Scroll Top

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ: ” Ο Διερωτών των Αοράτων Οδών ” ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΨΥΧΟΓΥΙΟΠΟΥΛΟΥ – ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΡΓΥΡΟΥΛΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ

Μια κριτική προσέγγιση στο: «Ο Διερωτών των Αοράτων Οδών» της Παναγιώτας Ψυχογυιοπούλου

 

γράφει η Αργυρούλα Αλεξανδροπούλου

 

Το βιβλίο «Ο Διερωτών των Αοράτων Οδών» (2019) της Παναγιώτας Ψυχογυιοπούλου αποτελεί μια κριτική μελέτη έργων του Γιώργου Παναγιωτίδη στην οποία επιχειρείται η σύνδεση της ποιητικής συλλογής του «Δι’ οδών» (2002) με το μυθιστόρημά του «Ερώτων και αοράτων» (2007). Η ερευνήτρια επισημαίνει διεξοδικά σημαντικά στοιχεία που συνδέουν τα δύο έργα και τεκμηριώνουν το πέρασμα του ποιητή Γιώργου Παναγιωτίδη στην πεζογραφία, ενώ παράλληλα αναδεικνύει την ποιητικότητα του πεζογραφικού του έργου.

Ο τίτλος, ευρηματικός, κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς «παίζει» δημιουργικά με λέξεις τίτλων των έργων, που ενδελεχώς θα μελετήσει και θα ερευνήσει η συγγραφέας. Ο κριτικός της λόγος μεστός και εύστοχος με καλοδομημένο και περιεκτικό περιεχόμενο, καθώς και η πρωτοτυπία της γραφής κερδίζει τον αναγνώστη και του παρέχει τον δίαυλο/οδό προκειμένου να μετατραπεί από διερωτώντα και απορούντα σε ενεργητικό και κριτικά σκεπτόμενο αναγνώστη, που ανακαλύπτει τις «Αόρατες Οδούς».

Ο γνώστης των έργων του Γιώργου Παναγιωτίδη καταλαβαίνει αμέσως από το λογοπαίγνιο του τίτλου ότι το περιεχόμενο του προαναφερθέντος βιβλίου εστιάζει κυρίως στη μεμονωμένη ανά έργο μελέτη, αλλά και στον φωτισμό και αντιπαραβολή κοινών και διαφορετικών στοιχείων της φαινομενικά ανύπαρκτης αλλά ουσιαστικά αντιστικτικής σχέσης δύο διακεκριμένων του δημιουργιών. Η συγγραφέας προσεγγίζει την πολύπλευρη προσωπικότητά του και τη λογοτεχνική του προσφορά, με εξαιρετική ενάργεια και παραστατικότητα, αποκαλύπτοντας στο αναγνωστικό κοινό τις ποιητικές και λογοτεχνικές αναζητήσεις καθώς και τις ιδιαίτερες συγγραφικές ικανότητες του «γεννήτορά» τους.

Συγκεκριμένα, με το κριτικό της έργο, η Ψυχογυιοπούλου υλοποιεί ένα ταξίδι μελέτης στην ποιητική σύνθεση «Δι’ οδών» «που είναι ένα εκτενές ποίημα το οποίο φέρει τα χαρακτηριστικά της ποίησης και της πρόζας». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά αποτελείται από «είκοσι εννέα (29) άτιτλα, αφηγηματικά, τετράγωνα ποιήματα τα οποία συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και αποτελούν έναν κύκλο με εναργή φιλοσοφικό-υπαρξιακό προβληματισμό συνθέτουν την ποιητική συλλογή». Παράλληλα, φωτίζει το περιεχόμενο του τέταρτου κατά σειρά εκδοτική βιβλίου του«Ερώτων και αοράτων», που εκκινεί την πεζογραφική του παρουσία. Το εν λόγω μυθιστόρημα, το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» το 2008, αποτελεί «μια ιστορία δρόμου, μυητικού ταξιδιού και αναζήτησης η οποία ιχνηλατεί και αποτυπώνει τις διαδρομές του θανάτου και του έρωτα σε όλες του τις εκδοχές».

