Scroll Top

Συναντήσεις παντός καιρού 4Χ4/Ποιήσεις #2 – Παρουσίαση από την Νικολέττα Κατσιδήμα Λάγιου

   Ο ποιητικός διάλογος κι η γόνιμη συμπόρευση κι αλληλεπίδραση των δημιουργών είναι από τις πιο ευτυχείς στιγμές της βιβλιογραφίας. Ο δεύτερος τόμος μιας τέτοιας προσπάθειας, εμπνευστής της οποίας είναι ο ποιητής Αντώνης Δ. Σκιαθάς, βρίσκεται στα χέρια μας μέσω της συνεργασίας των εκδόσεων «ΑΩ» και «ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ». Σε αυτόν, οι ποιητές που συστρατεύονται με όπλο την πένα τους είναι: Κώστας Α. Κρεμμύδας (Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τις αμαρτίες σου), Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος (Εγκλησμός), Γιάννης Πανούσης (Ποιήματα) και Νίκος Φωτόπουλος (Λύπες λιμναζόντων υδάτων).

Ο Κώστας Α. Κρεμμύδας βαθιά υπαρξιακός με το μεγεθυντικό φακό που μόνο η τέχνη μπορεί να τοποθετήσει πάνω από τα πράγματα γράφει:

Οι σκοτωμένοι συνήθως δεν έχουν αξία χρήσης. Τι να τους κάνεις
πεθαμένους ανθρώπους;
Κι εγώ δεν ήθελα να μαθαίνω
άχρηστα πράγματα Προτιμούσα τα
χρήσιμα: να φυτεύω μια ορτανσία, να τη βλέπω ν’ ανθίζει, να βάζω
νερό στ’ αηδόνια να τ’ ακούω να κελαηδούν, να μαζεύω
πεταμένα χαρτάκια και να σκαλίζω στίχους με λέξεις

Η ζωντανή και μεστή στερεότητα των οπτικών εικόνων μάς οδηγούν σε ένα είδος ξαφνικής φώτισης (sudden illumination) μέσω του εναγκαλισμού της λιτής ομορφιάς για την οποία πάντοτε διψούσε και θα διψά εσαεί ο άνθρωπος, καθώς το ιδεολογικοποιημένο κάλλος κι η ανθρωπιά είναι έννοιες συνώνυμες.

Μια πικρή ειρωνεία που δεν εκπίπτει ποτέ σε παραίτηση (κάθε άλλο, δίνει την αίσθηση της επαναστατικής αφύπνισης) διαχέεται στους στίχους του:

Εξομολογούμαι συχνά στον έφορο της περιφέρειας
στους δικαστικούς αντιπροσώπους
που ψάχνουν μάταια το όνομά μου στους καταλόγους
Στα χρυσοποίκιλτα άμφια
των επισκόπων εξομολογούμαι Στα ανοιχτά παράθυρα που μανταλώθηκαν εσχάτως
Στον κρεοπώλη της γειτονιάς
Στον αστυφύλακα που περιπολεί μονάχος τις νύχτες
Στον δικαστικό επιμελητή με τα δεκάδες κλητήρια θεσπίσματα
που χαρταετούς τα αφήνει στον αέρα
Στους στρατοδίκες εξομολογούμαι και στις βαριές ποινές τους
[τρόμος κι εξουσία ανέκαθεν πληγές στα σώματά μας]

Μιλώ συχνά για τα’ αμαρτήματά μου
απολογούμαι εκ γενετής για να ‘χω ήσυχη συνείδηση στην γκιλοτίνα

Φροντίζω πάντα
να διατηρώ καλές τις σχέσεις μου με δήμιους

Θέτει ερωτήματα που αυτομάτως αναφλέγονται ως απαντήσεις:

«Με πόσα δάκρυα πάντα γράφεται ένα μέλλον;»

ή

Ένας πολιτικός μπορεί να γίνει ποιητής;
Ένας ποιητής ξεπέφτει σε πολιτικό;

  Με έντονα στοιχεία αυτοαναφορικότητας αποκαλύπτει το κίβδηλο κατακεραυνώνοντάς το:

Ο ποιητής;
Η αισθητική της ατάκας
Το βάθος του στίχου
Από εκεί θυμηδία
Από δώ συγκίνηση

Πένα λυτρωτικά γυμνή, διαπιστώσεις αμείλικτες, που οδηγούν τον αναγνώστη σε μία βίαιη επιστροφή στην ουσία

Γι’ αυτό χτυπούν αλύπητα Για να φοβάται ο κόσμος και για να
πονά
Με φόβο και με πόνο μεγαλώνει ο άνθρωπος
Οι νικημένοι κι οι νικήσαντες

  Ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος στον «Εγκλησμό» αντιπαρατάσσει στην πάνοπλη ασχήμια την άοπλη αλλά τόσο αλεξίσφαιρη μνήμη της ομορφιάς:

