Ο Γιάννης Παπαγιάννης, μετά το εξαιρετικό μυθιστόρημα «Ο άνδρας που γεννήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο» και μια σειρά προηγούμενων αξιόλογων πεζογραφικών έργων, καταθέτει το μυθιστόρημα «Γλυκά δεκάξι», μια ιστορία ενηλικίωσης βασισμένη σε μια ιδιαίτερη σύλληψη, την παραβίαση ενός άβατου (ή όχι και τόσο «άβατου») τόπου και τη σημασία που ενέχει όλο αυτό. Ως εκ τούτου, ο συγγραφέας μας προσφέρει το ενδιαφέρον οδοιπορικό μιας έφηβης η οποία βγαίνει στον πηγαιμό αναζητώντας τον αγαπημένο και χαμένο αδελφό και κυρίως, τον εν δυνάμει εαυτό ως την άκρη των ατομικών επιθυμιών, των κοινωνικών προσταγών, των σωματικών διεκδικήσεων, των επίγειων απαγορεύσεων και των θρησκευτικών ή ίσως, θεϊκών προτροπών.
Την ημέρα των γενεθλίων της, μια δεκαεξάχρονη δέχεται ένα τηλεφώνημα με προκλητικό περιεχόμενο. Αυτό είναι το πρώτο πεδίο μυστηρίου. Την ίδια εποχή, στο απέναντι σπίτι, μετακομίζει μια οικογένεια με ιδιόρρυθμους όρους διαβίωσης. Αυτό είναι το δεύτερο πεδίο μυστηρίου μιας και η έφηβη μπαίνει σε μια διαδικασία παρακολούθησης του απέναντι σπιτιού, καθώς το ίδιο κάνει και το αγόρι που διαμένει πλέον εκεί. Στο οικείο οικογενειακό περιβάλλον, συντελούνται ραγδαίες αλλαγές. Οι οποίες επηρεάζουν το κορίτσι ριζικά. Στο σχολείο, η εφηβεία με τις ανασφάλειες και τον παρορμητισμό που προκαλεί στους ανθρώπους, παρακινεί σε τολμηρές εκδηλώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η γλυκιά δεκαεξάχρονη, μεταμφιεσμένη σε αγόρι, με τη βοήθεια ενός παράξενου συνομήλικου αγοριού, θα παραβιάσει το άδυτο του Αγίου Όρους, ξεκινώντας μια μεγάλη περιπέτεια. Τόσο η δική της πορεία όσο και η αναγνωστική εμπειρία είναι γεμάτες μυστικά. Θα απαντηθούν άραγε τα ερωτήματα της έφηβης; Όπως, γιατί ο αδελφός βρήκε καταφύγιο στο Άγιον Όρος, ποιος ήταν ο μυστηριώδης άγνωστος που την προκαλούσε στο τηλέφωνο και πώς θα προχωρήσει στη ζωή της μετά τα ραγδαία αλλά απολύτως φυσιολογικά γεγονότα που συνέβησαν…
Ο Γιάννης Παπαγιάννης πλάθει με επιδεξιότητα τον μύθο, στήνει με οικονομία και αμεσότητα την αφήγηση και οικοδομεί με μαεστρία τους χαρακτήρες. Η γλυκύτητα αλλά και η πικρία που κρύβει τόσο η πορεία της πρωταγωνίστριας όσο και το τέλος, ανταποκρίνονται σε μια τρομακτική αλλά και αισιόδοξη πραγματικότητα. Ό,τι φεύγει δεν γυρίζει πίσω, αλλά η ιστορία και κατ’ επέκταση, η ζωή συνεχίζονται και οδηγούν σε πολλαπλές και απρόβλεπτες εξελίξεις. Ο συγγραφέας στήνει την πλοκή σαν παζλ στο οποίο αιτιολογεί την κάθε απόφαση της ηρωίδας όπως και αυτή του να παραβιάσει τους κοινωνικούς, θρησκευτικούς, οικογενειακούς και προσωπικούς κανόνες παρασύροντας τον αναγνώστη. Ωστόσο, στο λογοτεχνικό σύμπαν του Παπαγιάννη και στο υπαρξιακό σύμπαν της ηρωίδας του, οι κανόνες δεν είναι τόσο αυστηροί όσο παρουσιάζονται, οι όροι που τίθενται από την κοινωνία, τη θρησκεία ή ακόμα και τη φύση δεν είναι τόσο «απαράβατοι» και οι συνέπειες εξαιτίας της ανυπακοής ή του χαράγματος του προσωπικού δρόμου δεν είναι τόσο καθοριστικές ή βαρυσήμαντες. Το εν λόγω γεγονός δημιουργεί στον αναγνώστη ερωτήματα, στοχασμούς και μια συναισθηματική απλοχωριά που δρουν ευεργετικά και μετά το πέρας της ανάγνωσης.
Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο έφηβους φυγάδες, ιδίως, η σκηνή της πρώτης νύχτας που βρίσκονται μόνοι και της πρώτης απόπειρας για ερωτική ή οποιαδήποτε επαφή ως τελετουργικό μετάβασης στην επόμενη στάση. Ιδιαιτέρως επιτυχημένη είναι η απόδοση της αφηγηματικής φωνής της δεκαεξάχρονης ηρωίδας. Το «Γλυκά δεκάξι» θα μπορούσε κάλλιστα να απευθυνθεί σε γυναικείο εφηβικό κοινό χωρίς να χάνει τις αξιώσεις του για το ενήλικο. Κι αυτό αποτελεί αρετή μιας και η ροή του κειμένου θα μπορούσε να κατακτήσει και τους δύσκολους, έως απόρθητους έφηβους αναγνώστες. Σε αυτό συμβάλλει και η ζωντανή και έντιμη σκιαγράφηση των συνθηκών στα ελληνικά σχολεία, καθώς και η προσέγγιση του κόσμου σαν κάτι πελώριο, εχθρικό και συνάμα, αθεράπευτα προκλητικό.
Εν κατακλείδι, ο Γιάννης Παπαγιάννης, σε αυτή την πεζογραφική κατάθεση, παραδίδει ένα άρτιο έργο για τη μοίρα που ενώνει τους ανθρώπους με παράξενους τρόπους, για τα κοινωνικά στεγανά που καταπιέζουν τελικά χωρίς λόγο, χωρίς να εξυπηρετούν παρά μόνο τον φόβο, για τα πρότυπα που οριοθετούν και δεσμεύουν, για την απώλεια, τη συνέχιση και τη διεκδίκηση του εαυτού και της ζωής, για τις απόπειρες απελευθέρωσης που επηρεάζουν την πορεία της ύπαρξης, για τις αμαρτίες που ίσως δεν είναι εντέλει και τόσο «αμαρτίες» και για τις δοκιμασίες εξερεύνησης που μας βγάζουν στον δρόμο και φτιάχνουν τις πιο ωραίες ιστορίες, εκείνες που δεν θα ξεχνάμε ποτέ.
* Γιάννης Παπαγιάννης «Γλυκά δεκάξι», Εκδόσεις Διάπλαση