Μία προσέγγιση στην ανοικειωτική γλώσσα της Κυριακής Αν. Λυμπέρη
Η νέα ποιητική συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη («το ωραίο το φτιάχνεις», οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019), αναζητά τους δικούς της δρόμους στη γλωσσική έκφραση. Η ποιήτρια αναζητά έναν άλλο ποιητικό λόγο στη λυρικότητα και δημιουργεί το δικό της αναστοχαστικό πεδίο, αφήνοντας μακριά τον προφορικό λόγο∙ η έκφρασή της, σταθερά ανοικειωτική (επιφάνεια), με υπερρεαλίζοντα στοιχεία (ένας άνεμος έτρεχε, μάταιη γη) διαμορφώνει έναν λυρικό ποιητικό τόπο δράσης (απόσταση σημείου).
Η Λυμπέρη οικοδομεί μία γλωσσική και νοηματική ρυθμικότητα που γοητεύει τον αναγνώστη, αξιοποιώντας τη δημιουργώντας στη συνείδησή του ένα καλλιτεχνικό γεγονός (Mukarovsky), πάνω την ανοικείωση. Η ποιητική γλώσσα σύμφωνα με τους Ρώσους Φορμαλιστές αποτελεί μία συνειδητή διαφοροποίηση του λόγου από την πρακτική γλώσσα, που στόχο έχει να πληροφορεί, στη συνειδητότητα της κατασκευής της. Με τα λογοτεχνικά σχήματα, τη διαφορετική χρήση των λέξεων ή τη γραμματικοσυντακτική δομή αποαυτοματοποιεί τον καθημερινό/οικείο λόγο, ωθώντας τη γλώσσα στα όρια των δυνατοτήτων της. Για τους Ρώσους Φορμαλιστές, παρά την ετερογένεια μεταξύ τους, στόχος ήταν η επίθεση στη μιμητική θεώρηση της τέχνης. Θεωρούσαν ότι η ποίηση αντανακλά άλλες πραγματικότητες∙ σκοπός της είναι να αλλάξει τον τρόπο της ανθρώπινης αντίληψης, να μετατρέπει σε α-συνήθεις και απτές τις μορφές της γλώσσας που εξαιτίας της χρήσης (αυτοματοποιημένος λόγος) δεν αντιλαμβανόμαστε. Και η ποιητική γλώσσα συνδέεται με την αισθητική, καθώς ωθεί σε νέους δρόμους τον λόγο και άρα την αυτοσυνείδηση των ανθρώπων και εγκαταλείπει τα γλωσσικά παραδομένα και τα στερεότυπα. Γιατί η ανοικείωση οδηγεί στην αποστασιοποίηση από το γνωστό και δεδομένο, που περιορίζει και τυποποιεί τη σκέψη μας∙ ανανεώνει την αντίληψή μας για τον κόσμο, διευρύνει τους γνωστικούς μας ορίζοντες με τη βαθύτερη και πιο ουσιαστική αίσθηση της εμπειρίας.
Αν και στο επίκεντρο της Λυμπέρη παραμένει το αναπόφευκτο (στων άστρων τις βοσκές, κι άλλη χρονιά όπως φαίνεται) ένα πνεύμα αισιοδοξίας διαρρέει από την ποιητική της (το ωραίο το φτιάχνεις, η πάπια που πετάει, επτά επί Θήβας, τα παιδιά), ακόμα κι απέναντι στη διαπραγμάτευση της τραγικότητας του ανθρώπινου όντος (επτά επί Θήβας, αφορμή για ποίημα, κι ο θάνατος γελούσε), καθώς δηλώνει μία ετοιμότητα για την αναπόδραστη μοίρα (κοριτσάκι μου, Σαλώμης άγος, οι συναυλίες της Άνοιξης, μάταιη γη). Στέκεται αισιόδοξη ακόμα και στην πτώση (εκατό χρόνια σοβαρότητας) ή απέναντι στην παιδική τραγωδία (τα παιδιά).
