Scroll Top

Eduardo Bettencourt Pinto – Δέκα ποιήματα – Μετάφραση: Μανώλης Αλυγιζάκης

Ο Eduardo Bettencourt Pinto γεννήθηκε στη Γκαμπέλα της Νότιας Αγκόλας. Έφυγε από τη γενέτειρά του το 1975 λόγω του εμφυλίου πολέμου και μετακόμισε στη Ζιμπάμπουε και μετά στις Αζόρες πριν μεταναστεύσει στον Καναδά το 1983. Έχει γράψει πολλά βιβλία πεζού λόγου στα πορτογαλικά και η ποίησή του έχει συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες στην Πορτογαλία, την Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες και Βραζιλία. Ο Eduardo είναι ο συντάκτης του Seixo Review, ενός περιοδικού Arts Literary που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο, κι εργάζεται επίσης για ένα νέο μυθιστόρημα: Casa das Rugas, (House of Wrinkles), το τελευταίο του μυθιστόρημα, που αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες της αποικιοκρατίας στην Αγκόλα.

Eduardo Bettencourt Pinto was born in Gabela, South Angola. He left his birth place in 1975 due to the civil war and moved to Zimbabwe and the Azores Islands before he emigrated to Canada in 1983. He has written several fiction books in Portuguese and his poetry has been included in numerous anthologies in Portugal, England, United States and Brazil. Eduardo is theeditor of Seixo Review, an Arts Literary magazine published online, and he is also working on a new novel: Casa das Rugas, (House of Wrinkles), his latest novel, is about the last days of colonialism in Angola.

ΑΝΤΙΟ

Πλησιάζοντας το τέλος του Μαΐου
μ’ αλάτι στο πουκάμισο σου
νερό καθρέφτης σπασμένος
μπροστά στα πόδια σου
κι αυτό σήμαινε πως η θάλασσα,
νύχτες στις αυλές, καντήλια,
γεράνια, τραγούδια
και βαρκούλες στη θαμπή εσπέρα
ταξιδεύουν στα μαλλιά κάποιου
που σε άκουγε σαν να `σουν πρίγκηπας
όλα τώρα κλείνουν με μεγάλα κλειδιά
στα κάτω κουμπιά του πουκαμίσου σου.
Επάνω τα παλιά κεραμίδια των σπιτιών αυτών
εκεί που τα περιστέρια γεννιούνται ξένα
αφουγκράζεσαι την αύρα, μια πέτρα,
ξαφνιασμένη απ’ του ήλιου
την ακτινοβολία, τρεμουλιάζει.
Η σιωπή απλώνεται τη στιγμή που
κλείνεις το παράθυρο κι η ματιά σου
τρέχει ολόγυρα με της κουρτίνας
το τελευταίο μουρμουρητό

GOODBYE

Reaching the end of May with salt on one’s shirt,
water mirror
broken near the feet;
all that meant the sea, nights on courtyards,
candles, geraniums, songs,
and crepuscular boats sailing on hair
of whom who listened to you as if you were a prince,
all is closing now with heavy keys
on the last buttons of your shirt.
Above the old roof tiles of these houses
where doves are born foreign,
you listen to the breeze; a stone shivers
violated by a solar irradiation.
Silence exists
the moment you shut the window
and your glance rolls up
with the curtain’s last murmur.

*

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Σ’ ΕΝΑ ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ

Ίσως η αγάπη να μην είναι το σώμα
που σε περιμένει στα στιγμιαία σεντόνια
το άρωμα δάσους απ’ τα χείλη που σε φιλούν
η καμπύλη του ώμου, το σχήμα του στήθους,
κύματα των γλουτών κλεισμένων στο στενό φόρεμα,

το χρώμα των μαλλιών που τα δάχτυλα
βρίσκουν τη θάλασσα.

Ίσως η αγάπη να μην είναι το κρεβάτι
που δέχεται την εξάντληση σου
σημάδια της νύχτας στο δέρμα σου
η γεύση του φρούτου ή απ’ το ουίσκι
σε πλατείες παράξενων πόλεων.
Η αγάπη δεν υπάρχει στην αμφισημία.
Έχουμε πολλά δέντρα που κόπηκαν
σε δάση φτιαγμένα από τσιμέντο
εκεί που χάνονται τα δαχτυλίδια πάθους.
Η αγάπη είναι φλόγα που κινεί αγάλματα,
μπράτσα, απρόσμενο
γοητευτικό σινιάλο
όταν ο κόσμος μοιάζει με τούνελ
στο τέλος της μέρας
και κάποιος αναγνωρίζει
την ανάσα του ονόματος σου
μέσα στις στάχτες

NOTES ON A NAPKIN

Perhaps love is not a body
waiting for you on sheets of a moment,
the scent of a forest from the lips that kiss you,
the curve of a shoulder, a breast’s form,
the waves of a hip under a tight dress,

the colour of the hair where fingers
find the sea.

