Scroll Top

Bildungsroman (ή η ενηλικίωση μιας γενιάς) του Άκη Παπαντώνη – Παρουσίαση από την Αγγελική Πεχλιβάνη

Ο Άκης Παπαντώνης (γεννηθείς το 1978) είναι, κατά κανόνα, γνωστός ως πεζογράφος. Έχει στο ενεργητικό του τη βραβευμένη νουβέλα Καρυότυπος (Κίχλη, 2014) και το μυθιστόρημα Ρηχό νερό,σκιές (Κίχλη, 2019). Είναι και μεταφραστής. Έχει μεταφράσει πεζά του Βούλγαρου Πέτκοφ από τα αγγλικά και μια ανθολογία (δικής του επιλογής) ποιημάτων του Κάρβερ. Εσχάτως, με τη συλλογή Bildungsroman (Κίχλη, 2021), μας συστήνεται και ως ποιητής. Θα είμαι ειλικρινήςˑ το μυθιστόρημά του Ρηχό νερό, σκιές, που έχω διαβάσει, δεν μου άρεσε (το βρήκα τεχνητό, μη αληθοφανές, γλωσσικά “εκβιαστικό” και ασύμβατο με τους χαρακτήρες). Ευτυχώς, όμως,–και καθώς είχε προηγηθεί η ώσμωσή μου με το βιβλίο του Κάρβερ Εκεί που είχαν ζήσει (Κίχλη, 2020) στο οποίο ο Άκης Παπαντώνης ως ανθολόγος και μεταφραστής είναι εξαιρετικός–η απαρέσκειά μου αυτή δεν με απέτρεψε από το να διαβάσω την πρώτη του ποιητική συλλογήΚαι λέω ευτυχώς γιατί το Bildungsroman είναι ένα ωραίο βιβλίο.
Ας ξεκινήσουμε, όμως, από τον τίτλο. Ο γερμανικός όρος Bildungsroman σημαίνει το μυθιστόρημα της ενηλικίωσης, της διάπλασηςˑ σε αυτό αποτυπώνεται η πορεία ενός παιδιού ή ενός εφήβου προς την ωριμότητα, η διαμόρφωση του χαρακτήρα του και η σταδιακή κατάκτηση της ταυτότητάς του. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι υπάρχουν εκατοντάδες μυθιστορήματα “ενηλικίωσης” με εμβληματικότερα την Αισθηματική αγωγή  του Φλωμπέρ  (1869), το Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία του Τζέημς Τζόυς (1916) και τον Φύλακα στη σίκαλη του Σάλιντζερ (1951). Ανάλογα έργα βρίσκουμε και στην ελληνική λογοτεχνία, κυρίως από πεζογράφους της γενιάς του ’30ˑ τον Λεωνή του Θεοτοκά (1940), την Ερόικα του Κοσμά Πολίτη (1938), μα και την Αρχαία Σκουριά της Μάρως Δούκα (1978). Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο Bildungsroman είναι ένα είδος ημερολογιακών εγγραφών, και άρα αυτοβιογραφικών στοιχείων, με αυστηρά χρονολογική σειρά. Ποιήματα μεικτά, στα όρια της αφηγηματικής ποίησης και της συγκρατημένα τρυφερής πρόζας, με αρχή, δέση, κλιμάκωση, κορύφωση και σπανιότερα λύση (λύτρωση). Δεν είναι τυχαίο που παραπέμπουν σε υβριδική μορφή, δεδομένου ότι και η πορεία προς την ενηλικίωση, κάθε ενηλικίωση, δεν είναι αμιγήςˑ είναι περίοδος με δύσκολες εμπειρίες, με παλινδρομήσεις, αντιφάσεις, ρεαλιστική και ιδεαλιστική οπτική, φυγόκεντρες και κεντρομόλους δυνάμεις, που συγκρούονται διαλεκτικά και δομούν χαρακτήρα και προσωπικότητα. Ο Άκης Παπαντώνης, σε 34 ποιητικές μικροϊστορίες αποτυπώνει περιστατικά του βίου του που σε άρρηκτη σχέση με τους ανθρώπους που τον όρισαν (κυρίως τους ανιόντες), δημιουργούν μια τοιχογραφία στην οποία αναπαρίσταται πότε υποφωτισμένο και πότε λουσμένο με φως το παρελθόν. Έτσι έχουμε τη γέννησή του, τη σχέση του με την αδερφή του, το διαζύγιο των γονιών, τη σχέση με τον πατέρα και τη μητέρα, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, τις σπουδές, τον έρωτα, τον πρόωρο θάνατο της μητέρας και τον επώδυνο του πατέρα, τη ζωή στο εξωτερικό, τη συγγραφική αφύπνιση, τον γάμο, την πατρότητα. Από όλα τα περιστατικά του βίου του, θεωρώ πως η σχέση με τον “απόντα” πατέρα του έχει το μεγαλύτερο “ενεργειακό βάθος”.

