Η νέα ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Βουτσινά, που συστήνεται με τον οξύμωρο τίτλο, Χρονικό μιας αστραπής, διαμορφώνει και προσανατολίζει τις προσδοκίες του αναγνώστη προς την κατεύθυνση της διερεύνησης του ζητήματος του χρόνου και μάλιστα σε στενή συνάφεια και σχέση με την ποιητική δημιουργία στην οποία αναγνωρίζει τη χροιά και τον χαρακτήρα μιας έκλαμψης που έχει, βέβαια, προετοιμαστεί μέσα από μια μακρά πορεία της ποιητικής συνείδησης προς τη σύλληψη, τη μορφοποίηση και την απόδοση ενός εσωτερικού φορτίου αποτελούμενου από στιγμές, βιώματα, αισθήματα και σκέψεις. Όλα τα παραπάνω συνυπάρχουν αρμονικά στο βιβλίο αυτό διαμορφώνοντας ένα ψηφιδωτό μέσα στο οποίο προεξάρχει η εμπειρία, είτε πρόκειται για εμπειρία πραγματική, είτε για εμπειρία ψυχοδιανοητική. Πράγματι, πολλά από τα ποιήματα του Βουτσινά προσιδιάζουν σε στιγμιότυπα που μοιάζουν να πλάθονται τη στιγμή ακριβώς που γεννιέται το ποίημα, έτσι που κανείς αγνοεί αν πρόκειται αναπαραγωγή στιγμών του παρελθόντος ή για προβολή τους στο μέλλον ή, ακόμα περισσότερο, για μια ευθύς εξ αρχής δημιουργία τους που αρχίζει και τελειώνει μέσα στο ποίημα. Η τελευταία αυτή υπόθεση συνεπικουρείται σε μεγάλο βαθμό από τη μορφή των ποιημάτων, πολύστιχων κατά βάση, αλλά αποτελούμενων από ολιγοσύλλαβους στίχους, έτσι που να δημιουργείται η εντύπωση ότι κάθε στίχος αποτελεί και ένα μικρό κομμάτι, μια μονάχα πινελιά, μια κίνηση ή μια στιγμή μέσα στο ευρύτερο σύνολο, το στιχούργημα, που έρχεται για να διασώσει όχι τόσο αυτό που έγινε, όσο αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει: Προσπαθώ ν’ ανοίξω τα βλέφαρά μου./ Δεν υπακούν./ Τα χέρια μου επίσης./ Το σώμα μου/ αρνείται να συνεργαστεί./ Μια γυναίκα δίπλα ψιθυρίζει:/ «Είναι σε λήθαργο»./ Το μοτέρ κροταλίζει ρυθμικά/ αλλά το λεωφορείο δεν κινείται./ Έχουμε σταματήσει./ Ένας επιβάτης ρωτάει τον διπλανό του:/ «Πού είμαστε;»/ Κάποιος άλλος πιο πίσω σχολιάζει:/ «Δεν είναι και τόσο χάλια/ η Δράμα». («Κτελ Θεσσαλονίκης») Κι αυτό γιατί, η αναπόληση στον Βουτσινά αποκτά το χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά της εν-θύμησης, της καταβύθισης, δηλαδή, στη μνήμη με όρους καθαρά δημιουργικούς, αναπλαστικούς και, ενίοτε, αναλγητικούς, από τη στιγμή που η αναμέτρηση με το παρελθόν γίνεται ακριβώς στο πλαίσιο του απολογισμού του παρόντος. Παρατηρείται, δηλαδή, στον Βουτσινά μια ευθεία αντιστροφή, με το παρόν να μετακυλύει στο παρελθόν για να το ερμηνεύσει και να ανασυνθέσει το δρόμο από το τότε στο τώρα. Η στάθμευση, μάλιστα, στο τώρα γίνεται ακριβώς με μια διάθεση παιγνιώδους ενατένισης της συνθήκης μέσα στην οποία βρίσκεται ο ποιητής και η οποία τείνει να αποτελέσει το πλαίσιο, την κιβωτό ή, καλύτερα, μια μικρογραφία του κόσμου και του τρόπου σύνθεσης και λειτουργίας του: Κάποτε το αναπάντεχο ήταν ευπρόσδεκτο./ Μετά οι εποχές άλλαξαν./ Ήρθε η γραμμική αντίληψη του χρόνου/ να βάλει τα πάντα σε σειρά./ Να μην μπορεί το παρελθόν/ ούτε το μέλλον/ να συνυπάρξουν με το παρόν./ Όμως εγώ δεν είμαι δούλος/ των γενικών τάσεων. («Μόδες»)
Από αυτήν ακριβώς την τελευταία παρατήρηση μπορεί να προκύψει η υπόθεση ότι τα ποιήματα του Βουτσινά προσιδιάζουν σε μικροϊστορίες ή σε εξαιρετικά σύντομα, πυρηνικά διηγήματα που διαμορφώνουν μια ευθεία αντιστροφή με αυτό που σήμερα συμβαίνει με τα πεζόμορφα ποιήματα. Εκείνο που προκύπτει, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ένα ποίημα με χαρακτηριστικά πεζού, με τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία ενός αφηγηματικού κειμένου που υπό άλλες συνθήκες θα προορίζονταν για τη μορφοποίησή του ως διήγημα. Η σχηματοποίησή του αυτή ως ποιήματος καταδεικνύει περίτρανα τη μετακίνηση των ειδολογικών ορίων προς την κατεύθυνση του πειραματισμού και των πρωτοβουλιών για τη δημιουργία νέων μεικτών μορφών που έρχονται για να εμπλουτίσουν τόσο την ποιητική, όσο και την αφηγηματική τέχνη και τεχνική. Ο πειραματισμός αυτός άλλωστε επικυρώνεται και εκ του αντιθέτου, με την παρουσία, δηλαδή, εντός της συλλογής πεζών ποιητικών κειμένων που θέτουν με άκρα ευθύτητα το ζήτημα της ώσμωσης και της μετακίνησης των ειδών, των όρων και των ορίων που υιοθετεί και προασπίζει η σύγχρονη ποιητική έκφραση.
