Scroll Top

Δημήτρης Παπανδρέου | Η εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΩΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ ΤΗΣ ΝΕΟΣΥΣΤΑΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ.

Όταν η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας  αποφάσιζε τον Απρίλιο του 1827 να διοριστεί ο Ιωάννης Καποδίστριας κυβερνήτης της χώρας για επτά έτη παραδεχόταν ουσιαστικά ότι ο Έλληνας πολιτικός έπρεπε να έχει σημαντικό χρόνο στη διάθεσή του για να προβεί στους κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς που θα καθιστούσαν βιώσιμη την Ελλάδα που σχηματιζόταν σταδιακά ως κρατική οντότητα προσπαθώντας να αποκτήσει υπερασπίσιμα και ισχυρά σύνορα έναντι ενός αντιπάλου που μέχρι να πέσουν και οι τελευταίες υπογραφές των συνθηκών της Ανεξαρτησίας κωλυσιεργούσε συστηματικά.  

Η συμβολή του Καποδίστρια στην διασφάλιση της ελληνικής ανεξαρτησίας είναι ανεκτίμητη. Το σημαντικότερο επίτευγμα του Κυβερνήτη ήταν η επιμονή του στο ζήτημα των συνόρων καθώς,με τις συνεχείς εύστοχες παρεμβάσεις του προς τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις επέτυχε την τροποποίηση και βελτίωση των δυσμενών αρχικά συνοριακών διευθετήσεων που προωθούσαν οι Ευρωπαίοι.

Φθάνοντας ο Καποδίστριας τον Ιανουάριο του 1828 στην ρημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα είχε ως παρακαταθήκη τις πρόνοιες της Συνθήκης του Λονδίνου (Ιούλιος του 1827) το κείμενο της οποίας αποτελούσε βασικό θεμέλιο για τη επίλυση του Ελληνικού ζητήματος. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε ρητά την προσφυγή σε καταναγκαστικά μέτρα σε περίπτωση αρνήσεως των Οθωμανών να συμμορφωθούν προς τα αποφασισθέντα υπό των τριών συμβαλλομένων δυνάμεων.

Ο Καποδίστριας ήταν η μόνη πολιτική προσωπικότητα στην μικρή τότε ελληνική επικράτεια που μπορούσε να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια και, κυρίως, να φανεί ως αξιόπιστος συνομιλητής απέναντι σε κυβερνήσεις που αντιμετώπιζαν με καχυποψία τους γηγενείς πολιτικούς.

Αρκεί να αναλογισθούμε την τύχη προηγούμενων προσπαθειών των επαναστατημένων Ελλήνων να εισακουστούν τα αιτήματά τους από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.  Ούτε η Act of Submission προς τους Άγγλους, ούτε οι πρώτες διακηρύξεις της Επανάστασης που επεδίδοντο σε προξένους στον Ελληνικό χώρο έφεραν αποτέλεσμα. Ακόμα και σπουδαίες προσωπικότητες του φιλελληνικού κινήματος όσο και αν συγκινούσαν με τη δράση τους δεν κατάφεραν να ανατρέψουν την διστακτική έναντι των Ελλήνων πολιτική των ξένων δυνάμεων την κρίσιμη εξαετία 1821-1827. Αμέσως μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου έρχεται η εμβληματική προσωπικότητα του Καποδίστρια που ανέλαβε όχι μόνο την εσωτερική ανασυγκρότηση αλλά και το βάρος της διαπραγμάτευσης των συνόρων με τους Οθωμανούς. Την εποχή εκείνη η Ελλάδα  δεν διέθετε οργανωμένη διπλωματική υπηρεσία ούτε την στοιχειώδη γραφειοκρατία που απαιτούνται για τις περιστάσεις.  Ο Καποδίστριας τα έκανε όλα μόνος του.

