραγωδία), προεξάρχουσα του χορού είναι η διχοτομημένη Λευκωσία – η μοναδική πόλη στον κόσμο που τελεί υπό τέτοιο καθεστώς. Σε όποιον  θα αντέτεινε ότι αυτό το κρατικό μόρφωμα υφίσταται ήδη 50 χρόνια και είναι μια συνθήκη πλέον αποδεκτή – και μη αξιοποιήσιμη λογοτεχνικά, όπως, πιθανώς, και ο ελληνικός  εμφύλιος –, θα έλεγα ότι είναι δυσβάστακτο κάποιος να βλέπει τη σημαία της Τουρκίας να κυματίζει ανεμπόδιστα στον Πενταδάκτυλο. Στην παρούσα συλλογή, οι ρωγμές του πληγωμένου νησιού γίνονται ράγισμα, ένα ράγισμα βαθύ που διαπερνά από δυτικά προς τα ανατολικά τη Λευκωσία. Το ράγισμα βέβαια δεν είναι κάτι το οριστικό·  όμως, από την άλλη, όλοι ξέρουμε ότι δύσκολα επανορθώνεται. Η μητρική κυπριακή διάλεκτος που χρησιμοποιεί ο Ποιητής σε πολλά από τα ποιήματά του (όχι μόνο της συγκεκριμένης συλλογής) λειτουργεί παρηγορητικά, ίσως, όπως κάθε τι μητρικό, ή όπως η γιαπωνέζικη τεχνική επιδιόρθωσης  Kintsugi  που καλύπτει τις ρωγμές ενός αντικειμένου με πούδρα χρυσού. Όμως, τελικά, η ψυχική “ουσία” που κατακάθεται, το” ψυχικό ίζημα”, είναι η θλίψη.  Θλίψη εθνική και, εν τέλει, υπαρξιακή, που δεν αίρεται από τη φύση, την ποίηση ή τη γλώσσα·  μόνον ο  έρωτας αντιστέκεται με το αεράκι του στην – ανίκητη – ιστορική πραγματικότητα.

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη