Γράφει η Ελένη Μωραΐτη
Μεταξύ Επιστήμης και Ηθικής: Αναζητώντας κατανόηση στο Κακό
Περίληψη:
Η ανάλυση του κακού επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ανάγκη για κατανόηση, αναδεικνύοντάς το ως κεντρικό ζήτημα που διαμορφώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και τον πολιτισμό. Το ζήτημα προσεγγίζεται από ποικίλες οπτικές γωνίες—θρησκευτικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές. Η αντιμετώπιση του κακού αναδεικνύει τη δημιουργικότητα και την ανθρώπινη αντοχή, συμβάλλοντας στη διαρκή εξέλιξη της κατανόησής του. Οι επιστημονικές προσεγγίσεις συνεχίζουν να διερευνούν αυτό το διαχρονικό ερώτημα, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα και τη σύγχρονη σημασία του.Η ανάλυση επικεντρώνεται στη σύνθετη φύση του κακού, αντλώντας από τη δυαδική αντίθεση φωτός και σκότους στην ανθρώπινη σκέψη. Το κακό επηρεάζει πεποιθήσεις, στάσεις και κοινωνική συμπεριφορά, ενώ η φιλοσοφία, η θρησκεία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία και η λογοτεχνία συντελούν στη συνολική κατανόησή του. Οι ρίζες του κακού αναλύονται διεξοδικά, με έμφαση σε παράγοντες όπως ο ναρκισσισμός, η ιδεολογία και ο σαδισμός.Η ανάλυση εξετάζει ποικίλες φιλοσοφικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις, καταλήγοντας στη σημασία της ενδυνάμωσης και του αυτοελέγχου ως μέσων περιορισμού του κακού στην κοινωνία.
Λέξεις κλειδιά: Κακό, Ανθρώπινη Φύση, Ανάλυση, Κατανόηση, Φιλοσοφία, Ψυχολογία, Κοινωνιολογία, Θρησκεία, Κοινωνική Συμπεριφορά, Επιστημονικές Προσεγγίσεις, Κριτική Σκέψη, Ηθική
Between Science and Ethics: Seeking Understanding in Evil
Abstract:
The analysis of evil focuses on the human need for understanding, highlighting it as a central issue that shapes human existence and culture. The topic is approached from various perspectives—religious, philosophical, sociological, and psychological. Addressing evil reveals human creativity and resilience, contributing to the continuous evolution of our comprehension of it. Scientific approaches continue to explore this timeless question, emphasizing its complexity and contemporary significance. The analysis centers on the intricate nature of evil, drawing from the dualistic contrast between light and darkness in human thought. Evil influences beliefs, attitudes, and social behavior, while philosophy, religion, sociology, psychology, and literature contribute to its overall understanding. The roots of evil are examined in depth, with a focus on factors such as narcissism, ideology, and sadism. The analysis explores diverse philosophical and psychological perspectives, ultimately emphasizing the importance of empowerment and self-control as means of reducing evil in society.
Keywords: Evil, Human Nature, Analysis, Comprehension, Philosophy, Psychology, Sociology, Religion, Social Behaviour, Scientific Approaches, Critical Thinking, Ethics
Το Κακό μέσα από τις Επιστήμες: Νέες προκλήσεις στην κατανόηση της σκοτεινής ανθρώπινης πλευράς
Η ανθρώπινη αναζήτηση για την κατανόηση του κακού, είτε ως μεταφυσικού φαινομένου, είτε ως αιτίας φυσικών καταστροφών, είτε ως ηθικού διλήμματος, αποτελεί διαχρονικά ένα κεντρικό ζήτημα. Οι αδιάκοπες συζητήσεις και έρευνες γύρω από αυτό αναδεικνύουν τη βαθιά σύνδεσή του με την ανθρώπινη ύπαρξη. Η παρουσία του έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του πολιτισμού, ενισχύοντας την ανάγκη για κοινωνική οργάνωση μέσω της θέσπισης νόμων και της διατήρησης της τάξης.
Η πολυπλοκότητα της έννοιας του κακού αντανακλάται και στην προσωπική μας αντίληψη. Ενώ ορισμένοι το αντιλαμβάνονται ως το αντίθετο του καλού, άλλοι αναζητούν την προέλευσή του σε πολλαπλές διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου εν γένει. Ειδικότερα, η κοινωνική και ιστορική διάσταση του κακού επηρεάζει την ατομική μας κατανόηση, καθώς τα κοινωνικά δεδομένα και οι πολιτισμικές συνθήκες διαμορφώνουν την προσωπική μας αντίληψη για το τι συνιστά κακό. Αυτό που παραμένει αδιαμφισβήτητο είναι η βαθιά επίδραση του κακού στην κοινωνία και την ιστορική της πορεία.
Οι επιδράσεις του κακού εκτείνονται στη διαμόρφωση θρησκευτικών συστημάτων, στην ανάπτυξη κοσμοθεωριών και στη θεμελίωση ηθικών προτύπων. Παράλληλα, έχει συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της έννοιας της δικαιοσύνης, καθώς και στη δημιουργία μηχανισμών περιορισμού και τιμωρίας που ρυθμίζουν τις κοινωνικές σχέσεις τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Το κακό έχει αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας, επηρεάζοντας κοινωνικές δομές και διαμορφώνοντας τις ανθρώπινες σχέσεις σε διαφορετικές κοινότητες.
Ορισμένες κοινωνίες προσεγγίζουν το κακό μέσα από πρίσματα συναισθηματικής ή ηθικής αξιολόγησης, ενώ άλλες επικεντρώνονται κυρίως στις κοινωνικές ή πνευματικές του επιπτώσεις. Επιπλέον, οι συζητήσεις γύρω από το κακό αποκαλύπτουν τη σύνθετη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ανάγκη ερμηνείας των πράξεων που θεωρούνται κακές αποτελεί αντικείμενο μελέτης σε διάφορα επιστημονικά πεδία, όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία. Παράλληλα, η ανάδυση νέων τεχνολογιών και η πρόοδος των γνωστικών επιστημών έχουν μεταβάλει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και μελετάμε το κακό. Η επιστήμη, αξιοποιώντας τη λογική, τα εμπειρικά δεδομένα και τη μεθοδολογία της πειραματικής έρευνας, εισάγει νέες προκλήσεις αλλά και ενδεχομένως νέες ερμηνείες για αυτό το διαχρονικό ζήτημα.
Η διαρκής αναζήτηση της ουσίας του κακού αποτελεί μια διανοητική πρόκληση, καθώς οι αντικρουόμενες ερμηνείες περιορίζουν την επίτευξη μιας ενιαίας και ολιστικής κατανόησης του φαινομένου. Η πολυπλοκότητα του ζητήματος εντείνεται λόγω της ποικιλίας θεωρητικών προσεγγίσεων και των συχνών αντιφάσεων που ανακύπτουν μεταξύ τους. Οι φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες για το κακό συχνά αλληλεπικαλύπτονται, ενώ παράλληλα παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Κάθε προσπάθεια ανάλυσης του φαινομένου γεννά νέα ερωτήματα, τροφοδοτώντας έναν αέναο διάλογο μεταξύ διαφορετικών σχολών σκέψης.
Παρά τον σημαντικό αντίκτυπο και τις βαθιές συνέπειες που συνεπάγεται η εμφάνιση του κακού, η ανάδειξη και ο καθορισμός της φύσης του αποτελούν μια εξαιρετικά δύσκολη πρόκληση. Με την πάροδο του χρόνου, έχουμε βιώσει και παρακολουθήσει ποικίλες μορφές του, ανακαλύπτοντας το πνεύμα του κακού μέσα από απάνθρωπες πράξεις, είτε σε συλλογικό είτε σε ατομικό επίπεδο. Η σκιά του κακού εκδηλώνεται μέσω αδικιών, εγκλημάτων, γενοκτονιών, βασανιστηρίων, τρομοκρατίας, εκμεταλλεύσεων και εξευτελισμών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αφήνοντας το στίγμα του στην πορεία της ανθρωπότητας σε όλη την ιστορία της. Αυτά τα φαινόμενα συνιστούν μερικές μόνο από τις εκφάνσεις της ανθρώπινης σκοτεινής πλευράς, οι οποίες συνεχίζουν να προκαλούν αναστάτωση και να παραμένουν αντικείμενο συνεχούς ενδιαφέροντος και μελέτης.
Η σύγκρουση του καλού και του κακού: Ένα ταξίδι στην ανθρώπινη σκέψη
Η μελέτη της έννοιας του κακού αποκαλύπτει ένα πεδίο πολυπλοκότητας και σημαντικών προκλήσεων. Αφενός, η προσέγγιση του κακού παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς η απόπειρα διαμόρφωσης ενός ολοκληρωμένου και εξειδικευμένου πλαισίου αποτυγχάνει να αντικατοπτρίσει την πλήρη και πολυδιάστατη φύση του φαινομένου. Αφετέρου, μια μονόπλευρη προσέγγιση διατρέχει τον κίνδυνο της απόκρυψης κρίσιμων στοιχείων που αφορούν στη δομή του κακού. Επιπλέον, η ασαφής χρήση του όρου “κακό” προκαλεί σύγχυση, καθώς συχνά χρησιμοποιείται είτε για να αναφερθεί σε οποιοδήποτε αρνητικό φαινόμενο, είτε για να εκφράσει έντονα συναισθήματα. Η αποσαφήνιση του πλαισίου εντός του οποίου μελετάται το κακό αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόησή του. Ως αποτέλεσμα, τα στοιχεία αυτά διαμορφώνουν ένα πεδίο ασάφειας, το οποίο οδηγεί στην απόκρυψη της πραγματικής φύσης του κακού, δημιουργώντας εναλλακτικές ερμηνείες που απομακρύνουν τον ερευνητή από την ουσία του φαινομένου.[1].