Perhaps love is not a bed that receives
your fatigue, night traces on your skin,
the flavour of fruit or whisky
in squares of the most strange cities.
Love doesn’t need ambiguity.
We have enough trees lost
in forests made of concrete
where rings of passion fall.
Love is a flame that moves statues
arms, unexpected signal
of allure
when the world is only a tunnel
at the end of the day
and someone recognizes
the breathing of your name
among the ashes.

*

ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Το στυλό βιάζεται πάνω στο χαρτί
αφήνει το σπυρί του,
την ίριδα μιας λέξης. Χτίζεις τον κόσμο
απ’ τα κομματάκια μετάλλου
του τραπεζιού συνοικιακού καφέ.
Το απόγευμα μοιάζει με μπλε φωτιά
που καίει, πολιορκώντας το μυστήριο
και το ταξίδι μιας ψυχής.
Γράφεις καθώς αρωματικά δέντρα
μοιάζουν με σιλουέτες ξένων φωνών.
Ένας σεισμός πλησιάζει τα δάχτυλα σου.
Το ποίημα δεν βρίσκει θέση μήτε
μέσα στις λέξεις μήτε στα χέρια σου,
μαζί με τα περιστέρια στη γωνία του απογεύματος,
αναλώνεται στις πλίνθες, στη διασκέδαση
και στους ψιθύρους μακρινών ματιών.
Η καρδιά του ποιητή φαίνεται μόνο
στα λαβυρινθικά νερά

URBAN CRAFT

The ballpoint pen rushes through the paper, leaves a seed,
as iris from a word. You build the world
from the metal chipped table of a street café.
The afternoon is blue fire burning,
engulfing the mystery
and the sailing of the soul.
You write while the jacarandas, distant,
are silhouettes of foreign voices.
A temblor is nearing your fingers.
A poem doesn’t find space within words
neither in your hands;
it gathers with doves at the afternoon’s corner,
disperses on a plinth, on leisure and whispers
of distant glances.
A poet’s heart is only visible
amid the waters of labyrinths.

*

ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ

                       Στη Λουίζα Βιλλάλτα

Έλειπε σαν κραυγή που έκαψε
τους ίσκιους των στοών.
Έγραφε σ’ ένα συνοικιακό καφέ
σκύβοντας πάνω απ’ το λευκό
του σημειωματάριου της.
Λέξεις έπεφταν απ’ τα δάχτυλα της
σαν καμένα λουλουδοπέταλα.
Του ήλιου τα ερείπια στέκονταν εκεί κοντά.
Το φως ενώνονταν με τη θάλασσα
για τελευταία φορά:
το νερό έγλυφε τα γόνατα του
με τραυματισμένα σκυλιά
του αφρού.

Ο καφές της είχε κρυώσει
εκείνο το απόγευμα που, αδιάφορα
άκουγε δίχως ν’ ακούει
τα περιστέρια που έπιναν στο σιντριβάνι.
Το χρώμα ξερών γαρύφαλλων
ξεδιπλώνονταν στα μάτια της.

Σ’ ένα της δάκρυ άκουσε μια πόρτα
που έκλεισε απότομα.

INSTANTANEOUS

                              for Luisa Villalat

She was absent like a scream that blazed
the shadows of the arcades.
She was writing in a street café
leaning over the whiteness of her notebook.
Words fell from her fingers
like burnt petals.
the ruins of the sun were nearby.
Light joined the sea
for the last time:
water licked its knees
with wounded dogs
of foam.

Her coffee was getting cold
on that afternoon in which, absent,
she was hearing without hearing
the doves at a public drinking fountain.
the colour of faded carnations
unfolded in her eyes.

Through a tear she was hearing a door
shutting abruptly.

*

ΝΕΡΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Γυναίκες, γερασμένες
απ’ την καταχνιά των βουνών
παίρνουν απ’ το χέρι τα παιδιά των νερών
δέρμα από χώμα, πέτρα, και κάκτους.

Χαιρετούν από μακριά με μαντήλια
του ανέμου,
ανάμεσα στα φθινοπωρινά ποτάμια.
Έρχονται από κατάλευκα σπίτια
εκεί που δάκρυα μελαγχολικής λύπης
γίνονται ξημέρωμα καθώς

σφίγγουν κατά της μοναξιάς
τα πιο άγρια λουλούδια της βροχής.

WATERS OF SOLITUDE

The women, aged
by the midst of mountains
take by hand children of water,
skin of earth, rock and cactus.

They wave from afar with wind handkerchiefs,
amid the rivers of Autumn.
they come from white houses
where sorrow and melancholy tears
are the sunrise.

they clench against solitude
the wildest flowers of the rain.

*

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΠΟΝΤΟΣ ΓΙΟΥ

Ένας γιος βαδίζει ανάμεσα στα πεύκα
με τ’ όνομα σου
στη φωνή του:
«Μητέρα πόσα χρόνια πίσω έφυγα
από κοντά σου;»

Ο ήλιος, ξυπόλητος, βαδίζει στην αγριάδα
της σιωπής.
Μια καμπάνα ακούγεται μακριά.

Στέκεσαι δίπλα στο παράθυρο της τελευταίας μέρας.
Η ζωή σου αντικαθρεπτίζεται στον καθρέφτη
μέσα στην απέραντη θάλασσα που νιώθεις.

Ανάμεσα στις κουρτίνες των χρόνων
φύτεψες δυο τριαντάφυλλα
δροσιάς πάνω στο τζάμι,
κρύσταλλο μοναξιάς.

ΤHE ABSENT SON

A son walks among pine trees
with your name
in his voice:
“How long ago, mother, did I part from you?”

The sun, barefoot, walks through the aridity
of silence.
A bell chimes far away.

You have been by the window since the last day.
your life reflected itself in the mirror,
within the immense sea you felt.

between the curtains of the years, your glance
planted two roses of dew on the glass,
a crystal of solitudes

*

ΔΙΠΛΩΜΕΝΟ

Δροσιά αναβλύζει απ’ τις πιο παλιές πέτρες,
αυτές του Μαΐου.
Τα παιδιά μεγαλώνουν
με την άνοιξη
πολεμώντας τη δίψα τους με νερό
απ’ τους πιο λευκούς ίσκιους.

Αφουγκράζεσαι την μουσική που παρέμεινε
κιόλας ψηλά, στο γαλάζιο
οι αγριόχηνες που φαντάζεσαι, πεταλούδες,
δροσιά μερικών λέξεων.

Μερικά ονόματα πεθαίνουν
ανάμεσα στους θάμνους,
άλλα ευδοκιμούν στα χέρια σου

ON THE SHEET FOLD

A coolness comes from the oldest stones,
those from Μay.
Children grow
with spring,
quenching their thirst with water from
the whitest shadows.

you hear now the remaining music.
Already high, against the blue,
wild ducks that you imagine
get lost, butterflies,
the freshness of some words.

Some names die among brambles.
Others flourish in your hands.

*

ΟΔΟΣ

Το νησί είναι μια γυναίκα που διασχίζει την οδό Μαΐου
απορροφημένη, πουπουλένια, μέσα στην πρωινή δροσιά.

Τα ψηλά τακούνια πονούν τα δάκρια των μυροφόρων δέντρων,
περιστέρια λέξεων ξαφνικά κατάλευκα
ανακατεύονται με τα κύματα της φούστα της.

Καθώς γυρίζει τα μαλλιά της κυματίζουν
κι ένα άρωμα βιασύνης
δίνει φωτιά στη ματιά της.

Είναι μια γυναίκα σαν όλες τις γυναίκες
καθώς μας κοιτάζει μέσα απ’ το ποίημα:
αμφίρροπο μυστήριο χωρίς πρόσωπο,
τρεμοπετά σαν μουσική καθώς χάνεται
στη μάντρα των λέξεων.

STREET

The island is a woman crossing the May Street,
absorbed, light, navigating the morning air.

The high heels hurt the jacaranda’s tears,
doves of words suddenly white
go through the rustle of her skirt.

She turns, her black hair undulates.
A scent of urgency
inflames her glance.

She is a woman like all women
when looking at us from a poem:
scintillating mystery without face
fluttering like music, she looses
herself on fences of words.

