Η λογοτεχνία -ως πνευματική προσπάθεια, η οποία σκοπεί να επιδράσει στα αισθήματα και τις σκέψεις των ανθρώπων, αποκαλύπτοντας μέσω του λόγου τις ουσιώδεις ιδιότητες και σχέσεις των φαινομένων της πραγματικότητας-, αποκτά αξία, στον βαθμό που κατορθώνει να μετατραπεί σε εργαλείο για την κατανόηση του κόσμου, και τρόπος για να φανερωθεί η ουσία της ζωής.
Δυστυχώς, όμως, στις μέρες μας, η μεγάλη πλειοψηφία των ποιητικών συλλογών, χαρακτηρίζεται από εντελώς αφαιρετική και δυσνόητη γραφή, υπερφορτωμένη με συναισθηματικές εξάρσεις, ερειδόμενη στον υποκειμενισμό και την αυτο-αναφορικότητα αποτελώντας, συνήθως, μια καθαρή απόπειρα έκφρασης της εσωτερικότητας του δημιουργού, ο οποίος, παραδομένος στον ενδοσκοπικό παροξυσμό του, παραθέτει -με διάθεση εξομολογητική- ένα συνονθύλευμα από θραύσματα προσωπικών εντυπώσεων και συναισθημάτων, αρνούμενος πεισματικά να εστιάσει στη συλλογικότητα και να καλλιεργήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής.
Ο Γιάννης Νικολόπουλος, κάποτε είχε γράψει: «Όταν η ποίηση αποτάσσει τον πειρασμό του υποκειμενισμού, που δημιουργεί η παθολογικά αρρωστιάρικη ενδοστρέφεια, τότε είναι Τέχνη του λόγου αληθινή. Τότε, εκπληρώνει το μεγάλο της προορισμό: την ψυχική και συνειδησιακή επικοινωνία της, για την ανάταση των μαζών». Η ποίηση, λοιπόν, οφείλει να εστιάζει στο κοινωνικά σημαντικό και να ανακλά την πραγματικότητα, σε κάποια διαυγασμένη της όψη. Ποιες πτυχές της πραγματικότητας, όμως, είναι όντως ιδιαίτερα σημαντικές; Μια νεαρή γυναίκα που ψωνίζει, ένας σκύλος που τρέχει σε κάποιο πάρκο, ένας άντρας που καπνίζει καθισμένος σε ένα παγκάκι, ένα ζευγάρι που ερωτοτροπεί σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι, ένας απολυμένος εργάτης που επιστρέφει στο σπίτι του σκυθρωπός, το κατακρεουργημένο κορμί της Ελένης Τοπαλούδη στον βυθό της θάλασσας (το 22ο ποίημα της συλλογής, του Παναγιώτη Μηλιώτη, είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη, και το τελευταίο στον Παύλο Φύσσα) όλα τα παραπάνω, αποτελούν κομμάτια της πραγματικότητας και, ως τέτοια, έχουν το καθένα, κάποια σημασία. Ποια είναι -αν υπάρχει-, όμως, η βαθύτερη ουσία, η οποία συνδέει όλα αυτά τα στιγμιότυπα πραγματικότητας; Που βρίσκεται ο κρυφός δεσμός, ο οποίος συνδέει σαν αιτιακός χόνδρος, τις πολλαπλές εκφάνσεις των πραγμάτων; Και, η ποίηση -που ιεραρχεί διαφορετικά τις προτεραιότητές της, σε κάθε διαφορετική συγκυρία-, σε ποιες όψεις της πραγματικότητας οφείλει να εστιάσει σε κάθε δοσμένη ιστορική στιγμή, ώστε να αποκαλύψει την ουσία της εποχής της;
Κι ακόμη, από τις αναρίθμητες πτυχές της πραγματικότητας και τις πολλαπλές επόψεις των πραγμάτων, τι είναι εκείνο που σε κάθε ξεχωριστή συνείδηση καταγράφεται ως σημαντική «πραγματικότητα»; Επιπλέον, σε τι βαθμό, η κυρίαρχη ιδεολογική πρόσληψη των πραγμάτων, ανταποκρίνεται στην αντικειμενική τους υπόσταση; Έχουν τα πράγματα αντικειμενική υπόσταση τελικά, ή, μήπως, έχουμε τόσες πραγματικότητες, όσες και συνειδήσεις; Αν ο υλικός κόσμος δεν υπήρχε αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τη συνείδηση του ανθρώπου, όμως, τότε ο δεσμός που συνδέει τα πράγματα μεταξύ τους, θα ήταν καθαρά ένα νοητικό κατασκεύασμα, που η ουσία του θα έπρεπε να αναζητηθεί στη συνείδηση και όχι στη φύση του κόσμου. Αυτόν τον πραγματικό δεσμό -τις ουσιώδεις ιδιότητες και αιτιώδεις σχέσεις των κοινωνικών φαινομένων- , που η φανέρωσή του αποτελεί το μέγιστο χρέος της τέχνης και της λογοτεχνίας -οι οποίες, δεν θα μπορούσαν ουδέποτε, να εξεταστούν σε απόσχιση από την υλική και συνειδησιακή συνθήκη της εποχής τους-, καλείται επιτακτικά να αποκαλύψει και η ποίηση, εστιάζοντας στις θεμελιώδεις πτυχές της υλικής πραγματικότητας και διερευνώντας τον σχηματισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ειδικά σήμερα, που προτάσσεται διαρκώς το ανούσιο, και το επουσιώδες του κόσμου μας αποκρυσταλλώνεται ως καίρια πραγματικότητα διαμορφώνοντας ψευδο-συνειδήσεις, οι οποίες παραβλέπουν το κοινωνικά σημαντικό και εστιάζουν στις πλέον ελάσσονες, της πραγματικότητας όψεις.