Η αναζήτηση νοήματος στο κακό συχνά συνδέεται με την έννοια του καλού σε έναν δυαδικό πλαίσιο σκέψης. Αυτή η συνάφεια, η οποία εστιάζει στην αντίθεση μεταξύ καλού και κακού, προβάλλει το κακό ως μια δύναμη που προκαλεί βλάβη τόσο στα άτομα όσο και στην ανθρώπινη κοινωνία γενικότερα. Οι αντιθέσεις μεταξύ καλού και κακού έχουν διαποτίσει την ανθρώπινη σκέψη, δημιουργώντας μια δυαδική προσέγγιση που συνεχίζει να επηρεάζει τις ανθρώπινες πεποιθήσεις και τη κοινωνική συμπεριφορά.
Η ανθρώπινη σκέψη, από την αρχαιότητα έως σήμερα, έχει διαμορφωθεί μέσα σε ένα δυαδικό πλαίσιο, το οποίο εντοπίζει αντιθέσεις στην εμπειρία της ανθρώπινης ύπαρξης: φως ή σκοτάδι, αφθονία ή έλλειψη, ευτυχία ή δυστυχία, αγάπη ή μίσος, καλό ή κακό, και πολλές άλλες αντιθέσεις. Η έννοια του καλού και κακού διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνση των πεποιθήσεων, των στάσεων, καθώς και στη διαμόρφωση της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, επηρεάζοντας επίσης την οργάνωση των ανθρωπίνων νόμων. Αυτή η σύνθετη έννοια διέπει συνεχώς την εκτεταμένη μελέτη του κακού και των επιπτώσεών του στην ανθρώπινη κοινωνία.
Μια προσέγγιση που επιχειρεί να ερμηνεύσει το κακό χωρίς θρησκευτικές προεκτάσεις, εστιάζοντας σε σύγχρονες θεωρήσεις, είναι εκείνη που επικεντρώνεται στην ουσία του κακού καθαυτή. Φιλόσοφοι διαφόρων εποχών έχουν μελετήσει τη φύση του, αναλύοντας το βάθος, τις διαβαθμίσεις και την πραγματικότητά του. Ο Marcus G. Singer (1926–2016) υποστηρίζει ότι το επίκεντρο της μελέτης πρέπει να είναι το ίδιο το κακό, και όχι μεμονωμένα φαινόμενα όπως η αδικία, η ανισότητα, η ατυχία ή τα δεινά που εκδηλώνονται στον κόσμο.[2]
Αυτή η προσέγγιση επιχειρεί να αναλύσει το κακό ως έννοια ανεξάρτητη από τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις του, εστιάζοντας στην ουσία του ως καταλύτη των ανθρώπινων ενεργειών και των κοινωνικών δομών. Στο πλαίσιο αυτό, η φιλοσοφική διερεύνηση επικεντρώνεται στη φύση και την οργάνωση του κακού, ενώ η εξέταση των εκδηλώσεών του περιορίζεται στην παρατήρηση και καταγραφή τους. Ωστόσο, η μελέτη της επίδρασής του στην ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά παραμένει αναπόσπαστο μέρος αυτής της ανάλυσης.
Η έννοια του κακού έχει εξελιχθεί μέσα από διάφορα φιλοσοφικά πλαίσια και θεωρητικές προσεγγίσεις, με μία από τις σημαντικότερες να αφορά την αντίθεσή του προς την καλοσύνη, την παντοδυναμία και τη σοφία ενός θεϊκού όντος. Ο Λάιμπνιτς, επιχειρώντας να απαλλάξει τον Θεό από κάθε σύνδεση με το κακό, υποστήριξε ότι το τελευταίο είτε αποτελεί ψευδαίσθηση είτε είναι μια αναγκαία παρουσία που υπηρετεί την ιδέα της θεϊκής πρόνοιας.[3] Αντίστοιχα, ο Άγιος Αυγουστίνος ανέπτυξε τη θεωρία του κακού ως έλλειψη ή απουσία του καλού, εισάγοντας την έννοια μιας μειωμένης καλοσύνης που μπορεί να υφίσταται.
Ο Άγιος Αυγουστίνος διατυπώνει μια ιδιαίτερη θεώρηση σχετικά με την παρουσία του κακού στον κόσμο. Το αντιλαμβάνεται ως έλλειψη ή στέρηση του καλού, υποδηλώνοντας την απουσία θετικών και εποικοδομητικών στοιχείων στην ανθρώπινη εμπειρία. Παρότι αναγνωρίζει την ύπαρξη της καλοσύνης, θεωρεί ότι αυτή εμφανίζεται σε μειωμένη ή εξασθενημένη μορφή σε σύγκριση με την επικράτηση του κακού. Αυτή η οπτική δημιουργεί την εικόνα ενός κόσμου όπου η καλοσύνη είναι περιορισμένη, ενώ το κακό φαίνεται να έχει μεγαλύτερη παρουσία. Ταυτόχρονα, η προσέγγισή του αναδεικνύει την ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση της προέλευσης και της φύσης αυτών των αντιθετικών δυνάμεων, προκειμένου να ερμηνευθεί η μεταξύ τους σχέση στην ανθρώπινη πραγματικότητα.[4]
Ο μανιχαϊσμόςεισήγαγε μια διαφορετική φιλοσοφική θεώρηση του διαχωρισμού του καλού και του κακού, τοποθετώντας τα μέσα σε ένα δυϊστικό πλαίσιο ως εγγενώς και αδιάκοπα συγκρουόμενες δυνάμεις. Αντίθετα, ο ΙμμάνουελΚαντ διατύπωσε μια αποκλίνουσα θέση σχετικά με τη φύση του κακού, θεωρώντας το ως ηθελημένη πράξη μέσα σε ένα λογικό σύμπαν, όπου οι ανθρώπινες επιλογές υπαγορεύονται από την ηθική λογική.[5] Από διαφορετική σκοπιά, ο Τόμας Χομπς υποστήριξε ότι οι έννοιες του καλού και του κακού είναι κοινωνικά κατασκευασμένες, εξαρτώμενες από τις εκάστοτε κοινωνικές συμβάσεις.[6]Τέλος, ο Άρθουρ Σοπενχάουερ, αποδεχόμενος την ύπαρξη του κακού, ισχυρίστηκε ότι ο κόσμος μας αποτελεί τη χειρότερη δυνατή εκδοχή μεταξύ όλων των πιθανών κόσμων.[7]
Η αφοσίωση και η προσήλωση στη μελέτη του κακού ενδέχεται να πηγάζουν από έναν βαθύτερο φόβο ότι η ανθρώπινη φύση—και κατ’ επέκταση η κοινωνία—εμπεριέχει στοιχεία που αντιστέκονται στο καλό και σε κάθε προσπάθεια ηθικής και πολιτισμικής προόδου, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Στον σύγχρονο κόσμο, παρατηρείται μια ανισορροπία μεταξύ του καλού και του κακού, με το τελευταίο να προβάλλεται και να ενσωματώνεται σε ποικίλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.
Ιστορικά, στα ελληνικά, χριστιανικά και εβραϊκά πλαίσια, το κακό ερμηνεύτηκε ως έλλειψη δύναμης και αρετής, συνδεόμενο με την απουσία δημιουργικότητας και παραγωγικότητας, καθώς και με μια μορφή άρνησης της ύπαρξης.[8]Ωστόσο, αυτή η αντίληψη αποδεικνύεται ανεπαρκής μπροστά στο πρωτοφανές κακό του 20ού αιώνα, ιδίως στη συστηματική και οργανωμένη εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων από τους Ναζί—μια μορφή βιομηχανικοποιημένου θανάτου, την οποία η πολιτική στοχαστής HannahArendt (1906-1975) χαρακτήρισε ως διοικητικές σφαγές.[9]Η ενορχηστρωμένη γενοκτονία, ο ολοκληρωτικός τρόμος και το πνευματικό μαρτύριο που βίωσαν εκατομμύρια άνθρωποι απέδειξαν ότι ένα τέτοιο κακό δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς ως απουσία καλοσύνης. Μια τέτοια ερμηνεία θα σήμαινε ότι το κακό προκύπτει αποκλειστικά από τη σκόπιμη επιδίωξη ενός λιγότερου καλού—μια άποψη που αποδεικνύεται ανεπαρκής μπροστά στη συνειδητή και μεθοδική κατασκευή του κακού στον 20ό αιώνα.[10]
Καθώς η ανθρώπινη κοινωνία συνεχίζει να εξελίσσεται, η εκδήλωση του κακού προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, αφήνοντάς μας αντιμέτωπους με διαρκώς αναπάντητα ερωτήματα για την πραγματική του φύση. Μια σύντομη αναδρομή στις ιστορικές ερμηνείες του κακού αναδεικνύει το χάσμα που χωρίζει τη σύγχρονη αντίληψή μας από εκείνη των αρχαίων Ελλήνων ή των πρώτων Χριστιανών. Οι διαδοχικές προσωποποιήσεις του κακού—όπως το καταραμένο φίδι ή ο δράκος—θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχεδόν κωμικές, αν δεν υπήρχαν οι συστηματικές, συχνά βίαιες, πρακτικές αντιμετώπισής του, όπως τα βασανιστήρια για την εξάλειψη της μαγείας υπό την απόλυτη κυριαρχία της μεσαιωνικής Εκκλησίας.