*

ΝΟΗΜΑ

Ένα φοινικόδεντρο ανοίγει τα μάτια του,
ο ήλιος σαν κρυστάλλινος θάμνος
καίει το τζάμι του παραθύρου
εκεί που το φως μεγαλώνει και πεθαίνει.
Κοντά στην ηχώ μιας μάντρας
ένα εγκαταλελειμμένο τρίκυκλο
κι η ωκεάνια λάμψη του  Μαΐου
αναμένει το σώμα σου που γέρνει
μέσα στο αχτινωτό ξημέρωμα.
Δίπλα σου η ανύπαρκτη επιστροφή
στα παιδικά σου χρόνια: αποτελείς
τον τελευταίο ίσκιο. Τα ρούχα σου,
απροσδιόριστοι ίσκιοι, και τα χέρια σου
κλείνουν τις κουρτίνες, άλλη μια
μέρα πλησιάζει προς το τέλος της
κι εσύ αυτή τη στιγμή γίνεσαι
μουσικός κάθε χαμένης εποχής

ESSENCE

A palm tree dawns a glance
the sun, crystalline, is a shrub
burning on the glass window
where an estival light grows.
Near a fence of echoes an abandoned tricycle,
the oceanic brightness of May.
It awaits your body leaning against
the iridescent morning.
beside you there isn’t a path to return
to a childhood: you are the last shadow.
Your clothes, crepuscular shadows,
and your hands closing the curtains
of another day near the end
are what you are in this moment:
musician of lost seasons.

*

ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Ακούς το χτύπημα στην πόρτα
κι αφήνεις τη νύχτα κολλημένη
στο τζάμι της μπαλκονόπορτας.
Το φεγγάρι χορεύει
στο ποτήρι με το σκοτς.

Αναλογιζόσουν τη σημερνή σου μέρα,
τη μουσική στην αυλή, ντυμένη
στα μαύρα, που χόρευε τη σάλσα απ’ την Αβάνα
ματιά που έπινε όλη
την ποίηση των χειλιών σου.

Μα ένα τέτοιο νησί,
ταξίδι εικόνες, χέρια,
αξεπέραστα σύμβολα γίνεται
άγκυρα καταχνιάς.

Αργά αργά χάνεσαι
μέσα στον ίσκιο σου.

AN ISLAND IN YOUR HANDS

You hear a knock on the door
and you leave the night
glued to the balcony’s glass.
The moon shines
on a scotch glass.

You were thinking about your day,
the music out in the courtyard,
who danced dressed in black the Havana salsa,
a glance that drank all the poetry
of your mouth.

But an island is like that.
You mean, a journey of images, hands,
impenetrable symbols.
Anchor of mist

Slowly, you lose yourself
against your shadow.

Μετάφραση: Μανώλη Αλυγιζάκη//Translated by Manolis Aligizakis

______________________________________________

Ο Μανώλης Αλυγιζάκης, Κρητικός-Καναδός ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Είναι ο πιο πολυγραφέστατος συγγραφέας-ποιητής και μεταφραστής της ελληνικής διασποράς. Σε ηλικία έντεκα χρονών αντέγραψε το πασίγνωστο επικό-ρομαντικό ποίημα ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ που τελευταία εκδόθηκε σε περιορισμένο αριθμό 100 αριθμημένων αντιτύπων και είναι διαθέσιμο στην τιμή των 5.000 δολλαρίων Καναδά για τους εκλεκτικούς συλλέκτες σπανίων βιβλίων: το πιο ακριβό βιβλίο του είδους του στον κόσμο. Τελευταία έγινε επίτιμος καθηγητής και συνεργάτης της International Arts Academy και του απονεμήθει ο τιμητικός τίτλος Master of the Arts in Literature. Ξεχωρίζει για τη δυνατότητά του να κομίζει εικόνες και ιδέες με πλούσιο και συνειρμικό τρόπο που αγγίζουν βαθιά τον αναγνώστη.
Γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά από τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν ακόμα σε παιδική ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα όπου σπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια κι ύστερα μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδά όπου ζει έως τώρα και παρακολούθησε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σαϊμον Φρεϊζερ.
Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ποίησης που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Μεγάλη Βρετανία, στην Αυστραλία, Ρουμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Λίβανο, Σουηδία, Βραζιλία, Πακιστάν και στην Ελλάδα.
Η ποίηση του έχει μεταφραστεί στη Ρουμανική γλώσσα, στη Σουηδική, στην Ουγγρική, στην Αραβική, στα Ισπανικά, στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στη Σερβική, στην Πορτογαλική, Τουρκική, και στη Ρώσικη γλώσσα, στα Ουκρανικά, στα Ιαπωνικά, στα Κινέζικα, στα Ιταλικά, κι έχει παρουσιαστεί σε διάφορους φορείς των χωρών αυτών.
Η μετάφραση του στα αγγλικά Απάντων Γιώργου Σεφέρη, κατέληξε στις βραχείες λίστες των Ελληνικών Βραβείων Λογοτεχνίας για εκδόσεις του 2012.Το Σεπτέμβριο του 2017 βραβεύθηκε με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης στο Διεθνές Φεστιβάλ Μιχαήλ Εμινέσκου, στην Κραϊόβα της Ρουμανίας.