Scroll Top

Αφροδίτη Κοΐδου “…κι έναν καιρό” | Γράφει ο Μάκης Καραγιάννης

Αφροδίτη Κοΐδου: «…κι έναν καιρό», Εκδόσεις Παρέμβαση, 2024, σ. 85

Γράφει ο Μάκης Καραγιάννης

Κοινωνικό βλέμμα και υπαρξιακή αγωνία

Η ώριμη ποίηση της Αφροδίτης Κοΐδου

Η ανά χείρας τρίτη ποιητική συλλογή της Αφροδίτης Κοΐδου, περιέχει πενήντα εννέα ποιήματα γραμμένα στο μεγάλο χρονικό διάστημα από 2006 έως σήμερα και περιλαμβάνει τέσσερις ενότητες. Παρατηρώ πως η γραφή της κρατά τα βασικά της γνωρίσματα, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να εξελίσσεται, να ωριμάζει και να δοκιμάζει καινούρια μοτίβα και στυλ.
Η πρώτη ενότητα επιγράφεται «στον κόσμο» και φαίνεται να αποτελεί συμπλήρωμα του τίτλου ολόκληρης της συλλογής «κι έναν καιρό» -αλλά και του «μια φορά» που υπονοείται- και παραπέμπει στο εναρκτήριο μοτίβο των παραμυθιών. Όλο μαζί μας προϊδεάζει για κάτι που υπήρξε και χάθηκε. Το εναρκτήριο ποίημα με τον τίτλο «Ύβρις» ορίζει τις συντεταγμένες που τοπίου. «Και εσκύλευσαν τον Λόγον Σου ίνα Θεοί έσονται». Με ύφος επίσημο και βιβλικό, περιγράφει την έκπτωση του ανθρώπου, την αλλαγή των καιρών, την υπέρβαση του μέτρου και την ύβρη. Η αλλαγή και η μετάλλαξη είναι οι κεντρικές έννοιες της ενότητας με τις οποίες χτίζεται οι αφήγηση. Ο ύπουλος εχθρός είναι αδιόρατος. Κρύβεται πίσω από προσχήματα και δικαιολογίες. Παραλύει τις αντιστάσεις για να βρεθούμε ξαφνικά αιχμάλωτοι, διαπιστώνουμε απλώς την οξείδωση μέσα στα ρεύματα των χαλεπών καιρών, βρισκόμαστε μπροστά σε τείχη που χτίστηκαν ανεπαισθήτως υπηρετώντας «αλλότριους νόμους», θεατές ενός αθέατου παρόντος, μα προπαντός εγκλωβισμένοι στην απέναντι όχθη και τις γέφυρες πεσμένες. Κάποτε ο εχθρός αποκτά όνομα. Ο ορθολογισμός, οι θεομπαίχτες ουρανού, η τετράγωνη λογική και η ψευδαίσθηση της ελευθερίας που σου εκχωρεί ως αντίτιμο, ο (Υ)ιός της απωλείας. Εκείνο, ωστόσο, που παραμένει αθέατο, κάτω από τη φρενίτιδα της εικόνας και την αλαζονεία της τεχνολογίας στα πλήθη τον κοινωνικών δικτύων πού βόσκουν σε αυτόν τον καινούριο κόσμο, είναι η έσω έρημος, η Σαχάρα των ψυχών.
Η ερημοποίηση, ωστόσο, δεν είναι μόνον μεταφορική. Η ποίηση της Αφροδίτης Κοΐδου καταγράφει, ως σύμπτωμα της ύβρεως την έκπτωση του φυσικού κόσμου. Τα ακραία φυσικά φαινόμενα, η κλιματική αλλαγή έχουν την ίδια καταγωγή με την ερημοποίηση των ψυχών, την υπεροψία των ανθρώπων, «ίνα Θεοί έσονται», όπως ορίζεται στον πρώτο στίχο του βιβλίου. Η ύβρις έλκει την καταγωγή της από την καρτεσιανή λογική που ανακήρυξε τον άνθρωπο «αφέντη και κυρίαρχο της φύσης», για να μετατραπεί και ο ίδιος άθυρμα δυνάμεων που τον ξεπερνούν και να βόσκει ανέμελα στα λιβάδια στη «λήθης του Είναι». Μια πλούσια εικονοποιία ανατρέχει στο 2006 και καταγράφει τα ανήμπορα σπουργίτια, τον γερο-φοίνικα και τα καραβέλια μαζί με την έπαρση των ιθυνόντων στον βαρύ χειμώνα. Η κλιματική αλλαγή αγγίζει τον πανάρχαιο τρόμο, το δέος του ανθρώπου μπροστά στις αδυσώπητες δυνάμεις της φύσης, όταν στέκεται πια ανυπεράσπιστος. Μέσα στο παγωμένο τοπίο, όμως, το ενδιαφέρον των στίχων εστιάζεται, κυρίως, στους άστεγους, του σεισμόπληκτους, τους κοκαλωμένους σκινίτες που είναι στο έλεος των ακραίων φυσικών φαινομένων και που η αλαζονεία της προόδου και ενός εύπλαστου ανθρωπισμού αφήνει έντεχνα εκτός πεδίου, όσους ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν στους «Ρευστούς καιρούς» ονομάζει περιττούς.
