Το κτήριο που τραγουδά είναι μια νέα αφηγηματική στέγη. Αγκαλιάζει τις αισθήσεις. Αγκαλιάζει τα σημεία. Ορίζει την νέα τάξη των σημασιών. Ανακυκλώνοντας τα υλικά και (ανα-) συνθέτοντας τις μορφές: παράξενες, απόκοσμες. Τα πάντα εδώ φαντάζουν σχεδόν τερατικά. Στους δρόμους συναντάς κουνέλια με κοριτσίστικα μαλλιά και άντρες με προβοσκίδες. Στιγμές- στιγμές, έχεις την αίσθηση πως ακούς τις οιμωγές, τα γέλια και τους σπασμούς μιας θεατρίνας που κομματιάζεται επάνω στην σκηνή.
Ο λόγος γίνεται για το βιβλίο της Πελαγίας Φυτοπούλου, «Το δόντι που δακρύζει», των εκδόσεων «Ενύπνιο». Ο τίτλος είναι ύποπτα αποπροσανατολιστικός. Δεν πρωταγωνιστεί κανένα δόντι και κανένα δάκρυ. Αλλά το εργαστήριο του Παβλόφ. Το ποιητικό υποκείμενο, ο αναγνώστης και οι χιλιάδες αντανακλάσεις τους είναι τα πειραματόζωα του κόσμου. Κι ο κόσμος ένα παιχνίδι φόβου και ταπείνωσης. Μπαίνεις, ξαφνικά, από την πρώτη κιόλας σελίδα, μέσα σε μια σήραγγα (όμοια με λακανικό σημείο διαρραφής) κι όταν βγαίνεις ξανά στο φως η πραγματικότητα μεταμορφώνεται στην κρύφια και καθόλα παράλογη αλήθεια των πραγμάτων.
Η φωνή αντηχεί πίσω από σχήματα ελλειπτικά. Θυμωμένη και καταστροφική. Με βίαια ξεσπάσματα και διαμελισμούς, που φτάνουν σε επίπεδα αντιγραμματικότητας. Ο μεταφορικός λόγος κυριαρχεί και φτιάχνει την μήτρα μέσα από την οποία αναδύεται το νόημα. Αντιφατικό ή και εξοργιστικά «αλλόμορφο». Υπάρχουν, όμως, και κορυφώσεις που πλησιάζουν την τραγικότητα: εκεί το κλειδί της ερμηνείας το κατέχει η ειρωνεία. Άλλοτε μέσω προσωπείων, άλλοτε μέσω του τίτλου του ποιήματος κι άλλοτε μέσω των υπερβολών (ή αντιθέσεων ή και οξύμωρων σχημάτων). Και παρ’ όλα αυτά, σ’ ένα τέτοιο ιδιότυπα υπερρεαλιστικό περιβάλλον λανθάνει μιαν αυστηρή συνταγματικότητα. Αυτό μπορεί να διαφανεί κι από τις ευθείες αναφορές στις ψυχικές και ψυχαναλυτικές προβολές, με κυριότερη αυτή της «φαντασίωσης της αναγέννησης». Για παράδειγμα, στους στίχους:
«Σε σκέφτομαι
Σημαίνει
Γίνομαι παιδί
Γυρίζω πίσω
Στην κοιλιά σου
Όπου πρωκτός και στόμα
Αδιαφορούν για την πρωτιά
Κολυμπάω στη χαβούζα της αγάπης
Μια πισίνα γεμάτη υπόσχεση» (σελ. 24)
Το πάσχον σώμα κι ο πάσχοντας εαυτός. Ή ακόμα- ακόμα και η πάσχουσα κοινωνία. Το δόντι, δηλαδή, που είτε δαγκώνει/-εται είτε δακρύζει είτε σαπίζει, καθώς και η επιθυμία (πείνα) ως κεντρομόλος δύναμη, δίνουν την κοινωνική διάσταση στο έργο. Η Φυτοπούλου δεν καταγγέλλει, αλλά περιγράφει, με ακρίβεια θηρευτή, το εγκληματικό πρόσωπο του δυτικού πολιτισμού.Το στομάχι- μηχανή και τον άνθρωπο- μηχανή, τις λιμνάζουσες ανθρώπινες σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας, το κουδουνάκι που σημαίνει την ώρα της εργασίας και το κουδουνάκι που σημαίνει την ώρα του φαγητού. Τον υπάκουο πολίτη και την υποταγή ως ενστικτώδη λειτουργία του πρεκαριάτου. Μα:
«Ο φόβος ταΐζει τους εργάτες του
Κι όπως όλοι οι φοβισμένοι
Είμαστε λιγάκι αναιδείς,
πιστεύουμε στον άνθρωπο» (σελ. 27)
Ο ανθρωπισμός –ακόμα και μέσα από λεπτές νύξεις- παραμένει το αντίπαλον δέος αυτής της «αυτοκρατορίας του στομαχιού». Μα αν και τα νεογέννητα σέρνουν πόδια κουρασμένα και γερασμένα∙ μια μέρα οι άνθρωποι θα βγάλουνε το πρώτο τους δόντι από την κατάψυξη και θα μιλήσουνε μια γλώσσα που η σημαία δεν μπορεί.
«το χώμα σπάει
η γλώσσα σπάει
λιβάδι σε πολλά κομμάτια
κομμάτι και γορίλλας
γορίλλας κι ενοχή
έκανα αυτό που έπρεπε
σήκωσα το πόδι
και έπνιξα τον γορίλλα
στο παιδικό ποτάμι» (σελ. 15-16)
Παράδοξο ή όχι, μέσα από το ωμό ή και αποτρόπαιο μπορείς να τραγουδήσεις το πιο αισιόδοξο τραγούδι σου. Κι αυτό με την σειρά του, ίσως, ανοίξει ένα νέο παράθυρο διαλόγου με την πραγματικότητα. Αυτή, άλλωστε, δεν είναι και η ομορφιά της τέχνης; Ή με τα λόγια του Sabato, η δημιουργία είναι το μέρος εκείνο της αίσθησης που έχουμε κατακτήσει υπό πίεση μες στην απεραντοσύνη του χάους.
Πελαγία Φυτοπούλου, «Το δόντι που δακρύζει», Ενύπνιο, 2019