Η ποίηση του Παναγιώτη Μηλιώτη («Λιώναν με τις μπότες το χορτάρι», εκδόσεις Ενύπνιο, 2021), είναι -δίχως αμφιβολία- μια ποίηση της μείζονος πραγματικότητας. Ποιητική γραφή που αποπειράται να φανερώσει το ουσιαστικό και συστηματικά κεκαλυμμένο, σε έναν αναγνώστη, ο οποίος δεν βρίσκεται σε άμυνα, αρνούμενος να αντικρίσει τη ζοφερότητα των καιρών μας, αλλά, αναζητά εναγωνίως απαντήσεις και διαρκώς αμφιβάλει για τη «φυσιολογικότητα» των όσων συμβαίνουν («…επιδιώκω τη συντροφιά όσων το βλέμμα είναι // ανυπόκριτο και το δροσίζει η αμφιβολία», Χρονιές ανήμερες). Ποίηση που προάγει τον προβληματισμό και ωθεί σε αναστοχασμό, προς τη διερεύνηση, όχι μόνο των συνθηκών της ζωής, αλλά, και των συγκαλυμμένων δυνάμεων, οι οποίες, δεν επιτρέπουν στο κοινωνικό υποκείμενο να εμβαθύνει από μόνο του στην αλήθεια της ζωής, οδηγώντας το στην αδιαφορία και την απάθεια (μένοντας υπόδουλο της ηγεμονικής ιδεολογίας, που «πείθει» για τη κανονικότητα της «σύγχρονης» ζωής)
Ποίηση καθαρή στα νοήματά της, ευκατάληπτη και επίκαιρη, που καταγίνεται με τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας: την αλλοτρίωση του ανθρώπου στην καπιταλιστική κοινωνία της μισθωτής εργασίας («…Τα χέρια βαπτίζει με ονόματα // όπως φτυάρι, τιμόνι, κομπρεσέρ // πως αλλιώς θα αυξηθεί // του πλούσιου // ο πλούτος;») τον εργασιακό μεσαίωνα και τις ψυχολογικές του επιπτώσεις, την απανθρωποποίηση που προκαλεί η υποταγή στην ρουτίνα της επαναλαμβανόμενης καταναγκαστικής εργασίας («Πίσω από τη μια βδομάδα σέρνεται η άλλη. // …σκόρπιοι εργάτες τρέχουν πίσω από την όμοια βδομάδα // -ακόμη πιο πίσω // εκεί που βγαίνει το περίσσευμα, // εκεί που τελειώνει το αδιέξοδο- //απ’ το τζάμι κοιτώ κατάματα τον ουρανό // με διεσταλμένα από τον τρόμο τα μάτια // κι ορθάνοιχτο απ’ την οδύνη στόμα») και την απελπισία, ως προϊόν συνθηκολόγησης, ως αποτέλεσμα της αποδοχής της «κανονικότητας» των πραγμάτων («Τα βράδια δίνω μάχη για να βγω // έξω από της χαύνωσης τον χρόνο τον κακό»).
Η ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Μηλιώτη, «Λιώνουν με τις μπότες το χορτάρι» (εκδόσεις Ενύπνιο, 2021), καταπιάνεται με όλα τα παραπάνω ζητήματα, κι άλλα πολλά (στα 28 ποιήματα που περικλείει) αποτυπώνοντας την αθλιότητα της κοινωνίας μας, δίχως να προτάσσει ποτέ ως αντίδοτο τα υψηλά ιδανικά που θα την αναμόρφωναν, και θα μεταρσίωναν την ποιητική γραφή, καθιστώντας την «ξένη» -μια απλή πρόθεση ή ευχολογία- απέναντι στην πραγματικότητα αντίθετα, απογυμνώνει μια υπαρκτή αθλιότητα, η οποία χαρακτηρίζεται δομικά, από την υποχώρηση των υψηλών φρονημάτων για να επαναφέρει με τον τρόπο αυτό, «τα υψηλά ιδανικά», στο προσκήνιο της αναγκαιότητας και με κάθε ποίημα, να μετατραπεί σε νοητικό ράπισμα, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να επανατοποθετηθεί απέναντι σε όσα συντελούνται γύρω του και, συνήθως, αποφεύγει να στοχάζεται.