Scroll Top

Παύλος Μεθενίτης, ” Άδειο άλογο” – Κριτική από τον Ευάγγελο Αυδίκο

Τα λογοτεχνικά βιβλία που εκδίδονται μέσα στη διάρκεια του 2020 αποτελούν ένα ιδιαίτερο σώμα, μιας και σε όλα τα εγγενή προβλήματα που παρουσιάστηκαν λόγω της παρατεταμένης μνημονιακής περιόδου, προστέθηκε και η κορονοπερίοδος που στέρησε από τα εκδιδόμενα βιβλία τη ζέση της αγκαλιάς των αναγνωστών και αναγνωστριών στις βιβλιοπαρουσιάσεις, όσο κι αν αυτές στοχοποιήθηκαν για διάφορους λόγους.
Εκδοτικό προϊόν του 2020 είναι και το μυθιστόρημα του Παύλου Μεθενίτη, ο οποίος επιστρέφει στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων και τις οθόνες των ηλεκτρονικών μέσων, με μυθιστόρημα, ύστερα από ένα διάλειμμα δέκα ετών. Θα μπορούσε ισχυριστεί κάποιος ότι το καινούριο του μυθιστόρημα έχει υπόρρητη πλην σαφή επικοινωνία με τους προηγούμενους θεματικούς άξονες. Ο ιστός που διατρέχει όλα τα μυθιστορήματα είναι η σχέση του ατόμου με το κοινωνικό περιβάλλον και οι επιπτώσεις αλλά και μεταλλάξεις του, που τον οδηγούν στη διαμόρφωση αντιρρητικής συμπεριφοράς.
Στο καινούριο του μυθιστόρημα το άτομο βιώνει και σωματικοποιεί τις κοινωνικές αλλαγές στο οικογενειακό και το φιλικό περιβάλλον, τη γειτονιά και την πόλη. Ωστόσο, η αντίδρασή του αποκτά ακραίες, αυτοκαταστροφικές εκφάνσεις ως μια μορφή εκδίκησης, την οποία αντιμετωπίζει ως μια ηδονή της ζωής, ίσως η μόνη που αναδύεται μέσα από τα συντρίμμια της ζωής του.
Το «Άδειο άλογο» του Μεθενίτη συνιστά συμπύκνωση αλλά και απόληξη των προηγούμενων μυθιστορημάτων του. Σ’ αυτό η μορφή που επιλέγεται, ο παραληρηματικός μονόλογος, είναι στέρεος αφηγηματικός τρόπος – αν δεν επιβάλλεται- που αντανακλά την ψυχολογική κατάσταση του ήρωα, τα πολλαπλά αδιέξοδά του, τα οποία θέτουν σε δοκιμασία την ίδια την βιολογική του ύπαρξη. Επιπλέον, ο ήρωας αισθητικοποιεί την απόληξη των προηγούμενων αφηγηματικών καταθέσεων του συγγραφέα. Υπ’ αυτή την έννοια, ο παραληρηματικός λόγος και η ζωή του πρωταγωνιστή στο «Άδειο άλογο» συνοψίζει τις αντιφάσεις της μεταπολίτευσης, της μεταπολεμικής Ελλάδας θα έλεγα, με τις μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις των ανθρώπων. Ένας κόσμος που έχασε την ψυχή του, άνθρωποι που συμβιβάστηκαν, σχέσεις που ορίζονται από το εκάστοτε προσωπικό συμφέρον. Συνεπώς, δεν θα ήταν μακριά απ’ αυτό που βρίσκεται ως υπόστρωμα στο μυθιστόρημα αν ισχυριζόμουν πως το «Άδειο» άλογο είναι και μια αλληγορία για τη μεταπολεμική ελληνική ιστορία με όχημα μια προσωπική υπόθεση
Ο Ηλίας Πανταζής, ο πρωταγωνιστής, άνεργος, θύμα των μνημονίων αλλά και της αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, έχει χάσει τα πάντα. Τη δουλειά του , τη γυναίκα του που τον εγκατέλειψε και τον γιο του που υπεραγαπά. Αισθάνεται πληγωμένος και προδομένος από τον παιδικό του φίλο, τον Νίκο. Ως αφηγηματικό χαλί στις ζωές των δύο φίλων προβάλλεται η μεταπολεμική Ελλάδα, τα ερείπια που άφησε ο Εμφύλιος, οι κατεστραμμένες ζωές.
