Scroll Top

Η απεργία της φαντασίας ή το μεταμυθοπλαστικό τραύμα της Φλώρας Ορφανουδάκη – Παρουσίαση από την Αγγελική Πεχλιβάνη

flora_orfanoudaki.jpg

Η Φλώρα Ορφανουδάκη, ποιήτρια τεσσάρων ποιητικών συλλογών, δοκιμάζεται για πρώτη φορά στην πεζογραφία. Το βιβλίο της Η απεργία της φαντασίας, που αποτελείται από την ομώνυμη νουβέλα, έναν Επίλογο, τα μικρά κεφάλαια Το Μήλο και Είμαι Στρογγυλή και Ανεκτική, εκδόθηκε πριν μερικούς μήνες από τις νεότευκτες εκδόσεις Harmony & Creativity και είναι ένα κείμενο μεταμυθοπλασίας (θα επανέλθω…).
   Ένα βράδυ του Σεπτέμβρη, η αφηγήτριά μας–που μπορεί να είναι και η συγγραφέας αυτής της νουβέλας–διαβάζει Μπέκετ. Είναι μόνη, βαριέται και ο Μπέκετ, αυτός ο σκοτεινός συγγραφέας, της ανοίγει μια πόρτα στο παρελθόν, που ενδέχεται να είναι το παρελθόν της (της αφηγήτριας; της συγγραφέως;). Τώρα είναι μικρό κοριτσάκι, κρατάει τη μαμά του από το χέρι και πηγαίνουν κάπου… “θα στρίψει με τη μαμά στο δρομάκι που βγάζει στη θάλασσα. Τα πελώρια μανιασμένα κύματα πλημμυρίζουν τα βουβά μάτια τους“. Και μόνο αυτό το σύντομο χωρίο που βρίσκεται στις πρώτες αράδες της νουβέλας, μας προϊδεάζει για το σκοτεινό και αγωνιώδες συναίσθημα που, σε λίγο, θα μας εμποτίσει.
   Με διάπλατη, πλέον, την πόρτα της μνήμης και της συνείδησης, η αφηγήτριά μας –η πραγματικότητα της οποίας υποδηλώνεται από το α΄ πρόσωπο–μεταφέρεται στην πραγματικότητα των παιδικών της χρόνων –η οποία υποδηλώνεται με το γ΄ πρόσωπο. Μια πραγματικότητα ασθματική και δυστοπική. Είναι η στρουμπουλή μικρούλα που έχει αποκοπεί βιαίως από την προσωπική της Εδέμ –το κτήμα των παππούδων της στην Αθήνα–για να ακολουθήσει τους γονείς της που διορίστηκαν καθηγητές σε μια μικρή επαρχιακή πόλη.
   Το μικρό κοριτσάκι, που δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη την εκτύλιξη της αφηγούμενης ιστορίας δεν έχει όνομα, βιώνει παραμέληση και έλλειψη αγάπης από τους γονείς του. Τα βράδια συχνά μένει μόνο και για να ξορκίσει το φόβο του και το σκοτάδι, μιλάει στην κούκλα του. Μαθήτρια δημοτικού, την πρώτη μέρα στο καινούριο της σχολείο, χωρίς φίλους, αφήνεται από τη μητέρα της, η οποία δεν μπορεί να πάρει άδεια, να περιμένει ώρες στο πεζοδρόμιο νιώθοντας τον τρόμο της εγκατάλειψης. Η μικρή ηρωίδα μας είναι αθέατη για τους γονείς της, τους οποίους αισθάνεται ξένους. Είναι αόρατη ες αεί. Το σκοτάδι και η σιωπή απειλούν να την καταπιούνˑ ειδικά η σιωπή από την οποία περιβάλλεται είναι όχι απλώς κακοποιητική αλλά υποστασιοποιημένη απουσίαˑ ένας μικρός θάνατος. Και εδώ θα σας μεταφέρω κάτι που μας παραδίδει ο Φρόυντ, σε μια μελέτη του για το άγχος:” Άκουσα κάποτε ένα παιδί που φοβόταν το σκοτάδι να φωνάζει, στο διπλανό δωμάτιο: “Θεία, μίλησέ μου! Φοβάμαι! “Η θεία τού απάντησε “Κι αν σου μιλήσω, δηλαδή; Αφού δε με βλέπεις!”. “Δεν πειράζει”, απάντησε το παιδί, “όταν κάποιος μιλάει, γίνεται φως. “Για τη μικρή μας ηρωίδα δεν υπήρξε ποτέ φως.