Από την αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού, το ερώτημα για τη φύση του κακού έχει κυριαρχήσει στον φιλοσοφικό στοχασμό. Κάθε πτυχή της ζωής—είτε αφορά στην ίδια την ύπαρξη είτε υπερβαίνει τα όριά της—συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την παρουσία του κακού. Το κακό δεν αποτελεί απλώς ένα μεμονωμένο φαινόμενο αλλά θεμελιώδες στοιχείο της κοσμοθεωρίας, αποκτώντας σημασία όχι μόνο στη φιλοσοφία αλλά και σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους, γεγονός που αναδεικνύει τη διεπιστημονική του διάσταση. Ωστόσο, οι απαντήσεις που έχουν δοθεί στη φύση του κακού αποτυγχάνουν να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση, οδηγώντας σε πλήθος ερμηνειών που επιχειρούν να προσδιορίσουν τα χαρακτηριστικά και την ουσία του—συχνά όμως χωρίς ουσιαστική επιτυχία.
Ο Paul Ricœur (1913-2005 ) θεωρεί τη φιλοσοφική διερεύνηση του κακού ως μία αποτυχία,[11] ενώ ο ΖίγκμουντΜπάουμαν ονομάζει το κακό ωςακατανόητο, ανείπωτο και ανεξήγητο,[12]λόγω της αδυναμίας της ανθρώπινης νόησης να το συλλάβει, να το κατανοήσει και να το εξηγήσει. Επομένως, είναι αδύνατο να καθοριστούν τα πλαίσια μέσα στα οποία υφίσταται ή οι κανόνες τους οποίους παραβιάζει. Κάθε κοινωνία καθιερώνει ένα σύστημα αξιών που καθοδηγεί τις ηθικές και κοινωνικές αρχές της, λειτουργώντας ως βάση για τις αλληλεπιδράσεις και τις ενέργειες των ατόμων. Οποιαδήποτε παραβίαση αυτού του συστήματος αξιών αντιστοιχεί σε ενέργεια ή συμπεριφορά που αντιτίθεται στις καθιερωμένες αρχές και αξίες, με δυνητικές επιπτώσεις τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Στην περίπτωση παραβίασης αυτού του συστήματος, το κοινωνικό και ατομικό πλαίσιο αξιών μπορεί να παραμορφωθεί ή και να καταρρεύσει, καθώς η παραβίαση αυτή δημιουργεί αντιφάσεις με τις καθιερωμένες ηθικές προδιαγραφές.[13]
Σύμφωνα με τη ΣούζανΝάιμαν,[14] το κακό δεν προκαλεί απλώς βλάβη, αλλά εμφανίζεται ως ένα ανεξήγητο φαινόμενο με συνεχείς και αποπροσανατολιστικές επιπτώσεις στους ανθρώπους που το βιώνουν. Εν ολίγοις, η κακή πράξη δεν περιορίζεται στην απλή πρόκληση βλάβης, αλλά δημιουργεί μια μόνιμη αποσταθεροποιητική επίδραση στον ψυχισμό και τη ζωή των ανθρώπων που επηρεάζει.
O φιλόσοφος Πίτερ Ντιους στο έργο του Theideaofevil(2008) αναφέρει ότι το κακό υπονοεί τις σκοτεινές δυνάμεις, το ακατανόητο και τα ασύλληπτα βάθη του ανθρώπινου κινήτρου.[15]Σύμφωνα με αυτόν, το κακό δεν είναι απλώς μια αρνητική παρουσία, αλλά μια απειλητική δύναμη που θέτει σε κίνδυνο το μέλλον του κόσμου, επιδιώκοντας να ανατρέψει την πορεία προς μια δίκαιη και ειρηνική εξέλιξη. Θεωρεί ότι η ανθρώπινη βούληση και πρόθεση διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της πορείας, καθώς μπορούν να αντιμετωπίσουν και να αντιστρέψουν την απειλητική επίδραση του κακού, προάγοντας έτσι ένα δίκαιο και ειρηνικό μέλλον.
Στα πλαίσια των πολλαπλών προσεγγίσεων προς το θέμα του κακού, ο Δημήτρης Τσινικόπουλος υπογραμμίζει ότι τα θεμελιώδη ερωτήματα που προκύπτουν από την εξέταση του κακού υπό διαφορετικές σκοπιές αφορούν τη φύση και την προέλευσή του. Κάθε προσέγγιση, είτε φιλοσοφική είτε επιστημονική, επιδιώκει να αναλύσει και να κατανοήσει την ουσία του κακού και τον τρόπο με τον οποίο αυτό εκδηλώνεται στον κόσμο ή στην ανθρώπινη εμπειρία.[16]Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του και οι θεμελιώδεις ιδιότητές του, ενώ αναλύονται τα στοιχεία που το συνθέτουν, καθώς και οι συνιστώσες που συμβάλλουν στην ύπαρξή του και στην εκδήλωσή του. Τέλος, αναζητούνται τα αιτιολογικά στοιχεία που διαμορφώνουν και διατηρούν το κακό ως φαινόμενο.
Η εξέλιξη της έννοιας του κακού στη δυτική παράδοση εκτείνεται από τις πρώιμες θεολογικές συζητήσεις μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Αρχικά, η έννοια αυτή συζητήθηκε εντός θρησκευτικών πλαισίων και ηθικών προκλήσεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας, οι συζητήσεις για την αλληλεπίδραση του κακού με τα ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα συνεχώς ανανεώνονταν. Τελικά, καταλήγουμε σε ένα σύγχρονο πλαίσιο όπου η ηθική και η πολιτική θεωρία αποκτούν αυτοτελή υπόσταση, απομακρύνονται από το θρησκευτικό πλαίσιο και αποτελούν αντικείμενο αυτόνομων μελετών και συζητήσεων.
Η φιλοσοφική προσέγγιση του κακού αυτού καθεαυτού στοχεύει στην πλήρη και απόλυτη κατανόησή του, διότι μόνο τότε θα μπορούμε να το αντιληφθούμε πραγματικά. Η διείσδυση στον πυρήνα του, εκτός από ουσιώδης, θα ήταν χρήσιμη για τον άνθρωπο και την πορεία του πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Ωστόσο, ένα τέτοιο εγχείρημα φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο. Τα μόνα στοιχεία που αφήνει πίσω του είναι οι συνέπειες και ο αντίκτυπός του στην κοινωνία. Η μελέτη των παραδειγμάτων του κακού, όπως αυτά καταγράφονται στην Ιστορία, αναμφίβολα συμβάλλει στην αναγνώρισή του, ωστόσο πρόκειται για ψήγματα της αέναης φύσης του, η οποία συνεχώς μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα που θέτει το κοινωνικό, οικονομικό, τεχνολογικό και πνευματικό πλαίσιο κάθε κοινωνίας.
Είναι, λοιπόν, απαραίτητο η μελέτη του κακού να προσεγγίζεται με έναν πολύπλευρο διεπιστημονικό τρόπο: αφενός, να αντιμετωπιστεί ως ουσία και, αφετέρου, ως πρακτικό και ηθικό πρόβλημα. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε μία επιφανειακή και μονόπλευρη εξέτασή του. Η επίτευξη ενός βαθμού κατανόησης του κακού, ως μίας διαρκώς υπάρχουσας ανθρώπινης δυνατότητας, αποτελεί τον βασικό στόχο κάθε μελετητή που ασχολείται με αυτόν τον προβληματισμό.
Εξερευνώντας τις ρίζες της βίας και της επιθετικότητας
Ως συνέχεια των προειρημένων σκέψεων, παρατίθενται δύο προσεγγίσεις για την ιδέα του κακού από το πεδίο της ψυχολογίας. Αν το κακό απορρέει από τον άνθρωπο, αναμφίβολα απορρέει από την ψυχή του. Μέσω της μελέτης της ψυχολογίας των ατόμων που διαπράττουν το κακό, ενδέχεται να αποκαλυφθούν τρόποι αποτροπής ή μείωσης της εμφάνισής του. Η δυναμική αυτής της προσέγγισης έγκειται στην ικανότητά της να αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα του κακού: την ποικιλομορφία των κινήτρων του, την καταστροφικότητα ενός ατόμου και τη συχνότητα με την οποία το κακό αναπαράγεται μέσω των θυμάτων του.