Κι εδώ αναδεικνύεται η λειτουργία του βλέμματος της ποιήτριας. «Φαίνεται ότι η επιστημονική της ειδίκευση αφήνει έντονα τα ίχνη πάνω στο ποιητικό της σώμα», έγραφα σε ένα προηγούμενο σημείωμα. Η θέα, τα μάτια, το φως είναι σήματα που επανέρχονται συχνά δίνοντας μια προνομιακή θέση στη λειτουργία της όρασης. Θα έλεγα ότι το βλέμμα είναι βασικό στοιχείο της αφήγησης. Το βλέμμα της ποίησης έρχεται να αναπληρώσει το «αδηφάγο γλαύκωμα», για να χρησιμοποιήσω τις λέξεις της, που περιορίζει το πεδίο της όρασης του ανθρώπινου υποκειμένου, το «θολό του βλέμμα», -έκφραση που επαναλαμβάνεται τρεις φορές στο ποίημα της σελίδας 18 «στη μάνα των καταυλισμών»- που το τυφλώνει. Το βαθύ βλέμμα της Κοΐδου διαπερνά τις επιφάνειες, αναζητά πάντα τη φόδρα των πραγμάτων, κάτω από τα φώτα της πόλης και τις γιορτινές στέγες, το glamour της εφήμερης ζωής. Όσα η καθημερινότητα και ο τεχνολογικός πολιτισμός σπρώχνει κάτω από το χαλί. Τις ενοχλητικές ειδήσεις, τα μικρά ιδιωτικά δράματα που σκεπάζουν οι διαφημιστικές αφίσες, γιατί αμαυρώνουν ένα illustration τώρα με τους φωτεινούς ιριδισμούς της αυταπάτης της μεταμοντέρνας εποχής, που αξιώνει να ζει μόνο στο παρόν, χωρίς ιστορία και χωρίς μέλλον. Με αυτό το βλέμμα ο πεζογράφος ή η ποιήτρια, όπως κάνει εν προκειμένω η Κοΐδου, όταν γράφει διακρίνει αίφνης μια αλήθεια, που η τυφλή γλώσσα της καθημερινότητας κρύβει ανάμεσα σε ασήμαντες λεπτομέρειες. Βρίσκει το μονοπάτι που οδηγεί σε μια αθέατη μέχρι τότε πλευρά της ζωής για τον εαυτό της και τον άνθρωπο. Σε ένα άλλο όραμα του κόσμου.
Το 2017 προσπαθώντας χαρτογραφήσω και να περιγράψω την ποίηση της γενιάς του 2000 είχα αναδείξει την επανάκαμψη του κοινωνικού βλέμματος ως κυρίαρχο στοιχείο της. Τη μετάβαση από τη γενιά του ιδιωτικού οράματος των προηγούμενων, σε μια πιο κοινωνική ποίηση. Αυτό το κοινωνικό βλέμμα διαπιστώνω και στην τελευταία συλλογή της Κοΐδου με οικολογικές ανησυχίες, αλλά προπάντων να γίνεται η ποίησή της ένας ευαίσθητος παλμογράφος στον πόνο του Άλλου, με άλφα κεφαλαίο, του μετανάστη, του πρόσφυγα, του ξένου. Η πλευρά αυτή καταγράφεται ιδιαίτερα στο ποίημα με την εμβληματική μορφή της «Μάνας των καταυλισμών» με τα «καράβια της συμφοράς» που αφήνουν πίσω τους «καπνίζοντα ερείπια». Οι στίχοι, όμως, την προσεγγίζουν sotto-voce, με έναν χαμηλόφωνο τόνο, σαν «ακοίμητη προσευχή». Αλλά, αν το κοινωνικό βλέμμα είναι το στοιχείο που την ενώνει με τη θεματολογία της γενιάς του 2000, η υπαρξιακή ποίηση των επόμενων ενοτήτων είναι αυτή που τη διαχωρίζει. Το βιωματικό βάρος που κουβαλάει φαίνεται από τη θητεία της σε αναγνώσεις μιας άλλης εποχής με τις οποίες να συνομιλεί, όπως ορίζονται από τα motti που παραθέτει: Μίλτος Σαχτούρης, Εουτζένιο Μοντάλε, Ψαλμοί του Δαβίδ, Κική Δημουλά, Γιώργος Σεφέρης.