   Γίνεται αντιληπτό πως στη νουβέλα της Φώρας Ορφανουδάκη, δεν υπάρχει πλοκή. Υπάρχει, όμως, τραύμα. Τραύμα ανεπούλωτο κι αιμάσσονˑ που το νιώθουμε να αιμορραγεί όχι καταιονιστικά, με την ορμή ενός χειμάρρου, μα ήσυχα και αμετάκληταˑ και να μας πνίγει. Ο αγγελικός, αθώος, κόσμος της παιδικής ηλικίας διαλύεται, απαλλοτριώνεται. Το σύμβολο της μάνας αναποδογυρίζεται, δεν είναι παρά μια φόδρα ξεφτισμένη και τρύπια. Το μικρό κορίτσι – το αθέατο, το ανώνυμο, το ακέφαλο–προσπαθεί να διαχειριστεί την ψυχική οδύνη και την απόγνωση, να αντισταθεί στη διαβρωτική πραγματικότητα, αγνοώντας ότι η ίαση τέτοιων τραυμάτων είναι αυταπάτη.
   Ωραία, λοιπόν…μια συνηθισμένη υπόθεση, ένα κοινότοπο θέμα, θα έλεγε κάποιος. Η σχέση μητέρας-κόρης και η τραυματική και μετατραυματική διαχείρισή της. Οι πληγές των παιδικών μας χρόνων και ο απορρέων ενήλικος προβληματικός ψυχισμός μας. Μας τα είπαν κι άλλοι… (ας μην ξεχνάμε το εμβληματικό Η Κασσάνδρα και ο λύκος της Μαργαρίτας Καραπάνου”). Εν τέλει τι κομίζει η Φλώρα Ορφανουδάκη με αυτή τη νουβέλα της;
   Με τον Επίλογο, Το μήλο και το Είμαι στρογγυλή και ανεκτική, κεφάλαια που μπορούν να διαβαστούν και ως αυτόνομα από τη νουβέλα, η Φλώρα Ορφανουδάκη, “κλείνει το μάτι” στον αναγνώστη, προσκαλώντας και προκαλώντας τον σε ένα παιχνίδι λογοτεχνίας. Με “χωνεμένους” τους μοντερνιστικούς τρόπους, τη μνημονική συνειρμική αφήγηση, τον εσωτερικό μονόλογο, την προβολή της ατομικής συνείδησης εις βάρος της πλοκής, τον κατακερματισμό του χρόνου, την υποκειμενική πρόσληψη της πραγματικότητας, η συγγραφέας προχωρεί παραπέρα: Ανοίγει την πόρτα του συγγραφικού της εργαστηρίου. Σε μια νουβέλα που θα την χαρακτηρίζαμε μεταμυθοπλαστική, η Ορφανουδάκη καταθέτει τα μυστικά της και τις συγγραφικές της στρατηγικές.
   Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας μιλήσουμε λίγο για θεωρία της λογοτεχνίας. Η κάπως “βαριά” λέξη μεταμυθοπλασία, συνδέεται με τις μεταμοντερνιστικές συγγραφικές τακτικές και είναι κάτι σχετικά απλό: ο συγγραφέας αποκαλύπτει της συμβάσεις της αφήγησης και υποδεικνύει στον αναγνώστη την πλασματική διάσταση των κειμένων. Κυρίως, όμως, καθιστά την διαδικασία της συγγραφής και το εγώ του συγγραφέα μέρος της αφήγησης, τα εντάσσει στο κείμενο, ως στοιχεία πλοκής. Γράφει η Ορφανουδάκη: Καθισμένη στο γραφείο μου, βλέπω από την τζαμαρία τον κήπο. Ολόλαμπρη η καλοκαιρινή ζωή σφύζει στην πράσινη θάλασσα των φύλλων, στο κατάξερο πατημένο χώμα, στο ερωτικό τραγούδι των μελλοθάνατων τζιτζικιών. Προσπαθώ να γράψω, όμως μέσα στον καύσωνα η φαντασία μου απεργείˑ η πραγματικότητα αρπάζει την ευκαιρία, για να δείξει τα δόντια της σ΄ ένα κοριτσάκι που περιμένει τη μαμά του μόνο στο άδειο πεζοδρόμιο, έξω από το πετρόκτιστο εντυπωσιακό δημοτικό σχολείο…Η παροντική πραγματικότητα της αφήγησης κατατίθεται, όπως και το γεγονός ότι η φαντασία δεν βοηθά. Άλλωστε η πραγματικότητα είναι αρπακτική, είναι ύαινα, δείχνει τα δόντια της και εισβάλλει στην αφήγηση. Η μεταμυθοπλασία μπορεί να θεωρείται στοιχείο του μεταμοντερνισμούˑ την συναντούμε στον Κορτάσαρ, τον Μπόρχες, τον Μάρκες, τον Καλβίνο (με την εύγλωττη αρχή στο μυθιστόρημά του Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης) αλλά υπάρχει και παλαιότερα –ας θυμηθούμε την υπέροχη Πάπισσα Ιωάννατου Ροϊδη.
   Βαίνοντας προς το τέλος αυτής της προσέγγισης, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η νουβέλα της Φλώρας Ορφανουδάκη Η απεργία της φαντασίας είναι ένα τολμηρό βιβλίο. Αφενός γιατί συγγραφέας και αφηγήτρια συμπλέκονται σε βαθμό ταύτισης, με αποτέλεσμα να θεωρούνται όλα τα στοιχεία αυτοβιογραφικά και όχι μυθοπλαστικά, αφετέρου γιατί υπάρχει, στα τελευταία κεφάλαια, διασπορά νοήματος, ή αυτό που λέμε, στην μεταμοντερνιστική ορολογία, πολλαπλές αναβολές του νοήματος. Η Ορφανουδάκη δεν χειραγωγεί τον αναγνώστηˑ του προσφέρει μια περιπέτεια “ανοιχτού νοήματος”. Σε αυτόν έγκειται εάν θα βυθιστεί στην ανοιχτή και αντισυμβατική περιπέτεια της αφήγησης. Και εδώ δεν μπορώ παρά να επικαλεσθώ την γνωστή φράση του Jean Ricardou “ενώ η παραδοσιακή μυθοπλασία ταυτίζεται με την αφήγηση μιας περιπέτειας, το μοντέρνο μυθιστόρημα μπορεί να οριστεί ως η περιπέτεια μιας αφήγησης“. Άλλωστε το σημαντικό στη λογοτεχνία δεν είναι το τι λες αλλά πως το λες. Με λίγα λόγια το παν είναι η ανανέωση των μορφών. Και αυτό το ζητούμενο τίθεται έκτυπα στην παρούσα νουβέλα.
   Ολοκληρώνω με μια αναφορά στο κεφάλαιο Μήλο στο οποίο η συγγραφέας μας καταθέτει την προσωπική της ars poetica, σε ένα εσωτερικό μονόλογο, ενσωματωμένο στη μεταμυθοπλασία. Η μέσα χώρα, που είναι η διαδικασία της γραφής, είναι επώδυνη. Όμως, όπως λέει και η Χάνα Άρεντ, “η κατανόηση δεν νοείται χωρίς τη γραφή. Αυτό κάνει η Ορφανουδάκηˑ γράφει πρωτίστως για να κατανοήσειˑ και μολονότι η γραφή συχνά εκδικείται, η συγγραφέας μας δεν γράφει για εκδίκηση. Γιατί ξέρει καλά πως η λογοτεχνία, ναι, είναι παραμυθητική, ναι, είναι αποκαλυπτική, ναι, μπορεί να υπερβεί τη μερικότητά μας και να γίνει ολιστική. Αλλά δεν γιατρεύει το τραύμα. Ή, το γιατρεύει;