Η ψυχολογική μελέτη των ατόμων που διαπράττουν το κακό συμβάλλει στην κατανόηση των ψυχολογικών μηχανισμών που το καθορίζουν, επιτρέποντας τη διερεύνηση της πολυπλοκότητάς του και της ποικιλίας των κινήτρων που κρύβονται πίσω από τέτοιες πράξεις. Μέσα από τη μελέτη αυτών των ατόμων, η ψυχολογία προσφέρει χρήσιμα εργαλεία για να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά και τις δυναμικές που οδηγούν στην ανάπτυξη του κακού σε ατομικό επίπεδο, όπως η προσωπικότητα, η συναισθηματική κατάσταση ή οι ψυχολογικές διαταραχές. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση αντιμετωπίζει περιορισμούς που σχετίζονται με τις εγγενείς αδυναμίες του επιστημονικού πλαισίου της ψυχολογίας. Πιο συγκεκριμένα, η ψυχολογία, εστιάζοντας κυρίως στην ατομική διάσταση και τα ψυχικά χαρακτηριστικά των δραστών, ενδέχεται να παραβλέπει τις κοινωνικές, ιστορικές ή πολιτισμικές συνθήκες που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις και τις πράξεις του κακού. Επιπλέον, η ψυχολογική προσέγγιση στηρίζεται σε συγκεκριμένες μεθοδολογικές και θεωρητικές παραδοχές, οι οποίες ενδέχεται να περιορίζουν την ικανότητα πλήρους ερμηνείας του κακού, καθώς αγνοούν άλλες σημαντικές παραμέτρους, όπως οι κοινωνικές ανισότητες, οι πολιτικές συνθήκες ή οι ιστορικές συγκυρίες. Αυτοί οι περιορισμοί καθιστούν σαφές ότι η ψυχολογία, ενώ μπορεί να παρέχει σημαντική κατανόηση για τα κίνητρα και τα χαρακτηριστικά των ατόμων που διαπράττουν το κακό, δεν μπορεί από μόνη της να ερμηνεύσει πλήρως το φαινόμενο χωρίς να ενσωματώσει και άλλες διαστάσεις του.
Σε συνέχεια της προσέγγισης του κακού από την ψυχολογία των ατόμων που το διαπράττουν, δύο ψυχολόγοι παραθέτουν τις μελέτες τους, εστιάζοντας στην αντίληψη του κακού και στην επιστημονική του ανάλυση. Οι δύο ψυχολόγοι παραθέτουν τις μελέτες τους πάνω στο κακό, κινούμενοι εντός του επιστημονικού πλαισίου της ψυχολογίας και καταλήγουν σε συγκλίνουσες απόψεις.
Ο κοινωνικός ψυχολόγος Roy F. Baumeister, στο έργο του Evil: Inside Human Cruelty and Violence (1997),[17]επιχειρεί να ορίσει το κακό προσεγγίζοντάς το από τη θέση του θεατή ή του θύματος. Παραδέχεται ότι αυτή η προσέγγιση δεν είναι απόλυτα αντικειμενική, καθώς οι παρατηρητές και τα θύματα, ως ανθρώπινα έλλογα όντα με διαφορετικά προσωπικά βιώματα, δεν μπορούν να έχουν πλήρως αντικειμενική αντίληψη των γεγονότων. Αντιθέτως, θα προκαλούσε έκπληξη αν αντιλαμβάνονταν αμερόληπτα και αντικειμενικά τις πράξεις κακού. Όσον αφορά στον αποκλεισμό των δραστών από τη μελέτη του, θεωρεί ότι οι δράστες δεν αντιλαμβάνονται τις πράξεις τους ως κακές, αφού αυτές τους επιτρέπουν να πετύχουν τους στόχους τους — υλικούς, σωματικούς ή πνευματικούς — ακόμα και αν παραδέχονται τη βλάβη του θύματός τους, χωρίς να αποκλείει την περίπτωση αδικαιολόγητης κατηγορίας.
Ωστόσο, δύο σημαντικά μειονεκτήματα αυτής της προσέγγισης είναι, πρώτον, η τάση της να περιορίζει το κακό στη βιοχημεία ή σε δυστυχισμένες/άσχημες εμπειρίες, παραβλέποντας άλλους σημαντικούς παράγοντες, και, δεύτερον, η τάση να αγνοεί τις μεγαλύτερες κοινωνικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την ηθική ανάπτυξη και τις αντιλήψεις περί κακού.
Βασικό χαρακτηριστικό των δραστών και πρώτο ριζικό αίτιο του κακού, σύμφωνα με τον Baumeister, είναι ότι καταφεύγουν στη βία προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους, όταν δεν μπορούν να τους φτάσουν μέσω νόμιμων και πιο αποδεκτών τρόπων.Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αντίληψη της αδυναμίας πρόσβασης σε θεμιτά μέσα επίτευξης στόχων συνδέεται με τη χαμηλή πνευματική ικανότητα, ιδιαίτερα σε κοινωνίες όπου η νοημοσύνη ανταμείβεται σε πολλούς τομείς.Ωστόσο, η βία μπορεί να προκύψει και από την πεποίθηση ότι τα θεσμικά εργαλεία κοινωνικής αλλαγής δεν είναι διαθέσιμα ή αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, τρομοκράτες συχνά πιστεύουν ότι τα νόμιμα μέσα κοινωνικής δράσης, όπως το νομικό σύστημα και η δημοκρατική ψηφοφορία, αδιαφορούν για τα παράπονά τους και δεν λαμβάνουν υπόψη τα ζητήματα που τους απασχολούν, με αποτέλεσμα να επιλέγουν βίαιες πρακτικές ως τρόπο διεκδίκησης των στόχων τους.[18]Αντίστοιχα, κυβερνήσεις που θεωρούν ότι δεν μπορούν να πετύχουν τους στόχους τους μέσω ειρηνικών και δημοκρατικών μέσων καταφεύγουν στον πόλεμο ή την τυραννική καταπίεση.[19]
Εν τούτοις, η σύνδεση μεταξύ χαμηλής νοημοσύνης και βίας παραμένει αμφιλεγόμενη και υπόκειται σε κριτική, με τη σύγχρονη ψυχολογία να αναγνωρίζει πληθώρα άλλων παραμέτρων, όπως κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, που επηρεάζουν τη βίαιη συμπεριφορά. Ως εκ τούτου, η θεωρία του Baumeister πρέπει να εξετάζεται με προσοχή, λαμβάνοντας υπόψη τις εναλλακτικές εξηγήσεις για την προέλευση του κακού και της βίας.
Αναμφισβήτητα, η επιθετικότητα αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του ζωικού βασιλείου, λειτουργώντας ως μέσο επιβίωσης και κυριαρχίας, και ο άνθρωπος δεν αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, η κοινωνικοποίηση έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη σταδιακή της μείωση, με παράγοντες όπως η νομοθεσία, η διαπραγμάτευση, ο συμβιβασμός, η χρήση του χρήματος ως ρυθμιστικού εργαλείου και η εκλογική διαδικασία να συμβάλλουν σημαντικά σε αυτήν την εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά, η επιθετικότητα εξακολουθεί να αποτελεί μηχανισμό έκφρασης του κακού, ιδίως υπό συγκεκριμένες κοινωνικές και ψυχολογικές συνθήκες.
Το δεύτερο αίτιο του κακού και της βίας, σύμφωνα με τον Baumeister, είναι ο απειλούμενος εγωτισμός, δηλαδή η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο, έχοντας υψηλή αυτοεκτίμηση ή μια εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού του, αντιδρά βίαια όταν αυτή η εικόνα αμφισβητείται ή υπονομεύεται.[20]Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος «εγωτισμός» συνδέεται άμεσα με την έννοια του ναρκισσισμού,[21]καθώς τα άτομα που εκδηλώνουν ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά τείνουν να επιδεικνύουν έντονες αντιδράσεις σε κάθε αντίληψη ή γεγονός που απειλεί την αυτοεικόνα τους.Αυτή η σύνδεση μεταξύ απειλούμενου εγωτισμού και βίας αποδίδει το κακό όχι σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά αντίθετα σε μια υπερδιογκωμένη αίσθηση αξίας που καταρρέει υπό την πίεση της αμφισβήτησης ή της απόρριψης. Ως εκ τούτου, η βία μπορεί να γίνει μέσο αποκατάστασης της τραυματισμένης ναρκισσιστικής εικόνας, με σκοπό την επιβολή και την επαναβεβαίωση της κυριαρχίας του ατόμου.
Η κριτική που ασκείται σε άτομα με αυξημένο ναρκισσιστικό εγωτισμό μπορεί να πυροδοτήσει την επιθετικότητα, η οποία λειτουργεί ως στρατηγική άμυνας προκειμένου να αντικρουστεί η κριτική και να αποτραπεί η απώλεια της εκτίμησης που τρέφουν για τον εαυτό τους ή που πιστεύουν ότι διατηρούν από τους άλλους. Αν και η επιθετικότητα δεν μπορεί να αποδείξει την πνευματική ανωτερότητα του δράστη, στο πλαίσιο της ναρκισσιστικής αντίληψης, η βία εμφανίζεται ως μέσο διατήρησης της θετικής αυτοεικόνας και της αποτροπής περαιτέρω αρνητικών κρίσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της επιθετικής συμπεριφοράς είναι συνήθως άμεσα και περιορισμένα χρονικά, χωρίς να εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμο επιτυχές αποτέλεσμα.