Η ενότητα «Στον κήπο του Ιπποκράτη», θα έλεγα πως είναι μία μελέτη θανάτου στο επαγγελματικό τραπέζι. Ο θάνατος κάνει την εμφάνιση του από το πρώτο ποίημα και φτερουγίζει ανάμεσα στις γραμμές. Μαρμαρώνει τη στιγμή και στέκεται ως η μοναδική αλήθεια, σαν ισοηλεκτρική γραμμή που κόβει σαν μήλο τον καιρό στα δυο. Γενικά, όλη η ενότητα στίζεται με το λεξιλόγιο του πόνου και το χρώμα του θανάτου: «ο πόνος που τρυπάει το κόκκαλο», αντίβαρο της περηφάνιας για να γυρίζεις πάλι στα ανθρώπινα μέτρα, ο φόβος «που ελλοχεύει στις γωνιές της νύχτας», το πρόσωπο του θανάτου πάνω στη μικρή Αιμιλία ή στη στιγμή της εξόδου με το «πικρό χαμόγελο» και τα «μισάνοιχτα μάτια», όταν ο ασθενής «σε πιάνει από τη μπλούζα», το «έκτακτο χειρουργείο» όταν ο τρόμος κονιορτοποιεί όλες τις άμυνες και βρίσκει «τους πύργους ελέγχους» αδειανούς και είσαι μόνος με το γυάλινο φως από πάνω και η ζωή είναι πια ένα υψωμένο νόμισμα στον αέρα που στριφογυρίζει: «κορώνα ή γράμματα». Ο θάνατος κλείνει πανηγυρικά και την τρίτη ενότητα με τη συλλογή «Ορυχείο» με ένα πολύ ωραίο ποίημα. Ο Μέγας καλλιτέχνης, όταν κανείς δεν το περιμένει, θα παίξει άξαφνα μπρος στα έκθαμβα μάτια μεγαλειώδες φινάλε.
Στην τέταρτη ενότητα, με τίτλο «Δένδρο Αναθημάτων Ευκτήριον», παρατηρούμε μια αλλαγή κλίματος. Τα τοπία του έξω κόσμου, η θάλασσα, τα δέντρα, το φεγγάρι, μαζί με τους μύθους και τις φωνές του, μπαίνουν σε πρώτο πλάνο. Ωστόσο, κι αυτά τα τοπία θα περάσουν μέσα από το βιωματικό φίλτρο που τα χρωματίζει με τη νοσταλγία, την ηχώ της μοναξιάς, τις σάλπιγγες της λύπης.
Ο χρόνος που φεύγει, με τις μετωνυμίες και τις συνεκδοχές του, είναι από τις βασικές θεματικές της τέταρτης ενότητας. Ανεβαίνει μάλιστα και στους τίτλους των ποιημάτων. «Ημερών συνέχεια», « Όταν μαζεύτηκε ο καιρός», ή εκείνο το «Πέραν της προθεσμίας» στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής. Ο χρόνος – κρόνος που υφαίνει τις ώρες, οι κριτές που σε καταδικάζουν, η «νύχτα» που έρχεται, ο αναστοχασμός για ζωή που μαζεύεται, η επίκληση των ημερών που έφυγαν σαν τρομαγμένα πουλιά, διευρύνουν, επίσης, το υπαρξιακό κλίμα των προηγούμενων ενοτήτων.
Παρακολουθώντας την ποίηση της Κοΐδου από συλλογή σε συλλογή παρατηρώ πως είναι κυρίως μια ποίηση αφηγηματική και εξομολογητική και όπως και στις προηγούμενες βλέπουμε τις εναλλαγές του προσώπου στην εκφορά του λόγου που μετέρχεται. Κυρίαρχη είναι η χρήση του β΄ ενικού, χωρίς να γνωρίζουμε πάντα αν απευθύνεται σε κάποιον τρίτο ή ένας τρόπος να απευθύνεται εις εαυτόν. Πολλές φορές, και ιδιαίτερα όταν θέλει να εκφράσει τα εσώτερα τοπία, το ποιητικό υποκείμενο αποβάλει τα προσωπεία του δεύτερου προσώπου, γίνεται αυτοαναφορικό και παραδίδεται γυμνό στον αναγνώστη: «Κόκκο τον κόκκο ξεφλουδίζοντας, έμεινε η ψυχή μου».
Η ποίηση της Κοΐδου δημιουργεί ένα δικό της σύμπαν, όπου ο πόνος του Άλλου, η συνομιλία με τη φθορά του χρόνου και η υπαρξιακή αγωνία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του. Αγωνίζεται να διαπεράσει την κρούστα του μηχανιστικού ορθολογισμού, να επισημάνει την ευθραυστότητα και την πολυτιμότητα της ύπαρξης μπροστά στο θηρίο του αδηφάγου χρόνου. Να κατακτήσει την ένδον όραση και να μετατρέψει τις ματαιώσεις, τις απώλειες και τα χαμένα όνειρα σε ξανακερδισμένο, μέσα από την ποίηση, χρόνο.

Βιογραφικό Αφροδίτη Κοΐδου

Βιογραφικό Μάκης Καραγιάννης