Η ρητορική του ποιητικού κειμένου ενισχύει την αισιόδοξη οπτική της. Η αβίαστη εισαγωγή του φυσικού στοιχείου, κατά το πρότυπο της «ποίησης της περιφέρειας» (ένα άνεμος έτρεχε, πόσο μακριά χρειάζεται να πας, Πρωτομαγιά, τι είπε το δέντρο), ενισχύει ακριβώς αυτή την οπτική. Το λυρικό τοπίο, που διαμορφώνει η ποιητική γλώσσα, χαρίζει κίνηση και φως ακόμα και στα πιο σκοτεινά νοήματα (με πανσέληνο, κοριτσάκι μου, οι συναυλίες της Άνοιξης, επιφάνεια, το πένθος ταιριάζει στη γυναίκα). Στο υπαρξιακό υπόβαθρο με τις συμβολικές πτυχές διακρίνονται σαφείς καβαφικές επιρροές (πόσο μακριά χρειάζεται να πας, στων άστρων τις βοσκές, το άλλο μισό) με στοχαστικές τάσεις (εκατό χρόνια σοβαρότητας, παρ-εξηγήσεις) για την ανθρώπινη ζωή (το πένθος ταιριάζει στη γυναίκα) ή τον χρόνο (διαδρομές, στην καθημερινή πράξη το ιδεώδες, κι άλλη χρονιά όπως φαίνεται, οι ηλικίες του κυνηγού). Η ποιήτρια έρχεται σε έναν διακειμενικό διάλογο παρωδώντας λογοτεχνικά έργα (εκατό χρόνια σοβαρότητας, παρ-εξηγήσεις) και μύθους αρχαιοελληνικούς ή χριστιανικούς (επτά επί Θήβας, ένδεια ή οι ηθοποιοί ήταν άντρες, Σαλώμης άγος).
Το αποφθεγματικό ύφος, ενίοτε στο τέλος του ποιήματος, ως επιμύθιο (με πανσέληνο, τα παιδιά, αφορμή για ποίημα, τι είπε το δέντρο, στων άστρων τις βοσκές, μάταιη γη), ενισχύει τον στοχαστικό προσανατολισμό (πόσο μακριά χρειάζεται να πας, παρ-εξηγήσεις, το πένθος ταιριάζει στη γυναίκα). Σε σύμπνοια με τον εξουσιαστικό λόγο, από τον οποίο δεν χειραφετείται, προσπαθεί να ωθήσει τον κριτικό προβληματισμό για τον ανθρώπινο βίο, μακριά από την εικόνα και τις κατασκευασμένες αλήθειες, ως εύκολες απαντήσεις. Στην ποιητική της αντανακλάται ο διπολισμός της σύγχρονης σκέψης. Οι αντιθέσεις (το άλλο μισό, σαν παραμύθι, με πανσέληνο) φέρνουν στον νου τη σύγκρουση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, ανάμεσα στην ευαισθησία για τον Άλλο και την ελπίδα ότι η αλλαγή θα επέλθει με την αλλαγή σκέψης των ανθρώπων μέσα σε ένα ατομικοκεντρικό πεδίο πρόσληψης και εξέλιξης.
Η γλώσσα της ποίησης, ως παρεκκλίνουσα από το “κανονικό”, χρησιμοποιεί τη σύνταξη και τα γραμματικά και ρητορικά σχήματα, διαμορφώνει έναν λόγο πολυσημικό, που μένει ανοιχτός στην αναγνωστική νοηματοδότηση. Το νόημα, για τον Eagleton, δεν είναι κάτι που απλώς αντανακλάται στη γλώσσα, αλλά παράγεται από αυτήν∙ έξω από τούτη δεν υπάρχουν νοήματα ή βιώματα. Η γλώσσα παράγει κι ερμηνεύει την πραγματικότητα. Παρά το γεγονός ότι ο αναγνώστης της Λυμπέρη παρασέρνεται στις στοχαστικές ατραπούς της για το υπαρξιακό τραύμα, δεν καταφέρνει να δραπετεύσει από την ατομική θέαση του περιβάλλοντος χώρου.