Πέρα από το ατομικό επίπεδο, ανάλογες ναρκισσιστικές συμπεριφορές παρατηρούνται και σε συλλογικό επίπεδο, όπου έθνη ή μικρότερες ομάδες ενδέχεται να θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από τους υπόλοιπους. Όταν αυτές οι ομάδες αισθάνονται ότι δεν τους παρέχεται ο «αρμόζων» σεβασμός, καταφεύγουν στη βία και την επιθετικότητα ως τρόπο επιβολής της ανωτερότητάς τους και αποκατάστασης της φθαρμένης τους εικόνας. Αυτή η συμπεριφορά αντικατοπτρίζει την άμεση σύνδεση μεταξύ του ναρκισσιστικού εγωτισμού και της βίας, ως προσπάθεια επιβεβαίωσης του ατομικού ή συλλογικού κύρους, μέσω βίαιων ή επιθετικών ενεργειών.
Την περίοδο μεταξύ του 1961 και 1962, όταν ο Νόμπερτ Ελίας στο έργο του Ναζισμός και Γερμανικός Χαρακτήρας (2016) περιέγραφε τις συνθήκες βάσει των οποίων η Γερμανία οδηγήθηκε στην απόλυτη εγκληματικότητα, αναφέρει ότι οι γνώσεις μας για τις συνθήκες που οδηγούν στην ενδυνάμωση της ανθρώπινης ροπής προς τη βαρβαρότητα είναι ακόμη υποτυπώδεις.[22]Εν τούτοις, εύστοχα, παρατηρεί ότι το κληρονομημένο αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στα άλλα ευρωπαϊκά έθνη, που συνοδευόταν συχνά από αγανάκτηση κι από ένα αίσθημα ταπείνωσης, αντικατοπτρίζονται στον υπέρμετρο τονισμό του μεγαλείου και της ισχύος τους μετά το 1871. Ανάλογες διακυμάνσεις γνώρισε και η αυτοεκτίμηση των Γερμανών μετά τους δύο γερμανικούς πολέμους του 20ου αιώνα.[23]Η τυραννία και η βία που χαρακτηρίζουν πολλές κυβερνήσεις παγκοσμίως εφαρμόζονται συνήθως από μια ομάδα ελίτ, η οποία θεωρεί τον εαυτό της ανώτερο και πιστεύει ότι δεν λαμβάνει τον σεβασμό που θεωρεί ότι της αξίζει.
Για τον Baumeister, η τρίτη αιτία του κακού είναι η ιδεολογία. Σε αυτή την περίπτωση, οι δράστες παρακινούνται από την πεποίθηση ότι συμβάλλουν σε κάτι καλό. Ως αποτέλεσμα, θεωρούν ότι η βία δικαιολογείται από τους ευγενείς σκοπούς τους. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ιδεολογία τους χρησιμοποιείται και ως πρόσχημα για την επίτευξη άλλων σκοπών, όπως το οικονομικό κέρδος. Ο 20ος αιώνας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των δεινών που επιφέρουν οι ιδεολογίες. Εκατομμύρια άνθρωποι θανατώθηκαν από συνανθρώπους τους, διότι πίστευαν ότι έπρατταν το σωστό για τη δημιουργία μίας ουτοπικής κοινωνίας, είτε πρόκειται για την αριστερά (Σοβιετική Ένωση, Κίνα), είτε για τη δεξιά (Ναζιστική Γερμανία).
Η τέταρτη και τελευταία ρίζα του κακού, σύμφωνα με τον Baumeister, είναι ο σαδισμός,[24] ο οποίος ορίζεται ως η ειλικρινής απόλαυση από την πρόκληση πόνου. Ωστόσο, ο Baumeister θεωρεί ότι ο σαδισμός δεν ισχύει πλήρως και καθολικά σε όλες τις περιπτώσεις. Συχνά, τα θύματα παρερμηνεύουν τις αντιδράσεις των δραστών και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι έχουν σαδιστικά χαρακτηριστικά. Ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ[25], όταν διεξήγαγε το πείραμά του για την υπακοή (1963), παρατήρησε αρκετές φορές νευρικό γέλιο στους συμμετέχοντες όταν υπάκουαν στις οδηγίες να κάνουν ηλεκτροσόκ σε ένα αθώο και άγνωστο για αυτούς θύμα. Εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, οι δράστες μαθαίνουν με τον καιρό να αρέσκονται στο να πράττουν το κακό, μέσω της συνεχούς άσκησης κακών πράξεων. Εξοικειώνονται με την εικόνα του κακού και, εν τέλει, αρχίζουν να βρίσκουν ευχαρίστηση σε αυτό που κάνουν. Βάσει των μελετών του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσο πιο έμπειρος είναι κάποιος στη διαδικασία του βασανισμού, τόσο πιο εύκολα μπορεί να καταλήξει στη θανάτωση των θυμάτων του.
Μια άλλη αιτία του σαδισμού μπορεί να είναι η ψυχοπάθεια, η οποία συχνά συνδέεται με κλινικές περιπτώσεις διαταραχών προσωπικότητας. Ωστόσο, ο σαδισμός δεν είναι εξ ολοκλήρου ένα αίτιο του κακού. Χρειάζεται χρόνος για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο, μέχρι τότε ισχύουν ως επί το πλείστον οι τρεις παραπάνω περιπτώσεις. Ωστόσο, όταν κάποιος φτάσει στο σημείο να μετατραπεί σε σαδιστή, αποκόπτεται και ανεξαρτητοποιείται από τις παραπάνω αιτίες του κακού.
Από την οπτική του θύματος, στις τρεις πρώτες αιτίες του κακού υπάρχει η πιθανότητα διαπραγμάτευσης, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει στον τερματισμό της οδύνης του. Εάν το κίνητρο του δράστη είναι οικονομικό, το θύμα μπορεί να του προσφέρει χρήματα προκειμένου να σταματήσει η κακοποίησή του. Στην περίπτωση του ναρκισσισμού, το θύμα μπορεί να αποτρέψει την επιθετικότητα του δράστη αποφεύγοντας να τον αμφισβητήσει ή να του ασκήσει κριτική. Όταν ο δράστης είναι φανατικός ιδεαλιστής, η πιθανότητα συμβιβασμού είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, αν και όχι απολύτως αδύνατη.
Ωστόσο, η κατάσταση αλλάζει ριζικά όταν πρόκειται για τον σαδισμό. Σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα λύτρωσης για το θύμα, καθώς η ικανοποίηση του δράστη απορρέει αποκλειστικά από την πρόκληση πόνου. Όσο αυξάνεται η οδύνη του θύματος, τόσο εντείνεται και η ευχαρίστηση του δράστη.
Κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν δείξει ότι η βία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μπορεί να προκληθεί από μικρά ερεθίσματα, όπως η ζέστη και το άγχος, έως σοβαρότερες καταστάσεις, όπως η απειλή της ζωής ή η απώλεια υλικών αγαθών. Ωστόσο, ηαυτορρύθμιση[26]αποτρέπει τη μετατροπή της κοινωνίας σε πεδίο μάχης.
Ο αυτοέλεγχος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις εσωτερικές διεργασίες των περισσότερων ανθρώπων, καθώς συμβάλλει στη συγκράτηση των επιθετικών παρορμήσεων. Ένα βασικό στοιχείο του πολιτισμού είναι η ύπαρξη κανόνων και προτύπων, τα οποία δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά χωρίς την προσαρμογή της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε αυτά. Αυτή η προσαρμογή στις κοινωνικές νόρμες και στα πολιτισμικά πρότυπα συμβάλλει στον περιορισμό της βίας, διασφαλίζοντας την ομαλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου. Η αυτορρύθμιση των επιθετικών παρορμήσεων συνεισφέρει, έστω και εν μέρει, στη μείωση της βίας και άλλων μορφών κακοποίησης.
Κατά συνέπεια, η κατάρρευση των εσωτερικών περιορισμών καθιστά εμφανή τα άμεσα αίτια του κακού και της βίας. Η αποτυχία ελέγχου των παρορμήσεων οδηγεί αναπόφευκτα στην εκδήλωση διαφόρων μορφών κακού και βίαιης συμπεριφοράς. Πολλοί παράγοντες υπονομεύουν τους εσωτερικούς περιορισμούς της βίας, όπως το αλκοόλ, τα έντονα συναισθήματα και η βία στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Ο ψυχολόγος Baumeister, μελετώντας τα τέσσερα βασικά αίτια του κακού, διαπιστώνει ότι δεν είναι εύκολο να εξαλειφθούν, γεγονός που καθιστά το κακό ένα πολύπλοκο και δυσεπίλυτο φαινόμενο. Ως λύση, προτείνει την ενίσχυση των εσωτερικών περιορισμών μέσω της βελτίωσης του αυτοελέγχου, καθώς οι βίαιες παρορμήσεις δεν μπορούν να εξαλειφθούν πλήρως από την κοινωνική ζωή, αλλά μόνο να περιοριστούν.