Ο Ηλίας και ο Νίκος ανήκουν στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, αυτή που μεγαλώνει στα απόνερα των όσων συνέβησαν μετά τον Εμφύλιο και τη στρέβλωση που επακολούθησε. Ο Μεθενίτης χρησιμοποιεί αυτούς τους ήρωες ως εμβληματικές μορφές για τη μετάλλαξη στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση. Από τη μια μεριά όσοι επιχείρησαν να επιβιώσουν, συνεπείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη ζωή τους και τις αντιφάσεις τους (Ηλίας). Από την άλλη, στέκει ο Νίκος, το σύμβολο εκείνων που απομακρύνθηκαν από τις μνήμες. Αξιοποίησαν τις ευκαιρίες κι έτσι μπόρεσαν να αναδειχθούν στην ηγεσία της οικονομίας και της κοινωνίας. Άπληστοι και εκδικητικοί προς όσους υπενθυμίζουν το παρελθόν.
Όλα αυτά προκαλούν και επιβάλλουν την επιλογή από τον συγγραφέα της αϋπνίας ως πεδίου , που συνδιαμορφώνει συνθήκες για τον παραληρηματικό λόγο. Ο ύπνος στοιχειώνεται από την ήττα που υπέστη σε όλα τα πεδία. Πάνω από το κρεβάτι του αντικρίζει το «λευκό κενό του ταβανιού». Σ’ αυτή τη λευκή οθόνη προβάλλεται η ζωή του.Η ενηλικίωσή του με το τσιγάρο και το μπουρδέλο, τα εφηβικά προβλήματα, η εργασία στο λιμάνι του Πειραιά, οι μίζες , η ηδονή της μηχανής και της κόντρας, ο γάμος, οι οικογενειακές ιστορίες με τις σφαίρες ντουμ ντουμ. Σ’ όλα αυτά εμφιλοχωρούν σκέψεις για τη διατροφή αλλά και τη συνωμοσιολογία.
Όλα αυτά συνθέτουν το υλικό που χρησιμοποιεί ο δημιουργός , για να στήσει τον παραληρηματικό του λόγου. Η αϋπνία γίνεται η προσωπική του κόλαση, μια αϋπνία που δεν είναι βιολογική. Προέρχεται από την αδυναμία να ανταποκριθεί στη φράση «φτιάξε ένα όνειρο και μπες μέσα». Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται ο αφηγητής, στο μεταίχμιο του ύπνου και της αϋπνίας, του ονείρου και της σκληρής πραγματικότητας, στις προσδοκίες και το ναυάγιό τους. Η ίδια η ύπαρξή του είναι μεταιχμιακή, αισθάνεται απαρέσκεια για το σώμα του.
Οι αφηγηματικές επιλογές του Μεθενίτη για να οργανώσει την ιστορία του είναι συνεπείς προς όλη την ατμόσφαιρα και τη ζωή του ήρωά του. Θα ήταν παράλογο να χρησιμοποιούσε ο Ηλίας Πανταζής γλώσσα «ευπρεπή». Η γλωσσική του ασέβεια είναι αντανάκλαση της ψυχικής, μεταιχμιακής του κατάστασης. Διαφορετικά, θα κατέληγε σε νερόβραστο αποτέλεσμα.
Το «Άδειο άλογο» του Μεθενίτη είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που ηχεί ως υπόμνηση της μακράς πορείας που διανύθηκε, για να φτάσει η ελληνική κοινωνία σε μια κατάσταση αυτοκτονική. Η επιλογή του πρωταγωνιστή προφανώς μας θυμίζει τα συλλογικά μας αδιέξοδα και τις αυτοκαστροφικές επιλογές που έγιναν.

Παύλος Μεθενίτης, Άδειο άλογο, μυθιστόρημα. Εκδόσεις Εύμαρος 2020, σελ.189