Θέλω να έχω ανούσια πόδια.
Υπάρχουν πράγματα αβάσταχτα.
Μπορείς να τους ξεφύγεις για πολύν καιρό.
Μετά πεθαίνεις.
Ο ωκεανός μου θυμίζει
το πράσινο δωμάτιό σου.
Υπάρχουν πράγματα αβάσταχτα.
Αψηφίστε, πρίγκηπες, το μικρό αυτό μέγεθος
του θνήσκειν.
Η προσωπική μου ποίηση είναι μια αποτυχία.
Δε θέλω να είμαι ένα πρόσωπο.
Θέλω να είμαι αβάσταχτη.
Του έρωτα το θύμα προς του έρωτα, το πράσινο χρώμα της αγάπης.
Δροσερό, να σε δροσίζει.
Δεν έχει τέτοιο φυτό η γη.
Ποιος δεν καταλήγει
μίμος γυναίκας;
Πιες όλο το σεξ που υπάρχει.
Και πάλι πέθανε.
Σε προκαλώ.
Κοκκινίζω.
Υπάρχουν πράγματα αβάσταχτα.
Τα πόδια, αλίμονο.
Τα πόδια πεθαίνουν.
Νανουρίζονται προς τα κάτω,
αδιανόητα αργά,
υπάρχει κάποιος όρος του μπαλέτου γι’ αυτό —
θραύσμα αλουμινόχαρτου, μικρή
στροφή,
λίγο μεθυσμένη,
μικρή υπόθεση,
μικρό ω,
αλίμονο.
Stanzas, Sexes, Seductions
It’s good to be neuter.
I want to have meaningless legs.
There are things unbearable.
One can evade them a long time.
Then you die.
The ocean reminds me
of your green room.
There are things unbearable.
Scorn, princes, this little size
of dying.
My personal poetry is a failure.
I do not want to be a person.
I want to be unbearable.
Lover to lover, the greenness of love.
Cool, cooling.
Earth bears no such plant.
Who does not end up
a female impersonator?
Drink all the sex there is.
Still die.
I tempt you.
I blush.
There are things unbearable.
Legs, alas.
Legs die.
Rocking themselves down,
crazy slow,
some ballet term for it —
fragment of foil, little
spin,
little drunk,
little do,
little oh,
alas.
⁂
Δεν υπάρχει πια λιμάνι
Στην αρχαία μάχη ανάσας εναντίο θανάτου, δόθηκε
άλλος ένας ύπνος.
Δεχτήκαμε την προσφορά για το σπίτι.
Στο όλον των μερών
πού είναι τα μέρη;
Σιωπηλά περιμένουν (εκεί) φύλλα και παράθυρα.
Το άδειο σκοινί της μπουγάδας κόβει την κεκλιμένη νύχτα.
Και θρηνώντας τα χαμένα ενδύματα του ουράνιου φωτός
άγγελοι και συντρίμμια καλούν καθώς ξεχύνονται πέρα απ’ την ακόμη
σφαλιστή μας είσοδο.
No Port Now
In the ancient struggle of breath against death, one more
sleep given.
We took an offer on the house.
In the sum of the parts
where are the parts?
Silently (there) leaves and windows wait.
Our empty clothesline cuts the sloping night.
And making their lament for a lost apparel of celestial light
angels and detritus call out as they flow past our still
latched gate.