Μου έλειψαν οι διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχεία κάθε λογής
η βόλτα μας στο Σούνιο
οι περίπατοι στο Μοναστηράκι με το δικό σου ωραίο βήμα
Η κρυμμένη στη χούφτα της Βενιζέλου πασχαλίτσα

  Και την ανάγει σε μεταφυσική τελετουργία:

Κατοχύρωνε τη μνήμη ως λειτουργία και προσευχή

  Με όχημα άλλοτε την ευθύβολη, χωρίς περιστροφές κι ωραιολογίες διατύπωση κι άλλοτε με λόγο βαθιά συμβολικό που αποπνέει ποιητική γενναιότητα και βαθύ στοχασμό μας οδηγεί σε μια σκληρή σιωπή, ως αποτέλεσμα της επίγνωσης πως όλα έχουν ειπωθεί:

Εγκλησμός σε μικροεγωισμούς, ανήμπορος
Εγκλησμός της ανθρώπινης ύπαρξης, ηττημένος

  Ο έρωτας, όλο σάρκα κι αισθησιασμό επελαύνει κι αποκαλύπτει το alter ego του, την ποίηση:

Συσπάστηκα, με σωστή κραυγή καθαρή
ανάμεσα στα υγρά σου μέλη
κι ακινητοποίησα μια φλόγα στη σχισμή σου
Γι’ αυτό δεν σου άφησα ούτε ένα ποίημα αδιάβαστο στο σώμα

  Κι από την αυστηρά προσωπική ατομικότητα ή μάλλον εξαιτίας αυτής, κατορθώνει την ταύτιση μέσω της επίγνωσης μιας κοινής μοίρας:

Απλώς σχεδίαζαν το γέλιο να μας εκδικηθεί
να κατατρώγει τα δόντια και την αθωότητα
της σπαρμένης άνοιξης

  Με αφοπλιστική πυκνότητα κι ακρίβεια διαβλέπει την υποκρισία και διατείνεται

Σε καμία αθωότητα δεν πιστεύω

  Προάγοντας τον πόθο για ελευθερία ως πολιορκητικό κριό:

Στις εμβολές της αγάπης, εκεί που αυτοί έλιωσαν
Ανυπότακτος κι εγώ Βρήκα τη θέση μου.

  Ο Γιάννης Πανούσης ακροβατεί συνειδητά μεταξύ της πραγματικότητας και του φαντασιακού. Με αφετηρία τη λογική τερματίζει στο ά-λογο, χωρίς να το δαιμονοποιεί:

Η πόρτα που χρόνια κανείς δεν ανοίγει
ούτε σκεβρωμένη
ούτε κλειδωμένη
είναι
Καθώς δεν οδηγεί πουθενά
οι ένοικοι του σπιτιού
έχουν κρύψει το κλειδί σε μυστικό ερμάρι
μήπως το χρειαστούν
κάποια δύσκολη ώρα
που θ’ αποφασίσουν να δραπετεύσουν απ’ την πραγματικότητα

  Εξομολογητικός, ψυχογραφεί τον εσωτερικό εαυτό κι αποκαλύπτει έναν κόσμο «περίεργο» που πηγάζει από την εμπειρία αλλά είναι τόσο διαφορετικός από αυτήν:

Κι όμως κανείς ακόμα δεν ανακάλυψε το χάπι της ευτυχίας
κι έχουν αφήσει το post human being με ζωγραφισμένη την απορία
στο πλαστικό πρόσωπό του
και στα ηλεκτρονικά του μάτια
για το τι θα σημαίνει να νοιώθεις ανθρώπινο πόνο
όταν όλοι γύρω σου
συνεχώς θα χαμογελάνε
με βιοχημική ευφροσύνη.

Δεν επιθυμεί να ξεφύγει από τον κόσμο αυτό. Τον περιγράφει λεκτικά, εν είδει γνωστικής ταυτοποίησης της ήττας και της ενοχικής επίγνωσής της.

Ηττημένοι
Στην πραγματική μάχη των διανθρώπινων σχέσεων
αποφασίσαμε να νικήσουμε
τους φανταστικούς εχθρούς
με τα ποιήματά μας και αυτά
αντί για την ηδονή της μυστικής μύησης
μας γέμισαν με τις ωδίνες ενοχών

Τα ποιήματα δεν θέλουν να ενηλικιωθούν
για ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους,
κι οι ποιητές δεν θέλουν ν’ απολογηθούν
για τις αυταπάτες τους.

Διακρίνει τη λεπτή, διαχωριστική γραμμή μεταξύ ποίησης κι οίησης και χρεώνει στη δεύτερη την έκπτωση της «μυστικής μύηση» σε «ωδίνες των ενοχών».
Η αυτοαναφορικότητά του δρομολογείται κυρίως προς την κατεύθυνση της εξύψωσης της δράσης. Πρόκειται για μια τελεολογία χρηστική, καθημερινή, με βάση το Πρωταγορικό «μέτρον πάντων άνθρωπος».