κυριακὲς μετὰ τὸ σάββατο, 1991

μπάλα στὸν ἅγιο κοσμὰ
χάμπουργκερ στὴ γλυφάδα
–ἂν ἔβρεχε, νοικιάζαμε ταινία ἀπὸ τὸ βιντεοκλάμπ–

[…] ἐπιστρέφαμε προτοῦ νυχτώσει
κάπνιζε ἡ μάνα στὸ μπαλκόνι
κόρναρες κοφτὰ ἐσύ, χαιρετοῦσες
–τὸ τσιγάρο ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρο–
[…] τὶς πρῶτες μόνο φορὲς ἐπιχείρησες
νὰ μὲ φιλήσεις στὸ κεφάλι […]

καὶ στὴν πλατεία φωνὲς
παιδιῶν ποὺ τοὺς μάθαινε
ποδήλατο ὁ μπαμπὰς

και

λούμπιτελ, 1988

σὲ μιὰ φωτογραφία
εἴμαστε στὶς μυκῆνες
κάτω ἀπὸ τὰ δυὸ λιοντάρια

[…] τὸ οἰκογενειακό μας ἄλμπουμ
δερματόδετο, πλάι στὰ πορσελάνινα πιτσούνια τῆς βιτρίνας
ἕνα ἀτελεύτητο παιχνίδι
κρυφτὸ
στὸ ὁποῖο οὔτε ἐγὼ
οὔτε ἡ μικρὴ
οὔτε ἡ μαμὰ
οὔτε ὁ ἀκριβοδίκαιος φακὸς τῆς μηχανῆς
θὰ καταφέρουμε ποτὲ νὰ σὲ βροῦμε

   Ο Α. Παπαντώνης στο Bildungsroman εμμένει στο παρελθόν, χωρίς όμως να καθηλώνεται σ’ αυτό. Το παρελθόν εκτυλίσσεται με ευθύγραμμη αλληλοδιαδοχή γεγονότων και ορθολογικά σαν ιστορίαˑ αυτό, όμως είναι η επιφάνεια. Στο βάθος υφέρπει η συναισθηματική ένταση και η δραματική εξομολόγηση. Σαφώς και δεν έχουμε εξομολογητική ποίηση υψηλής θερμοκρασίας και κατακόρυφου λυρισμού. Η συγκίνηση προκύπτει από τον συντονισμό του αφηγημένου καθημερινού περιστατικού με τη ήπια– σχεδόν αβρή– μελαγχολία του ποιητή. Το παρελθόν στην ποίησή του δεν είναι μια απλή διάσταση του χρόνουˑ είναι ο ίδιος ο χρόνος τρισδιάστατος. Ο χρόνος με τις πιο ισχυρές ορίζουσες. Στοιχειώνεται από μνήμες-φαντάσματα που επαιτούν και απαιτούν. Βασικό όχημα της μνήμης είναι η φωτογραφία (γεγονός που επισημάνθηκε και από τον κριτικό Αργύρη Δούρβα). Η φωτογραφία είναι η αποτύπωση μιας απουσίαςˑ παγώνει τον παρελθόντα χρόνο και καταψύχει ό,τι στο παρόν απουσιάζει –κάτι σαν κρυογονική. Όμως ο Άκης Παπαντώνης (που είναι και ερασιτέχνης φωτογράφος) ανασύρει από τις φωτογραφίες περιστατικά και αισθήσεις, τα ζεσταίνει με την ποιητική του γλώσσα, αυτά εξαχνώνονται και εισβάλλουν από παντού. Το παρελθόν στο Bildungsroman μπαίνει από παντού, σαν ομίχλη.