Η μέθοδος που ακολουθεί είναι ερμηνευτική-κειμενοκεντρική. Ως ερευνητικά εργαλεία χρησιμοποιεί λεξικά λογοτεχνικών όρων και λεξικά συμβόλων, δημοσιευμένα κριτικά κείμενα που αφορούν στα δυο έργα καθώς την αποκαλυπτική συνέντευξη με τον δημιουργό. Μέσω αυτής και με όχημα τις καλομελετημένες, ακριβόλογες, καλοδιατυπωμένες και τολμηρές πολλές φορές, ομολογουμένως, ερωτήσεις της, ο Γιώργος Παναγιωτίδης αποκαλύπτει στον αναγνώστη τον σκεπτόμενο δημιουργό που με την ποίηση «προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τα ερωτήματα της ανθρώπινης σκέψης» και «με τον μυθιστορηματικό, πεζογραφικό, μαγικό του ρεαλισμό» να απαντήσει στα μεταφυσικά ερωτήματα που μας ταλανίζουν. Επιχειρείται η υφολογική ανάλυση των κειμένων, ώστε να αναδειχθεί η με βιβλικές επιρροές γλωσσική επιλογή του δημιουργού, ο οποίος επιτυχώς τη μεταλαμπαδεύει στον σύγχρονο αναγνώστη. Γίνεται μνεία στις αφηγηματικές τεχνικές της αναπαράστασης του ταξιδιού ως κεντρικό θέμα στα δύο έργα, όπου οι ορατοί και οι αόρατοι ήρωες κινούνται στον χωροχρόνο, μεταφέροντας κλασικούς συμβολισμούς (λογοτεχνικούς, φιλοσοφικούς, θρησκευτικούς). Παράλληλα, επισημαίνονται τα κυρίαρχα μοτίβα, αναλύονται τα όρια της αναγνωστικής πρόσληψης των δυο έργων και αποκαλύπτεται ο ποιητικός και αφηγηματικός λόγος του Γιώργου Παναγιωτίδη και οι αισθητικές και μορφικές αναζητήσεις του.

Η συνανάγνωση-αντίστιξη των δύο αυτών έργων, ο αποσυμβολισμός τους καθώς και η ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση υλοποιείται από την ερευνήτρια με απαράμιλλη ακρίβεια και με γνώμονα τη διεύρυνση της αναγνωστικής πρόσληψης και την ανακάλυψη των άρρητων στοιχείων που συνδέουν τα δυο έργα, αλλά παράλληλα με περίσσια τρυφερότητα και σεβασμό στον δημιουργό τους. Το πυκνογραμμένο και συνάμα περιεκτικό βιβλίο εκτείνεται σε έξι κεφάλαια, εξαιρουμένου του προλόγου και του παραρτήματος, που εμπεριέχει εκτός της περιεκτικής βιβλιογραφίας και τη συνέντευξη με τον δημιουργό.

Η δομή των έξι εμπεριεχομένων κεφαλαίων του βιβλίου της Ψυχογυιοπούλου είναι άρτια και διακρίνεται από μεθοδικό σχεδιασμό, νοηματική αλληλουχία και προσπάθεια όχι μόνο να παρουσιαστεί το περιεχόμενο αλλά και να αποσαφηνιστούν τα πολύπλοκα και πολυσήμαντα νοήματα, που διατρέχουν τόσο την ποιητική όσο και τη μυθιστορηματική δημιουργία και τα οποία «δίνουν στον μελετητή πλήθος ερμηνευτικών δυνατοτήτων και δημιουργούν νέες αναγνωστικές διαδρομές χωρίς τέλος». Ο τρόπος παρουσίασης καταδεικνύει ότι τα υπό μελέτη βιβλία έχουν αντιμετωπιστεί ως μια πνευματική πρόκληση, και αποκαλύπτει ότι η γράφουσα βρίσκεται σε δημιουργική συνομιλία με τον Γιώργο Παναγιωτίδη και τους ήρωές του, έχοντας καταφέρει «να εισχωρήσει στο μαγικό σύμπαν της καλής λογοτεχνίας». Γνώστης της ιστορίας της λογοτεχνίας η ερευνήτρια ανακαλύπτει λογοτεχνικά ανάλογα στα ομηρικά έπη, στην ορφική θεογονία, στην αρχαιοελληνική τραγωδία, στο δημοτικό τραγούδι, στον μύθο, στον βιβλικό λόγο και στις παραβολές. Οι ερμηνείες της είναι ανεξάντλητες και σ’ αυτό συντελεί, εκτός της θεωρητικής λογοτεχνικής της κατάρτισης, «η αλληγορία των προσεγγιζομένων κειμένων, η μυστικιστική και μελαγχολική ατμόσφαιρα του συγγραφικού ταξιδιού, η ποιητικότητα του κειμένου και η ποικιλία των εκφραστικών μέσων». Οι βιβλιογραφικές παραπομπές εύστοχα σταχυολογημένες και καίρια τοποθετημένες στα ανάλογα σημεία του κειμένου, τεκμηριώνουν με τις αναγωγές τους τα γραφόμενα. Τα παρατιθέμενα ποιητικά και πεζολογικά σπαράγματα από τα υπό εξέταση έργα, εξαιτίας της καίριας τους επιλογής, «ηλεκτρίζουν τη φαντασία» και οδηγούν τον αναγνώστη, ακόμα κι αν δεν έτυχε να συναντήσει στον αναγνωστικό του δρόμο τον Γ. Παναγιωτίδη να αναζητήσει αναγνωστικά το «Ο Διερωτών των Αοράτων Οδών». Αλλά και στηνπερίπτωση που είναι γνώστης και μελετητής του συγκεκριμένου συγγραφέα, η παρουσιαζόμενη ανάλυση τον μυεί στα πυκνά του νοήματα και λειτουργεί επικουρικά για τη δημιουργική ανάγνωση του έργου του.

