Scroll Top

ΤΟ ΚΩΜΑ, ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΡΟΥΣΚΑ

 

Κυριάκος Δημητρίου, Το κώμα, Νουβέλα, εκδόσεις Πορεία, 2017

γράφει ο Γιώργος Ρούσκας

«το σάβανο της ψυχής του»

 

 

Όταν το σώμα μίας νουβέλας έχει τόσες φιλοσοφικές και στοχαστικές καμπύλες, ο έρωτας είναι αναπόφευκτος. Αν προστεθούν το ύφος, το μυστήριο και το απροσδόκητο, τότε το «αναπόφευκτος» ακολουθείται από το «μοιραίος».

Μετά από το υπέροχο Άνθρωποι στο βαγόνι [1], πρόκειται για το πέμπτο βιβλίο του ταλαντούχου Κυριάκου Δημητρίου (οκτώ ως σήμερα), όπου ένας από τους κύριους άξονές του, μεταφέρεται αυτούσιος και στο επόμενο [2]:

«Για τους άλλους υπάρχουμε μέσω των αισθήσεών τους, για τον εαυτό μας υπάρχουμε στη συνείδησή μας, στη δυνατότητά μας να σκεφτόμαστε την ύπαρξή μας, δηλαδή απλά να σκεφτόμαστε την ίδια μας τη σκέψη

Ξεκινώντας από το σημείο αυτό, πλέκεται μια απολαυστική όσο και τραγική νουβέλα, με νήματα από διάφορα κουβάρια: ανθρώπινες αδυναμίες, πάθη, ιδανικά, πεποιθήσεις, κοινωνικές και ταξικές αντιλήψεις, ναζισμός, υπεροχή, βία, εξουσία, γνώση, επιβολή, υποταγή, δύναμη. Το επόμενο βήμα, του καλλίγραμμου λογοτεχνικά σώματος της νουβέλας, προβλέπω πως θα είναι η μεγάλη οθόνη, με τους κριτικούς να συζητούν για το αν πρόκειται για ψυχολογικό θρίλερ, κοινωνικό δράμα ή ιστορικής φύσης ντοκιμαντέρ.

Η γλώσσα είναι στα «καλύτερά» της: ακριβολογία, ανυπαρξία περιττού, προσεκτική χρήση λέξεων ώστε να αποδίδεται στο μέγιστο η επιθυμητή συσχέτιση με την ιδέα, ρέουσα διατύπωση, πρωτοτυπία, τόλμη, ομιλούσα εικονοπλασία, βροχές συνειρμών, κ.α.

Όπως και να ιδωθεί το βιβλίο, είτε από το σκοπιά του Φορμαλισμού, είτε με τα μάτια της Νέας Κριτικής, είτε με τους φακούς του Δομισμού με βάση τις απόψεις τουDe Saussure ή με τις μεθόδους της Ψυχαναλυτικής Κριτικής ή ακόμα και του Πολιτισμικού Υλισμού, θα βρεθούν μπόλικα στοιχεία που θα ενθουσιάσουν τους ακολουθούντες οιαδήποτε από τις παραπάνω μεθοδολογίες. Αυτό στο οποίο θα συμφωνήσουν όλοι, με πρώτον εμένα, είναι ότι ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον «καλλιτεχνικό χρονότοπο» (βλ. Bahhtin) με τρόπο συναρπαστικό, για να περάσει ακανθώδη και φλέγοντα ερωτήματα στο συνειδητό και στο υποσυνείδητο του αναγνώστη.

Πώς γίνεται να είσαι σύντροφος, γιός, πατέρας, επιστήμονας διακεκριμένος και ταυτόχρονα βασανιστής στο Νταχάου; Πώς πείθεις τον εαυτό σου ότι πράττεις το σωστό, εγκληματώντας; Πώς μπορείς να αδιαφορείς για τον πόνο και εν τέλει τον σίγουρο θάνατο αθώων, χάριν ενός ιδεώδους, μιας πεποίθησης, μιας ισχυρής πλάνης ή ενός συστήματος ιδεών ή αξιών; Τι είναι σημαντικότερο; Η επιστήμη; Η βία; Η εξουσία; Η πάση θυσία ευόδωση του θεωρούμενου ως ιδανικού; Η πίστη; Ποιος πραγματικά είσαι; Τι θα άλλαζες αν μπορούσες να βγεις από το σώμα σου και να δεις και άλλες πλευρές; Υπάρχει επιστροφή; Μετάνοια; Αξιώνεις να σε συγχωρούν αλλά δεν συγχωρείς; Πώς έφτασες ως εδώ; Ποίο το τίμημα; Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς;

Αυτά και πολλά ακόμη μέσα από τη δυναμική των λέξεων του Κυριάκου Δημητρίου.