άχραντο μυστήριο

επέμενες μια φορά
μόνο φοριέται το νυφικό και κάθε
άνοιξη το κατέβαζες από το πατάρι
[…] τις απόκριες του ’99
—ή μήπως ήταν του ’00;—
ο πρωτότοκός σου
το κατέβασε, το ξετύλιξε
έβαψε κόκκινα τα χείλη του
το φόρεσε χωρίς να σε ρωτήσει
και το λέρωσε με φτηνή μαυροδάφνηˑ
από το οστεοφυλάκιο σου
—δραπετσώνα 1957 – γαλάτσι 2019
με μπρούτζινα γράμματα—
κάθε φορά γελάς, μάνα
όταν σου φέρνω να δεις
εκείνες τις φωτογραφίες

Επιπλέον γίνεται απόπειρα το παρελθόν να εγγραφεί όχι μόνο ως ο απωλεσθείς ιδιωτικός χρόνος αλλά και ως συλλογική μνήμη. Με έναν αφαιρετικό ποιητικό ρεαλισμό, ο ποιητής ιστορεί εκτός από προσωπικές ιστορίες και μικρο-ιστορίες τής Ιστορίας. Γεγονότα όπως ο σεισμός του΄99, οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004, ο φοβερός Δεκέμβριος του 2008, σημείο αφετηριακόγια τους μελλοντικούς ιστορικούς, βρίσκουν τη θέση τους στο Bildungsroman. Κυρίως, όμως, ο Άκης Παπαντώνης καταφέρνει να καθολικοποιήσει πολλά από τα προσωπικά, αυτοβιογραφικά στοιχεία του, και σε μια προοπτική χρόνου να τα αντικειμενικοποιήσει. Δεν μιλάει μόνο για τον εαυτό του αλλά για μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά του 2000 (millennians), που φέρει έκτυπα στο σώμα της, ό, τι και ο ίδιος: την –και νομική– διάλυση της οικογένειας, τον απόηχο της πλασματικής ευημερίας, τις στέρεες σπουδές, τη γλωσσομάθεια, την υψηλή τεχνογνωσία αλλά και την οικονομική κρίση, τις διαψεύσεις, τον εκπατρισμό για βιοποριστικούς λόγουςˑ κυρίως, τη βεβαιότητα πως αυτή η γενιά θα είναι η πρώτη των τελευταίων 200 χρόνων της μεταβιομηχανικής εποχής, που το βιοτικό της επίπεδο και προφανώς η ποιότητα ζωής της θα είναι κατώτερα της αμέσως προηγούμενης.

Διαμέρισμα 21/2 δωματίων ΙΙΙ, 2012
μερικές φορές η νύχτα
έρχεται σαν ισόβια κάθειρξη
ξυπνάμε πάντως το επόμενο πρωί
ολοζώντανοι ακόμα, ανακουφισμένοι που τα πάντα
είναι ακόμα εκεί
σου δείχνω κάτι στο youtube:
ένα παγόνι τινάζει το νερό
της βροχής απ΄την ουρά του
καθαρίζεις εναν λεκέ
στη μπλουζα σου με μωρομάντηλοˑ
όσο ψάχνω για τη θήκη των γυαλιών μου
λες πως οι φίλοι μας είναι ήδη
τρία χρόνια μακριάˑ

Στο Bildungsroman οι οφειλές του Παπαντώνη στον Κάρβερ είναι πρόδηλες. Η αφηγηματικότητα, η διαγραφή τρυφερών αλλά και σκοτεινών, ή έστω φωτοσκιασμένων, χαρακτήρων, η σκηνοθετική και σκηνογραφική οπτική, ο ρεαλισμός, η απουσία γλωσσικής εκζήτησης, τα αυτοβιογραφικά στοιχεία συχνά επενδυμένα με λεπτό χιούμορ(ακόμα και η σχέση πατέρα-γιου στον Κάρβερ είναι κομβικής σημασίας), και βέβαια η εικονοποιητική δύναμη που βασίζεται όχι σε ποιητικά εκφραστικά μέσα αλλά σε μια πεζολογική αναπαράσταση της καθημερινότητας, είναι στοιχεία που απαντώνται και στους δύο ποιητές. Βέβαια οι σκληρές εμπειρίες του βίου του Κάρβερ είναι “μηχανή καύσης” ισχυρότερη από το επιστημονικό εργαστήριο του Παπαντώνη.Ο συχνά “βρώμικος” ρεαλισμός του Κάρβερ δρα συναισθηματικώς ευθύβολα και αποκαλυπτικάˑ σχεδόν αποδομιστικά. Αλλά και η συλλογή Bildungsroman με τον άμεσο και οριακά υπαινικτικό της λόγο είναι σαν ένα σπίτι με ανοιχτά πορτοπαράθυρα που ε κ τ ί θ ε τ α ιˑ στον ήλιο και στον καθαρό αέρα. Στις υγρές νύχτες της μνήμης. Και ενώ φαίνεται απροστάτευτη και ευάλωτη, είναι καλά προστατευμένη γιατί “ενδύεται” με λέξεις αντοχής και γνήσιο αίσθημα που παράγουν ποιητική συγκίνηση.