Αν και σύμφωνα με τη διευκρίνιση της συγγραφέως έχουμε μια κριτική προσέγγιση ενός καταξιωμένου δημιουργού, το βιβλίο της δεν στερείται λογοτεχνικής αξίας. Ο λόγος μακροπερίοδος και αβίαστος, η γλώσσα ποιητική, καλοδουλεμένη, εύηχη και ευαίσθητη «μιλάει στην ψυχή του αναγνώστη», έκδηλο το συναίσθημα, πυκνά και καλοδιατυπωμένα τα νοήματα. Δεν υπάρχουν περιθώρια για παρανοήσεις σχετικά με τον τρόπο που η Ψυχογυιοπούλου προσεγγίζει και αναλύει το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Γιώργου Παναγιωτίδη.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ένα απόσπασμα από το 3ο κεφ, του βιβλίου που καταδεικνύει τη λογοτεχνικότητα του βιβλίου: Στην αριστερή πλευρά του εξωφύλλου δεσπόζει η φιγούρα του Ιωάννη, ευθυτενής και εξωτική. Τα πόδια του είναι ανοιχτά και ριζωμένα στη γη. Άνθρωπος-δέντρο θωρεί κατάματα το ολόφωτο κίτρινο που λειτουργεί οπτικά ως φωτοστέφανο, μα ουσιαστικά έχει διττό συμβολισμό, φέροντας το χρώμα του ζωογόνου ήλιου. Τα δύο του χέρια κρατούν πίσω μια φωτεινή σφαίρα, η οποία μοιάζει με ουράνιο σώμα «σύμβολο ολότητας που εκφράζει αλληγορία του κόσμου» (Cirlot, 1995) και παράλληλα περικλείει τις κρυφές προθέσεις του ήρωα, καθώς την κρατά κρυμμένη πίσω από την πλάτη. Φύλλα, σκιές και περιπεπλεγμένα κλαδιά σ’ όλο το κορμί του σηματοδοτούν με την εικόνα το διαρκές πέρασμα του Ιωάννη από τη ζωή στον θάνατο και το αντίστροφο.

Πραγματικά το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιγραμματικά και παραφράζοντας μια από τις απαντήσεις του Παναγιωτίδη, σε σχετική ερώτηση της Ψυχογιοπούλου, ένα καλό και αξιανάγνωστο βιβλίο. Κι αυτό «γιατί απορρίπτει τα εύκολα, αβασάνιστα μονοδιάστατα και πρόχειρα κείμενα που βασίζονται σε στερεότυπα και κραυγάζουν ότι είναι εφήμερα».

* Η Αργυρούλα Αλεξανδροπούλου είναι Διευθύντρια του Γενικού Λυκείου Ρίου Αχαΐας, απόφοιτος του Ιστορικού –Αρχαιολογικού Τμήματος ΕΚΠΑ, Διδάκτορας Ιστορίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου και κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Ειδίκευσης στις «Επιστήμες της Αγωγής» κατεύθυνση: Εκπαιδευτική Ηγεσία και Πολιτική, από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι οργανωτική γραμματέας του Συνδέσμου Φιλολόγων Πατρών, συν-συγγραφέας του 18ου τόμου της πρόσφατης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (εκδόσεις Λυμπέρη) και έχει δημοσιεύσει πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες σε πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων και σε επιστημονικά περιοδικά. Έχει επίσης πραγματοποιήσει αρκετές βιβλιοπαρουσιάσεις/ βιβλιοκριτικές και έχει συμμετάσχει σε ραδιοφωνικές εκπομπές λογοτεχνικού περιεχομένου.