Οψυχαναλυτής και κλινικός ψυχολόγος RonaldC. Naso στο HumanizingEvil(2016) υποστηρίζει ότι, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις του κακού, όλες περιστρέφονται γύρω από ένα κοινό τρίπτυχο: τον ναρκισσισμό, την επιθετικότητα και την ηθική αποστασιοποίηση.[27]Ωστόσο, αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αποτελούν τα μοναδικά γνωρίσματα του κακού. Για παράδειγμα, έρευνες σχετικά με τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας των δραστών γενοκτονίας δείχνουν ότι τα κίνητρα και τα πρότυπα συμπεριφοράς τους ποικίλλουν σημαντικά και δεν είναι ούτε σταθερά ούτε προβλέψιμα.[28]
Επιπλέον, οι υποκινητές της βίας, με βάση το κίνητρο και τη δομή της προσωπικότητάς τους, διαφέρουν συχνά τόσο από τους ίδιους τους δράστες όσο και από τα άτομα των οποίων η στάση συμβάλλει στη διαιώνιση της βίας, είτε μέσω άμεσης συνενοχής είτε έμμεσα, δια της απραξίας.[29]
Σύμφωνα με τον Ronald C. Naso, ο ναρκισσισμός χαρακτηρίζει άτομα που υποκινούνται από φιλοδοξία, απληστία, απόλυτο έλεγχο και μια ακατάπαυστη επιθυμία για δύναμη και εξουσία. Παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των συναισθημάτων των θυτών, μειώνοντας αισθήματα ντροπής, ανασφάλειας και φθόνου, ενώ παράλληλα τους επιτρέπει να δρουν χωρίς ενδοιασμούς, εξαλείφοντας κάθε ίχνος ενσυναίσθησης και ενδιαφέροντος για την ευημερία των άλλων.
Το ατομικό συμφέρον αποτελεί τον κυρίαρχο παράγοντα που κινητοποιεί τους ναρκισσιστές, μετατρέποντας, στο μυαλό των θυτών, τις ανήθικες ενέργειες σε ηθικά αποδεκτές και τα ιδιοτελή κίνητρα σε αλτρουιστικά. Για παράδειγμα, ο αδίστακτος τραπεζίτης οδηγεί εκατοντάδες ανθρώπους στην οικονομική εξαθλίωση, ενώ ταυτόχρονα οι φιλανθρωπικές του συνεισφορές χρηματοδοτούν την ανέγερση σχολείων. Ο σαδιστής αστυνομικός καταπατά τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών με το πρόσχημα της επιβολής της τάξης. Ο διεφθαρμένος πολιτικός επωφελείται προσωπικά, αγνοώντας τις επιπτώσεις των πολιτικών του στη ζωή των πολιτών. Ο τρομοκράτης αποκεφαλίζει αθώα θύματα, προκειμένου να προωθήσει τις ιδέες της ομάδας του στη διεθνή πολιτική σκηνή και να τραβήξει την παγκόσμια προσοχή.
Η σχέση μεταξύ επιθετικότητας και καταστροφικότητας είναι άμεση και προφανής. Σύμφωνα με τον ΣίγκμουντΦρόυντ,[30]η κακία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ισότιμο με τη σεξουαλικότητά της. Με αυτή την άποψη, συντάσσεται με τον Τόμας Χομπς, ο οποίος διατύπωσε τη διάσημη φράση «Homohominilupus» («Ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο»), υποδηλώνοντας την εγγενή επιθετικότητα του ανθρώπου[31]. Ο Φρόυντ επισημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει τον «άλλο» μόνο ως πιθανό συνεργάτη ή ως σεξουαλικό αντικείμενο, αλλά και ως στόχο για την εκδήλωση της επιθετικότητάς του. Τον αντιλαμβάνεται ως κάποιον που μπορεί να εκμεταλλευτεί την εργασία του χωρίς αποζημίωση, να τον χρησιμοποιήσει σεξουαλικά, να ιδιοποιηθεί τα υπάρχοντά του, να τον ταπεινώσει, να του προκαλέσει πόνο, να τον βασανίσει ή ακόμη και να τον σκοτώσει.[32]. Πολλές θεωρητικές προσεγγίσεις υποστηρίζουν ότι η επιθετικότητα είναι εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, αναδεικνύοντας τον ρόλο της τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Ο Έριχ Φρομ, στο έργο του Η ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας (1973), συνοψίζει τις θεωρίες των ενστίκτων που επικράτησαν και υποστηρίζουν ότι η επιθετική συμπεριφορά του ανθρώπου, όπως εκδηλώνεται στον πόλεμο, το έγκλημα, τις προσωπικές φιλονικίες, καθώς και σε κάθε μορφή καταστροφικής ή σαδιστικής συμπεριφοράς, απορρέει από ένα φυλογενετικά προγραμματισμένο, εγγενές ένστικτο που αναζητά εκτόνωση και εκδηλώνεται όταν δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία.[33]
Ωστόσο, ο Φρομ επισημαίνει ότι, παρά την τάση των ανθρώπων να υιοθετούν την απλουστευτική εξήγηση που προσφέρουν τέτοιες θεωρίες, μόνο μια εις βάθος ανάλυση του κοινωνικού συστήματος μπορεί να αποκαλύψει τους πραγματικούς λόγους που οδηγούν στην αύξηση της καταστροφικότητας, καθώς και τα μέσα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στον περιορισμό της.
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιθετικότητα του ανθρώπου διακρίνεται σε δύο διαφορετικά είδη. Το πρώτο αφορά μια φυλογενετικά προγραμματισμένη παρόρμηση, η οποία ενεργοποιείται όταν απειλούνται ζωτικά συμφέροντα και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Το δεύτερο είδος, το οποίο ονομάζει «κακοήθη» επιθετικότητα, είναι χαρακτηριστικό που δεν απαντάται στα περισσότερα θηλαστικά.Δεν είναι φυλογενετικά προγραμματισμένοούτε βιολογικά προσαρμόσιμο[34], και συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για την ύπαρξη του ανθρώπινου είδους. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ανώτερο θηλαστικό που σκοτώνει και βασανίζει μέλη του είδους του χωρίς κάποιον βιολογικό ή οικονομικό λόγο, ενώ παράλληλα αντλεί ικανοποίηση από αυτές τις πράξεις.[35]
Συνεπώς, παρόλο που η επιθετικότητα μπορεί να εκδηλωθεί μέσα από κακές πράξεις, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί ως το μοναδικό χαρακτηριστικό του κακού. Πρόκειται για ένα περίπλοκο φαινόμενο, το οποίο δεν είναι εγγενώς ούτε αποκλειστικά δολοφονικό· αντιθέτως, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να λειτουργήσει ως μέσο επίλυσης διαφορών.
Η αποστασιοποίηση από την ηθική ευθύνη της πράξης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της έννοιας του κακού. Είναι πιθανό ο δράστης να αναγνωρίζει, έστω και σε μικρό βαθμό, τη σχέση μεταξύ των πράξεών του και της δυσανάλογης βλάβης που προκαλούν. Ωστόσο, η χωρική απόσταση συμβάλλει σημαντικά στην ηθική αποσύνδεση από τις συνέπειες της κακής πράξης, ιδίως όταν αυτή λαμβάνει χώρα σε μια απομακρυσμένη τοποθεσία σε σχέση με τον ίδιο.
Η ανωνυμία και η απόσταση αυξάνουν περαιτέρω την πιθανότητα εκδήλωσης του κακού. Ο δράστης δεν είναι υποχρεωμένος να διατυπώσει ή να αιτιολογήσει τις προθέσεις του, γεγονός που διευκολύνει την ηθική αποδέσμευση και περιορίζει τη διερεύνηση των συνεπειών της πράξης του. Επιπλέον, η απόσταση ευνοεί τη χρήση ευφημισμών κατά την αναδιατύπωση των αδικημάτων, ενισχύοντας τις προκαταλήψεις μεταξύ ομάδων και καταλήγοντας, εν τέλει, στη δικαιολόγηση του αδικήματος.
Είναι ζωτικής σημασίας να υπερβούμε την περιοριστική αντίληψη του κακού ως μιας έννοιας που αφορά αποκλειστικά μια παρανοϊκή, διαταραγμένη ή διαβολική ανθρώπινη φύση, καθώς και την τάση μας να αποφεύγουμε την αναγνώριση του εαυτού μας στο πλαίσιο του κακού. Η επίμονη προσκόλληση σε αυτήν την οπτική οδηγεί αναπόφευκτα σε μια διαρκή αίσθηση έκπληξης απέναντι στις εκδηλώσεις και τις συνέπειές του.
Αναζητώντας τις δομές του κακού—ιδίως όσον αφορά το παραδοσιακό κακό, το οποίο διαπράττεται από έναν δράστη του οποίου η ταυτότητα είναι «γνωστή»—παρατηρούμε, βάσει των μέχρι τώρα στοιχείων, ότι αυτό απορρέει, αφενός, από τα κίνητρα του δράστη και, αφετέρου, από την προσκόλλησή του σε ιδεολογικά πλαίσια «κλειστών» κοσμοθεωριών με αυτοτελείς ηθικές δομές.