Στο έργο του αυτό, όπως και στα υπόλοιπα, πάντοτε καραδοκεί η επαφή με τον θάνατο:

«Οσφραίνομαι τον Άδη. Θα τυλιχτώ με λάσπη, σκόνη και στάχτη. Θα με σκεπάσει το μαύρο χώμα, θα πρηστεί το σώμα μου από τη γλίνα και τα τοξικά υγρά, ύστερα θα σκάσει, θα γίνω κοπριά και βορά των σκουληκιών

Στο προηγούμενό του βιβλίο [3]:

«οι εκατόμβες του Σομ – υπόγειες σήραγγες πλημμυρισμένες λασπόνερα, διασκορπισμένα οστά και πτώματα που αναθυμιάζουν σαπίλα και σκουληκιασμένη γλίνα

Ο πόλεμος, η κύρια αιτία:

«Σάπιες σάρκες, μισοφαγωμένα πρόσωπα, ακρωτηριασμένα κορμιά, πεθαμένες ψυχές, ξυλιασμένα κουφάρια στο ματωμένο Βερντέν

Αιώνια ζωή ή αιώνιος θάνατος;

«Κι όταν πεθάνεις, θα πεθάνει και κάτι από μένα, που θα καρτερεί το άλλο, ζωντανό κομμάτι να σμίξει μαζί του στον αιώνιο θάνατο

Αντίσταση στον θάνατο;

(α) Η σύνδεση με τη Φύση και το αγκάλιασμα του χρόνου:

«Εκείνη τη στιγμή τα πάντα πλημμυρίζουν βαθιά ηδονή, αναριγούν, τη φέρνει ένα μπούζι από τα δυτικά, μυρωμένη ηδονή, ο τελευταίος χαιρετισμός του ήλιου στη μέρα που έσβησε οριστικά από το χρονολόγιο του κόσμου»,

(β) ο κορυφαίος λυρισμός

«… Ο αέρας είναι γλυκός στα χείλη μου. Τα κυκλάμινα ξεπηδούν μέσα από τις πέτρες σαν πρόσκαιροι καταζητούμενοι, λαθρεπιβάτες σ’ αυτό το μαγευτικό μα απαγορευμένο πάρκο. Λίγο παραπέρα απλώνονται δεκάδες πολύχρωμα παρτέρια μ’ ολόφρεσκες τουλίπες, τα κεφαλάκια τους δροσίζουν τον αέρα, σαν ζαχαρωμένο παγωτό με μέλι και γεύση φράουλας και βανίλιας»,

(γ) ο έρωτας

«περιμένει τον παππού, νιώθει το σπινθηροβόλο βλέμμα του να χαϊδεύει τον λαιμό της, τα αυτιά της τον ακούει να σέρνει τα βήματά του στις στεγνές φλέβες των κίτρινων φύλλων…»,

(δ) η ομορφιά ανεξάρτητα από ηλικία:

«Τι όμορφη που είναι η γιαγιά –αστράφτει το μέτωπό της σαν τον άσπρο ουρανό, τα μάτια της δύο χάντρες χρυσαφένιες, καρδιά αρυτίδωτη, τραχιά γκρίζα κόμη, η φωνή της ξεχύνεται αιθέρια πάνω από τους υψωμένους φράχτες και σμίγει με τα κελαδήματα των αηδονιών»,

(ε) το όνειρο, οι παιδικές μνήμες:

«τα μαλλιά μας αστράφτουν φεγγαρόσκονη –θα ‘χει απομείνει από τα ψεσινά μας όνειρα–, η ατμόσφαιρα μυρίζει καμένη ζάχαρη κι αχνιστή γαλατόπιτα

Η αφήγηση, χτίστηκε με τη χρήση παλίνδρομης κίνησης και μεθόδου flash back. Μπήκα στον πειρασμό να την αναλύσω με μαθηματικά εργαλεία. Έβαλα σε διαγράμματα τις χρονολογίες των τριάντα δύο εκ των τριάντα τριών κεφαλαίων του βιβλίου, αφού στο τελευταίο επίτηδες δεν αναγράφεται ημερομηνία (άξονας Ψ του διαγράμματος 1 – πράσινης γραμμής, άξονας Ψ – κόκκινης γραμμής του διαγρ. 2), τους τόπους στους οποίους λαμβάνουν χώρα (άξονας Ψ του διαγράμματος 2 -μπλε γραμμής) και τη σειρά των κεφαλαίων (άξονας Χ σε όλα).Εκτός από την αναμενόμενη μορφή της τεθλασμένης γραμμής της συνάρτησης της αφήγησης, το εντυπωσιακό εύρημα είναι ότι σε όλα τα διαγράμματα, το τέλος βιβλίου και πρωταγωνιστή, προσομοιάζουν με το τέλος της ζωής, όπως θα το έδειχνε ένα καρδιογράφημα: ευθύγραμμο τμήμα.

Λόγω του περιορισμένου χώρου τούτης της ηλεκτρονικής φιλοξενίας, επισημαίνω κλείνοντας κάτι πολύ σημαντικό την παρουσία και της ποίησης (βλ. και Ρώμος Φιλύρας: Ο Πιερότος [4]):

«…ο παλιάτσος, ο αιώνιος θεατής των θεατών, παντοτινός μάρτυρας της ανθρώπινης μάσκας. Το φαρδύ σακάκι γλιστρά από τους ώμους του και πέφτει στη σκηνή, από κάτω φοράει ένα άσπρο πουκάμισο χωρίς γιακά – το σάβανο της ψυχής του.]

Αναφορές

[1]. Άνθρωποι στο βαγόνι, Διηγήματα, εκδ. Πορεία, 2016

[2]. Κυριάκος Δημητρίου, 2-5 ΜΕΤΑ ΜΕΣΗΜΒΡΙΑ, Νουβέλα, εκδόσεις Σμίλη, 2019, σ.71

[3]. Κυριάκος Δημητρίου, Άνθρωποι στο βαγόνι, ό.π., Ταξίδι στο Σομ, σ.55

[4] Ρώμος Φιλύρας, Ο Πιερότος, Η Ελληνική Ποίηση του 20ου αιώνα, επιμ.-ανθολ. Ευρυπίδης Γαραντούδης, εκδ. Μεταίχμιο, 2008, σ.57