Τώρα είναι η στιγμή
Να πάψεις να γράφεις στίχους
και ν’ ανοίξεις επιτέλους
το παράθυρο
για να φύγει η σκόνη του αραχνιασμένου λεξικού
των όρων και των ορίων
και για να ξανασυναντήσεις
την πραγματική ποίηση της ζωής
στο γέλιο ενός παιδιού
και στο κλάμα μιας μάνας

Και με ειλικρίνεια και γενναιότητα αποκαλύπτει την ουσία στα «Σπαράγματα»

-δεν υπάρχουν φίλοι, αλλά μόνο συνεργάτες
-δεν υπάρχουν αγάπες, αλλά μόνο σεξουαλικές εμπειρίες
-δεν υπάρχει μπέσα, αλλά μόνο τακτικός ελιγμός
-δεν υπάρχουν κοινωνικοί αγώνες, αλλά μόνον επενδύσεις
(το κράτος των «ούχων»)

  Ο Νίκος Φωτόπουλος στις «Λύπες λιμναζόντων υδάτων» ρυτιδώνει τη φαινομενική ηρεμία της επιφάνειάς τους μετουσιώνοντας σε βουβό σπαραγμό την συνειδητοποίηση της φθοράς:

Κοίτα τώρα τις ρυτίδες σου
πώς απλώνονται στις πεδιάδες του χρόνου
σαν χαρακώματα και ασυμμετρίες αριθμών
πληγές από συνθήματα και οδοφράγματα
που καθρεφτίζονται σε ουρανούς γυάλινων κυμάτων
γιατί οι νύχτες που ξόδεψες
στα υπνοσέντονα και στις κουβέρτες
άμισθων εξομολογητών
μαθαίνοντας να συλλαβίζεις την αληθινή σιωπή
δεν έφεραν την Άνοιξη που ονειρεύτηκες

  Οι στίχοι του ταξιδεύουν από την πρωτογενή, αισιόδοξη επιθυμία έως και την ιερή θλίψη της ματαίωσης:

Θέλω να χτίσω ένα σπίτι
να θεμελιώσω απ’ την αρχή
την αδικαίωτη ψυχή ενός παιδιού

που δεν του δόθηκε στεριά
μήτε νερό ή έστω λίγα ψίχουλα χαράς
μες στη θνητότητα των βίων και των οραμάτων

Σεμνοί μέσα στην άχραντη κούρασή τους, σχεδόν χαμογελούν μ’ ένα μειδίαμα συγκρατημένης απελπισίας:

Σήμερα ορθώνονται συρματοπλέγματα
για να μην δραπετεύσουν ποτέ
οι λύπες των λιμναζόντων υδάτων

  Αναθαρρεύουν όμως και τραγουδούν θεραπευμένοι το ωραίο χρέος : να ξέρεις την τραγική ματαιότητα και να υψώνεσαι γευόμενος τη χαρά της ζωής, της τόλμης, της γενναιότητας.

Να αναδειχθείς άξιος του χρώματος
και να θυμούνται οι μελλούμενοι των ουρανών
πως δεν υπήρξες ελάχιστος και φοβικός
παρά μόνο ένα δέντρο που ‘θελε δάσος να γενεί

  Κι ο Έρωτας, φωτοδότης Απόλλωνας, γεμάτος διανοητική ηδυπάθεια δραπετεύει απ’ τη φθορά μέσα από τη δυναμική της άφθαρτης μνήμης:
Και ας ξεφτίζουμε μες στην οξείδωση του τίποτα

πάντα από μέσα μας
θα αναβλύζει λίγο αθώο αίμα
για να ομορφαίνει
το αιωνόβιο πάθος της αγάπης μας

ή αλλού:

Χειροδικεί ο έρωτας εντός μου
κρύβεται στα χαρακώματα της ομορφιάς
τις οιμωγές και τις κραυγές του πλήθους αγνοεί
λογοδοτεί μόνο στο αίμα της δημιουργίας.

  Στην ποίηση του Φωτόπουλου η ρεαλιστική συναίσθηση της πραγματικότητας κι η εσκεμμένη «ακύρωση» της λέξης (που γίνεται όμως μέσω της ίδιας της λέξης) λειτουργούν ως κάτοπτρο αυτοεπίγνωσης και αποθεώνουν την ποιητική:

Χρόνια ολόκληρα καθρεφτιζόμαστε φιλήδονα
στα διάφανα νερά των άδειων λέξεων
ξεκούρδιστες φωνές
ξεκούρδιστες ψυχές
που την αγάπη ρήμαξαν
μες στον πληθωρισμό των αριθμών και των τεράτων