Στην πρώτη περίπτωση, ο δράστης υποκινείται από ιδιοτελή κίνητρα, δηλαδή από την ανάγκη ικανοποίησης μιας επιθυμίας. Ακόμα και αν ο πρωταρχικός του στόχος δεν είναι η πρόκληση κακού, προκειμένου να επιτύχει την επιθυμητή ικανοποίηση, ενδέχεται να προβαίνει συνειδητά και χωρίς ενοχές σε κακές πράξεις. Για να μιλήσουμε, ωστόσο, για το κακό, είναι απαραίτητο η βούληση του ατόμου να προϋποθέτει ελεύθερη επιλογή: ο δράστης πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξει μεταξύ διαφορετικών πορειών δράσης, έχοντας πλήρη γνώση των συνεπειών της επιλογής του.
Η επιθυμία για ικανοποίηση μπορεί να άρει ηθικούς φραγμούς, παρότι το άτομο έχει πάντα τη δυνατότητα να πράξει διαφορετικά. Παρ’ όλα αυτά, πριν καταδικάσουμε αυτού του είδους τις συμπεριφορές, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε ότι, σε κάποιο βαθμό, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουμε βρεθεί στο πρώτο στάδιο—στο στάδιο της επιθυμίας. Ποιος δεν έχει ποθήσει χρήματα, δύναμη ή κύρος;
Ωστόσο, τα κίνητρα από μόνα τους δεν αρκούν για να ορίσουν ή να εξηγήσουν το κακό. Αντίθετα, δημιουργούν σκέψεις και συναισθήματα που επηρεάζουν τις επιλογές μας, θέτοντας ηθικά διλήμματα που απαιτούν αξιολόγηση. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά μεταξύ της κακής πράξης και της κακής πρόθεσης. Η κακή πράξη συνεπάγεται πάντα ένα συγκεκριμένο επακόλουθο, ενώ η κακή πρόθεση μπορεί να είναι συνειδητή ή ασυνείδητη, να συνδέεται με κάποιο κίνητρο ή να παραμένει ανενεργή. Σε αυτή την περίπτωση, η απλή ύπαρξη μιας πρόθεσης δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την πραγμάτωσή της, καθώς μπορεί να ανασταλεί, να απορριφθεί ή να τεθεί υπό έλεγχο.
Ορισμός και πολυπλοκότητα του κακού: Από την ατομική στην ιδεολογική έκφραση
Η φιλοσοφική προσέγγιση του κακού εκκινεί από την έννοια της ηθικής ευθύνης και της πρόθεσης. Όπως έχει επισημανθεί, το κακό δεν είναι απλώς η ύπαρξη βίας ή ηθικά επιλήψιμων πράξεων, αλλά η συνειδητή επιλογή της επιδίωξης βλαπτικών σκοπών, παρά την επίγνωση των συνεπειών. Από τον Αριστοτέλη έως τον Καντ, η ηθική φιλοσοφία αναγνωρίζει ότι η ανθρώπινη βούληση εμπεριέχει τόσο τη δυνατότητα του αγαθού όσο και εκείνη του κακού, γεγονός που καθιστά την ηθική πράξη προϊόν ελεύθερης απόφασης και όχι απλώς αποτέλεσμα βιολογικών ή κοινωνικών παραγόντων. Ο Καντ, ειδικότερα, μέσα από την έννοια του ριζικού κακού, αναδεικνύει ότι το κακό είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση, στο μέτρο που το υποκείμενο έχει τη δυνατότητα να παραβεί τον ηθικό νόμο προς όφελος ιδιοτελών σκοπών.
Ωστόσο, η φιλοσοφική παράδοση δεν είναι ομόφωνη ως προς την καταγωγή και τη φύση του κακού. Ο Τόμας Χομπς, για παράδειγμα, υιοθετεί μια ωφελιμιστική θεώρηση, υποστηρίζοντας ότι το κακό αναδύεται από την έμφυτη τάση του ανθρώπου προς την αυτοσυντήρηση και την κυριαρχία επί των άλλων. Ο άνθρωπος, σε κατάσταση φύσης, ζει σε έναν διαρκή πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπου η επιβίωση αποτελεί το ύψιστο κριτήριο της πράξης. Αυτή η θεώρηση εξηγεί πώς το κακό δεν είναι απλώς αποτέλεσμα ατομικής πρόθεσης, αλλά και των δομών που επιτρέπουν ή ενθαρρύνουν τη βία και την εκμετάλλευση. Από την άλλη, φιλόσοφοι όπως ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ αντιτίθενται σε μια τέτοια απαισιόδοξη θεώρηση, υποστηρίζοντας ότι η κοινωνία και οι θεσμοί είναι εκείνοι που διαφθείρουν τον άνθρωπο, μετατρέποντας την έμφυτη καλοσύνη του σε κακότητα και ανταγωνισμό.
Η ψυχολογική διάσταση του κακού είναι εξίσου κρίσιμη για την κατανόηση των μηχανισμών που το αναπαράγουν. Ψυχολόγοι όπως ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ και ο Φίλιπ Ζιμπάρντο έχουν αποδείξει, μέσα από τα περίφημα πειράματά τους, ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά επηρεάζεται δραστικά από την κοινωνική πίεση και την εξουσία. Το κακό, συνεπώς, δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα μιας εγγενώς διεφθαρμένης ανθρώπινης φύσης, αλλά μπορεί να προκύψει μέσα από την υποταγή σε αυταρχικές δομές και τη σταδιακή αποστασιοποίηση από την ηθική ευθύνη. Το πείραμα του Μίλγκραμ, για παράδειγμα, έδειξε πως οι άνθρωποι μπορούν να διαπράξουν αποτρόπαιες πράξεις, εφόσον τους το ζητήσει μια ανώτερη αρχή, ενώ το πείραμα της Φυλακής του Στάνφορντ ανέδειξε το πώς η ανάληψη εξουσίας μπορεί να οδηγήσει στην αποκτήνωση των ατόμων.
Αντίστοιχα, σε κοινωνιολογικό επίπεδο, το κακό λαμβάνει συστημικές μορφές, όπως η καταπίεση, ο ρατσισμός, και η οικονομική εκμετάλλευση. Ο Μαξ Βέμπερ αναλύει το πώς η γραφειοκρατική εξουσία μπορεί να λειτουργήσει απρόσωπα, καθιστώντας το κακό τμήμα μιας μηχανικής διαδικασίας, όπου η ηθική ευθύνη διαχέεται και καθίσταται σχεδόν ανύπαρκτη. Αυτό το είδος κακού, που η Χάνα Άρεντ περιέγραψε ως «κοινοτοπία του κακού», είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, διότι εκτελείται χωρίς εμφανή μοχθηρία, αλλά με την ψυχρή προσήλωση στη διαδικασία και την υπακοή στις εντολές.
Η ιδεολογική διάσταση του κακού είναι ίσως η πλέον εμφανής στη σύγχρονη ιστορία, ιδιαίτερα κατά τον 20ό αιώνα, όπου τα ολοκληρωτικά καθεστώτα επέδειξαν πρωτοφανή κλίμακα βίας και καταστολής. Από τον ναζισμό έως τον σταλινισμό, το κακό έλαβε μια οργανωμένη, σχεδόν μηχανοποιημένη μορφή, που δικαιολογήθηκε μέσα από ιδεολογικά αφηγήματα. Η ικανότητα των ολοκληρωτικών συστημάτων να παρουσιάζουν το κακό ως αναγκαίο ή και ηθικά ορθό καταδεικνύει τη δύναμη των ιδεολογιών να διαμορφώνουν την ανθρώπινη συνείδηση.
Στον 21ο αιώνα, το κακό συνεχίζει να εξελίσσεται, λαμβάνοντας νέες μορφές που σχετίζονται με την τεχνολογία, την παγκοσμιοποίηση και τις γεωπολιτικές συγκρούσεις. Η ρητορική του μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η αυξανόμενη πολιτική πόλωση και η αναβίωση αυταρχικών πρακτικών καταδεικνύουν ότι το κακό δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά διατηρεί μια δυναμική παρουσία στο παρόν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Αναγνωστόπουλος, Λ. (2021). Οι μύθοι του χθες και οι άνθρωποι του σήμερα. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Γράφημα.
- Arendt, H. (2009). Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού (Μτφρ. Β. Τομανάς,). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες.
- Bauman, Z. (2007). Ρευστός Φόβος (Μτφρ. Γ. Καράμπελας,). Αθήνα: Εκδόσεις Πολύτροπον.
- Baumeister, R. F. (1997). Evil: Inside Human Violence and Cruelty. New York: W.H. Freeman.
- Clark, J. N. (2009). Genocide, war crimes and the conflict in Bosnia: Understanding the perpetrators. Journal of Genocide Research, 11(4), 421–445.
- Dews, P. (2008). The Idea of Evil. Blackwell Publishing.
- Elias, N. (2016). Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας: Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση του πολιτισμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Freud, S. (1975). Civilization and its Discontents (The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Vol. 21, σσ. 59–148). London, UK: HogarthPress. (Αρχική έκδοση 1930).
- Fromm, E. (1977). Η Ανατομία της Ανθρώπινης Καταστροφικότητας. Αθήνα: Εκδόσεις Μπουκουμάνη.
- Haddock, B., Roberts, P., & Sutch, P. (2011). Evil in Contemporary Modern Thought. In B. Haddock, P. Roberts, & P. Sutch (Εdς.), Evil in Contemporary Modern Thought . Edinburgh University Press.