Στην πραγματικότητα, το μοτίβο που ακολουθεί ο Βουτσινάς είναι αυτό της ποιητικής ανάπλασης ή μετάπλασης ενός περιστατικού που προσλαμβάνει και αποκτά τη χροιά ενός διδάγματος πάνω στην ζωή και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Έτσι επιτυγχάνεται η τόσο πολύτιμη για τη μετατροπή του ποιήματος σε βίωμα, οικείωση του αναγνώστη, η δημιουργία δηλαδή μιας γέφυρας που καθιστά εύκολα προσβάσιμο το ποίημα και απρόσκοπτη την πρόσληψή του. Πρόκειται για μια μέθοδο και τεχνική που αναγνωρίζει στο απτό, το οικείο, το προσιτό, το βαθύ νόημα και την ουσία της ανθρώπινης σκέψης, όπως αυτή εκτυλίσσεται γύρω από τα μεγάλα ζητήματα του θανάτου, του χρόνου, της ύπαρξης. Από αυτήν την άποψη μπορεί να δει κανείς στα ποιήματα και έναν φιλοσοφικό προβληματισμό που δεν στηρίζεται, ούτε προκύπτει από αφηρημένες θεωρητικές έννοιες, αλλά από μια θυμοσοφία η οποία βρίσκεται σφηνωμένη μέσα στην καθημερινή πράξη και πρακτική του ανθρώπου. Γι’ αυτό και στα ποιητικά στιγμιότυπα του Βουτσινά ενυπάρχει τόσο έντονα το στοιχείο του χιούμορ και μιας αντίληψης των γεγονότων που χωρίς να πάψει να είναι βαθιά και διεισδυτική, υιοθετεί τον τρόπο και τη μέθοδο μιας ανάλαφρης, ανεπαίσθητης σχεδόν περιγραφής που μοιάζει να μένει στο κέλυφος και την επιφάνεια, μια επιφάνεια όμως τόσο λεπτή και εύθραυστη που οδηγεί με άκρα ευθύτητα στον πυρήνα και το κέντρο. Συνήθως το κέντρο αυτό εντοπίζεται στο τέλος του ποιήματος, που προσλαμβάνει τη μορφή επιμυθίου το οποίο έρχεται για να επισφραγίσει τα τεκταινόμενα. Με άλλα λόγια η ποιητική του Βουτσινά συνίσταται σε ένα είδος ποιητικής μυθοπλασίας που ακολουθείται από μια ποιητική κατάθεση ή, καλύτερα, αποτύπωση του κατασταλάγματος της σκέψης του ποιητή: Πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο/ χάζευα τα παιδιά που έπαιζαν/ στο γρασίδι του απέναντι πάρκου/ με υπόκρουση τον ήχο/ απ’ το φτυάρι του νεκροθάφτη./ Τα ανήσυχα πνεύματα, σκεφτόμουν/ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:/ Σ’ αυτούς που προσπαθούν/ να κάνουν την κοινωνία καλύτερη/ και σ’ εκείνους που επιχειρούν/ να βελτιωθούν οι ίδιοι ως άνθρωποι./ Και οι δύο αποτυγχάνουν/ αλλά συνήθως οι πρώτοι/ έχουν μια πιο περιπετειώδη ζωή./ Επίσης, γνωρίζουν περισσότερο κόσμο. («Ταξινομήσεις»)
Μέσα στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένη τη διαφαινόμενη διάθεση του ποιητή να μετατραπεί, κατά κάποιον τρόπο, σε σχολιαστή της ανθρώπινης συνθήκης, πολύ συχνά, επιχειρείται μια ανατροπή στο αναμενόμενο, σε αυτό που περιμένει ο αναγνώστης να αποτελέσει τη συνέχεια στην πράξη του κειμένου, στη σκέψη του ποιητή. Αυτή η ανατροπή έχει συχνά παιγνιώδη τόνο και σηματοδοτεί την προσγείωση σε μια πραγματικότητα όπου όλα έχουν ξεκαθαρίσει και όλα είναι διαυγή και φωτισμένα. Με κάποιον τρόπο τα ποιήματα του Βουτσινά δίνουν την εντύπωση ή καλύτερα τη αίσθηση ότι αποτελούν ένα τοπίο το οποίο στην αρχή μοιάζει βουτηγμένο στη θολή ατμόσφαιρα της ποιητικής μυθοπλασίας και σιγά σιγά, στίχο στίχο στίχο ξεκαθαρίζει και αποκτά τη διαύγεια, την καθαρότητα, το κρυστάλλινο της σκέψης, έτσι όπως αυτή μορφοποιείται και προκύπτει σαν αστραπή, καθώς και ο τίτλος το δηλώνει, από τα κατάβαθα της ψυχής του ποιητή, εκεί όπου εδράζεται το σύνολο των αδιαμόρφωτων ακόμη υλικών της συνείδησής του. Ως εκ τούτου, η αστραπή του τίτλου δηλώνει ακριβώς το φως της διάνοιας που πέφτει όχι για να θολώσει, αλλά για να καταυγάσει την αλήθεια.
* Γεράσιμος Βουτσινάς, Χρονικό μιας αστραπής, Περισπωμένη, Αθήνα 2021