Η τελευταία ποιητική συλλογή της Βίκυς Δερμάνη, που κυκλοφορεί υπό τον μονολεκτικό τίτλο Ενδορηγματώσεις, μια σύνθετη λέξη η οποία οδηγεί με άκρα ευθύτητα στο εσωτερικό τοπίο της ποιήτριας, στα πλήγματα και τις ρωγμές του, ανοίγει ουσιαστικά έναν διάλογο με τον θάνατο, όπως αυτός απλώνεται σαν αύρα μέσα στη ζωή για να την εμποτίσει, να τη στοιχειώσει, να τη σφραγίσει. Πρόκειται για έναν θάνατο προσωποποιημένο, απώλειες δηλαδή συγκεκριμένες με τις οποίες η ποιήτρια αναμετράται προκειμένου να μπορέσει να συμφιλιωθεί με το κενό και με την απουσία, αλλά και για τον θάνατο ως έννοια αφηρημένη που δίνει το παρών σε κάθε περιοχή της ζωής και της καθημερινότητας, μετουσιωμένος σε σκέψη, συνεχή και επίμονη, που λειτουργεί ως κέντρισμα του δημιουργικού ενστίκτου ακριβώς για να αποφευχθεί το λίμνασμα και η καθήλωση μέσα σε αυτή την οριακή, την τελειωτική συνθήκη. Ο θάνατος, όμως, με τον τρόπο που προσεγγίζεται από την Δερμάνη, μετακυλύει από το επίπεδο του γεγονότος στο επίπεδο της αίσθησης και γίνεται αίσθημα, συναίσθημα, συνθήκη μοναξιάς, απελπισίας, λύπης και μιας απέραντης, άφατης θλίψης για το πέρασμα του χρόνου και το βύθισμα του ανθρώπου μέσα σε μια πραγματικότητα η οποία γεμίζει από το κενό και από το τίποτα, γεμίζει από τη μνήμη όλων όσων υπήρξαν και δεν υπάρχουν πια, τονίζοντας εμφατικά πως αυτή είναι η αναπότρεπτη πορεία και διαδρομή, η αναπόδραστη αλήθεια.
Η δημιουργός μοιάζει να εμφορείται από μια ιδιαίτερη, μια ιδιότυπη ευαισθησία στο μέτρο και στο βαθμό που αφήνει τον σπαραγμό της να αναδυθεί χωρίς, όμως, ποτέ να εκπίπτει σε γλυκερούς, μελοδραματικούς τόνους. Αντίθετα, η ποιήτρια, σαν άλλος βράχος, στέκεται μπροστά στα κύματα αυτά της πικρής αλήθειας τα οποία επιχειρούν να τη λυγίσουν, να την κατανικήσουν και τεχνουργεί τις συνθέσεις της με την ανάλογη ψυχραιμία και με το θάρρος που απαιτεί και προϋποθέτει η δημιουργία, σε όποια τέχνη κι αν εκβάλλει, όποια μορφή κι αν υπηρετεί. Γιατί εδώ ακριβώς έγκειται και η προσφορά της τέχνης, στο γεγονός δηλαδή ότι προσφέρει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να δώσει μορφή και σχήμα σε όλο αυτό το υλικό που εδράζει στο θυμικό του, να το επεξεργαστεί μέσα στη συνείδηση και τη νόησή του και έτσι να αποκτήσει τη βεβαιότητα του ελέγχου του, έλεγχος που, αν προεκταθεί, φτάνει μέχρι το «εγώ» και καθίσταται αυτοέλεγχος και αυτογνωσία μαζί.
Η ποιητική γλώσσα της Δερμάνη υπηρετεί αυτήν ακριβώς την πρόθεση. Οι συνθέσεις της δεν παρουσιάζουν τίποτε το περιττό, τίποτε το πλεονάζον, γι’ αυτό μπορούν και λειτουργούν με τέτοια ευστοχία και δύναμη. Στην εύκολη και άμεση πρόσληψή τους καίριο και καταλυτικό ρόλο έχει το πρώτο ενικό πρόσωπο το οποίο κυριαρχεί προεξάρχει στις περισσότερες από τις συνθέσεις του βιβλίου. Θα έλεγε, μάλιστα, κανείς ότι πρόκειται για μια αυτο-βιογραφική, αυτο-αναφορική ποίηση, στον τύπο μιας ποιητικής προσωπικής κατάθεσης που εμπλέκει τον αναγνώστη και του εξάπτει το ενδιαφέρον και την προσοχή ακριβώς επειδή του δίνει τη δυνατότητα να εισχωρήσει και να παρακολουθήσει την εκτύλιξη της ψυχοσυναισθηματικής συνθήκης της ποιήτριας, όπως αυτή σταθμεύει σε καθένα από τα ποιήματα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η ενατένιση, αυτό το αντίκρισμα γίνεται σύμπτωση και ταύτιση, γίνεται ένωση του δημιουργού και του αποδέκτη με τον δεύτερο να συνειδητοποιεί όχι απλώς και μόνο ότι συναισθάνεται, αλλά ότι βιώνει την ποιητική εμπειρία σαν πραγματική, ότι μετέχει στο πάθος της ποιήτριας σα να πρόκειται για το ανθρώπινο, το δικό του πάθος.