- Mandel, D. R. (2002). Instigators of genocide: Examining Hitler from a social psychological perspective. In L. S. Newman & R. Erber (Εds.), Understanding Genocide: The Social Psychology of the Holocaust. New York, NY: Oxford University Press.
- Milgram, Stanley, Obedience to Authority an experimental view, Harper & Row, Publishers, USA, 1974
- Naso, R. C. (2016). Title of the Chapter. In R. C. Naso & J. Mills (Επιμ.), Humanizing Evil: Psychoanalytic, Philosophical and Clinical Perspectives (σ. 7). Routledge.
- Naso, R. C., & Mills, J. (Επιμ.). (2016). Humanizing Evil: Psychoanalytic, Philosophical and Clinical Perspectives. Routledge.
- Neiman, S. (2015). Evil in Modern Thought: An Alternative History of Philosophy. Princeton, NJ: PrincetonUniversityPress.
- Nicola, Ubaldo, Εικονογραφημένη Ανθολογία της Φιλοσοφίας Από τις απαρχές της μέχρι τη σύγχρονη εποχή, Μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Επιμ. Δημήτρης Καπράλος, Εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2007
- Τσινικόπουλος, Δ. (2014). Το μυστήριο του κακού. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες.
- Χόμπς, Τ. (2006). Λεβιάθαν (Εισαγωγή: Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Μτφρ. Γ. Πασχαλίδης-Αιμίλιος Μεταξόπουλος). Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση.
Διαδίκτυο:
- https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%81%CF%81%CF%8D%CE%B8%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B7
- https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82
- https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82
- https://www.iatronet.gr/iatriko-lexiko/egwtismos.html
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%87%CE%B1%CF%8A%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82
- https://antikleidi.com/2018/04/25/anthtropinotita_kakou/?fbclid=IwAR3sUvZZuASfTNS3M8cWFepi8H_renGPiE1i7Yixn1bY81dwLIdP6W-j1bg
[1]Singer, M. G. (2004). The concept of Evil. Philosophy, 79(308), 185-214.
[2]Singer, M. G. (2004). The concept of Evil. Philosophy, 79(308), 186.
[3]Neiman, Susan, Evil in modern thought. An alternative history of philosophy, Princeton University Press, USA 2015
[4]Nicola, Ubaldo, Εικονογραφημένη Ανθολογία της Φιλοσοφίας Από τις απαρχές της μέχρι τη σύγχρονη εποχή, Μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Επιμ. Δημήτρης Καπράλος, Εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2007
[5]Ο μανιχαϊσμός ήταν γνωστικό θρήσκευμα του μεσανατολικού χώρου, που εμφανίστηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ., με ηγήτορα τον Πέρση ευγενή και θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Μάνη, ή Μανιχαίο (216–277), ο οποίος ανέμειξε στη χριστιανική διδασκαλία στοιχεία του Παρσισμού και Βουδισμού. Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μανιχαϊσμού ήταν η ενσωμάτωση γνωστικών στοιχείων, όπως η αληθής γνώση ως μόνη οδός σωτηρίας του ανθρώπου, και ο δυϊσμός της οντολογίας (φως-σκότος, καλό-κακό, ύλη-πνεύμα). Αυτή η δυϊστική αντίληψη αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό του μανιχαϊσμού. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%87%CE%B1%CF%8A%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82 (τελευταία πρόσβαση 23/7/2020).
[6]Χόμπς, Τ. (2006). Λεβιάθαν (Εισαγωγή: Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Μτφρ. Γ. Πασχαλίδης-Αιμίλιος Μεταξόπουλος). Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση.
[7]Neiman, S. (2015). Evil in Modern Thought: An Alternative History of Philosophy (σ. 198). Princeton University Press.
[8]Haddock, B., Roberts, P., & Sutch, P. (2011). Evil in Contemporary Modern Thought. In B. Haddock, P. Roberts, & P. Sutch (Εdς.),Evil in Contemporary Modern Thought(σ. 10). EdinburghUniversityPress.
[9]Άρεντ, H. (2009). Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού (Μτφρ. Β. Τομανάς, σ. 224). Θεσσαλονίκη: ΕκδόσειςΝησίδες.
[10]Evil in Contemporary Modern Thought(σ. 10). (Επιμέλεια: Bruce Haddock, Peri Roberts, Peter Sutch). Εκδόσεις EdinburghUniversityPress.
[11]Ricœur, P. (2005). Το κακό: Μία πρόκληση για τη φιλοσοφία και τη θεολογία (Μτφρ. Γ. Γρηγορίου, σ. 29). Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.
[12]Bauman, Z. (2007). Ρευστός Φόβος (Μτφρ. Γ. Καράμπελας, σ. 77). Αθήνα: Εκδόσεις Πολύτροπον.
[13]Bauman, Z. (2007). Ρευστός Φόβος (Μτφρ. Γ. Καράμπελας, σ. 77). Αθήνα: Εκδόσεις Πολύτροπον.
[14]Neiman, S. (2015). Evil in Modern Thought: An Alternative History of Philosophy. Princeton, NJ: Princeton University Press.
[15]Dews, P. (2008). The Idea of Evil (σ. 2). Blackwell Publishing.«It hints at dark forces, at the obscure, unfathomable depths of human motivation».
[16]Τσινικόπουλος, Δ. (2014). Το μυστήριο του κακού. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες.
[17]Baumeister, R. F. (1997). Evil: Inside Human Cruelty and Violence. New York: W.H. Freeman and Company.
[18]Baumeister, R. F. (1997). Evil: Inside Human Violence and Cruelty (σ. 55). New York: W.H. Freeman.
[19]Baumeister, R. F. (1997). Evil: Inside Human Violence and Cruelty (σσ. 283-288). NewYork: W.H. Freeman.
[20]Εγωτισμός: 1. Η τάση να έχει κανείς μεγαλύτερη εκτίμηση για τον εαυτό του απ ό,τι δικαιολογείται από τα γεγονότα και να καυχάται για τις ικανότητες και τα κατορθώματά του. 2. Η υπερβολική εκτίμηση για τη σπουδαιότητα ενός ατόμου για τον εαυτό του, εγωισμός, έπαρση. https://www.iatronet.gr/iatriko-lexiko/egwtismos.html (τελευταία πρόσβαση 6/7/2020)
[21]Ναρκισσισμός: 1. Η αυταρέσκεια σε υπερβολικό βαθμό, ο ακραίος αυτοθαυμασμός. 2. Όταν ένα άτομο θεωρεί πως είναι καλύτερο από το σύνολο. 3. Όταν ένα άτομο φιλοφρονεί τον εαυτό του συχνά. 4. (ψυχιατρική) η έλξη του ατόμου προς τον ίδιο του τον εαυτό. https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82 (τελευταία πρόσβαση 6/7/2020)
[22]Ελιάς, Ν. (2016). Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας: Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση του πολιτισμού (σ.19).Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
[23]Ελιάς, Ν. (2016). Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας: Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση του πολιτισμού (σ. 40). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
[24]Σαδισμός: το να απολαμβάνει κανείς να προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό στους άλλους https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82 (τελευταία πρόσβαση 7/7/2020)
[25]Milgram, Stanley, Obedience to Authority an experimental view, Harper & Row, Publishers, USA, 1974
[26]Αυτορρύθμιση: η ρύθμιση που γίνεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, το πράγμα, την ομάδα ή τον οργανισμό https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%81%CF%81%CF%8D%CE%B8%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B7
[27]Naso, R. C., & Mills, J. (Επιμ.). (2016). Humanizing Evil: Psychoanalytic, Philosophical and Clinical Perspectives (σσ. 2-5). Routledge.
[28]Clark, J. N. (2009). Genocide, war crimes and the conflict in Bosnia: Understanding the perpetrators. Journal of Genocide Research, 11(4), 421–445.
[29]Mandel, D. R. (2002). Instigators of genocide: Examining Hitler from a social psychological perspective. In L. S. Newman & R. Erber (Εds.), Understanding Genocide: The Social Psychology of the Holocaust (σσ. 259–284). New York, NY: Oxford University Press.
[30]Naso, R. C. (2016). Title of the Chapter. In R. C. Naso & J. Mills (Εds.), Humanizing Evil: Psychoanalytic, Philosophical and Clinical Perspectives (σ. 5). Routledge.
[31]Ο Τόμας Χόμπς δανείστηκε τη φράση homohominilupusαπό την κωμωδία AsinariaτουΡωμαίουκωμικούΠλαύτου και πρόκειται γιαπαραφθοράτουστίχου495.
[32]Freud, S. (1975). Civilization and its Discontents. (The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Vol. 21, σσ. 59–148). London, UK: HogarthPress.
[33]Fromm, E. (1977). Η Ανατομία της Ανθρώπινης Καταστροφικότητας, Τόμος Α΄ (Μτφρ. Τ. Μαστοράκη, σ. 24). Αθήνα: Εκδόσεις Μπουκουμάνη.
[34]Fromm, E. (1977). Η Ανατομία της Ανθρώπινης Καταστροφικότητας (σ. 27). Αθήνα: Εκδόσεις Μπουκουμάνη.
[35]Fromm, E. (1977). Η Ανατομία της Ανθρώπινης Καταστροφικότητας (σ. 28). Αθήνα: ΕκδόσειςΜπουκουμάνη.