Είναι γεγονός ότι η πολυετής ελληνοτουρκική σύρραξη είχε κουράσει και διχάσει ταυτόχρονα την Ευρώπη που αναζητούσε μια εσπευσμένη τακτοποίηση του ελληνικού ζητήματος. Ο μεγάλος Έλληνας διπλωμάτης κατάφερε να πείσει ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δύσκολα θα ορθοποδούσε με τα σύνορα που του επιφυλάσσονταν, και με παρελκυστική τακτική, κερδίζοντας χρόνο, οδήγησε τις διαπραγματεύσεις εκεί που ήθελε. Το κύρος του, η διεθνής ακτινοβολία, και η εξοικείωση με την ευρωπαϊκή διπλωματία ήταν εκείνα τα στοιχεία που συνδύαζε ο Καποδίστριας και έσωσαν την Ελλάδα στην κρίσιμη στιγμή. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1827, ο Καποδίστριας ενημέρωνε τον Ουίλμοτ Χόρτον, Υφυπουργό Αποικιών και Πολέμων της Αγγλίας, για την γενική κατάσταση της Ελλάδας, περιέγραφε τα εθνογεωγραφικά όρια του Ελληνισμού με αντικειμενικότητα και σαφήνεια προϊδεάζοντας τους ευρωπαίους συνομιλητές του για τα δίκαια αιτήματα του Ελληνισμού.  Οι συνθήκες ήταν τόσο δυσμενείς για την Ελλάδα που οι αρχικοί σχεδιασμοί του 1828 ήθελαν ένα αυτόνομο ελληνικό κράτος φόρου υποτελές στον σουλτάνο που θα περιλάμβανε μόνο την Πελοπόννησο και τα παρακείμενα νησιά. Προβλεπόταν ακόμη και τουρκική συμμετοχή στην ανάδειξη της εκτελεστικής εξουσίας.  Την συγκυρία εκείνη ο Ιμπραήμ βρισκόταν ακόμα στην Πελοπόννησο την οποία είχε ερημώσει κυριολεκτικά και, χάρη στους χειρισμούς του Καποδίστρια, επετεύχθη συμφωνία (Συνθήκη Αλεξάνδρειας) ανάμεσα στον Άγγλο ναύαρχο Κόδριγκτον και τον Μοχάμετ Άλη για την εκκένωση της Πελοποννήσου.

Στόχος του Καποδίστρια ήταν η εκδίωξη των Τούρκων μέχρι την γραμμή Άρτας-Βόλου και με αυτό το σκεπτικό ξεκίνησε τις συζητήσεις τον Σεπτέμβριο του 1828 στον Πόρο με τους Πρέσβεις των Τριών Δυνάμεων στην Πύλη (Στράτφορντ, Κάνινγκ, Ριμποπιέρ, Γκιγεμινό). Ο Καποδίστριας προσδοκώντας στην ρωσική υποστήριξη ζήτησε και την Εύβοια πέρα από την γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και κατέβαλε πράγματι εργώδεις προσπάθειες να κάμψει της αντιρρήσεις της Αγγλίας που ήθελε περιορισμένα όρια.

Ευτυχώς για την Ελλάδα, οι εξελίξεις που ακολούθησαν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829 τη διέσωσαν από τον εδαφικό περιορισμό σε μη βιώσιμα σύνορα και επέβαλαν την γραμμή που ζητούσε ο Καποδίστριας, ο οποίος κατάφερε να κάμψει τις αγγλικές αντιρρήσεις, εκμεταλλευόμενος και την καλύτερη θέληση που επεδείκνυε ο Υπουργός Εξωτερικών Άμπερντιν. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Κυβερνήτης διέσωσε και την Αιτωλοακαρνανία από την παραμονή της εντός της τουρκικής επικράτειας αναβάλλοντας με αριστοτεχνικό τρόπο την απομάκρυνση του ελληνικού  στρατού από εκεί μέχρι να διαμορφωθούν ευνοϊκότερες συνθήκες. Ο Καποδίστριας δεν έζησε για να δει την υπογραφή του οριστικού διακανονισμού Δυνάμεων-Πύλης τον Ιούλιο του 1832 που καθόριζε την οριστική συνοριακή γραμμή της Ελλάδας. Ωστόσο, σε αυτόν πιστώνεται η όλη προπαρασκευή του θετικού κλίματος που έπεισε το σύνολο των εμπλεκόμενων με τη ρύθμιση του Ελληνικού ζητήματος ότι η Ελλάδα θα έπρεπε και βιώσιμα σύνορα να αποκτήσει και να καταστεί παντελώς ανεξάρτητη από την Πύλη, που έφτασε σε σημείο να ζητάει και την αποστρατικοποίησή της.

Ο Καποδίστριας διαπραγματεύονταν σε μια περίοδο όπου οι ξένες δυνάμεις αμφιταλαντεύονταν για το μέλλον της Ελλάδος και μέσα από τις πράξεις τους έδειχναν ότι εξέταζαν το ενδεχόμενο μιας ελεγχόμενης ανεξαρτησίας.  Οι Γάλλοι, στο πλαίσιο της ανατολικής τους πολιτικής, είχαν τις δικές τους βλέψεις στέλνοντας στρατό στην Πελοπόννησο, και απέδειξαν δύο χρόνια αργότερα με την κατάκτηση της Αλγερίας τι επεδίωκαν στη Μεσόγειο.  Λίγα χρόνια αργότερα άλλα ξένα στρατεύματα, οι Βαυαροί θα συνόδευαν τον Όθωνα στην αποστολή του.  Ουσιαστικά η Ελλάδα τέθηκε υπό καθεστώς πρώιμης εντολής 100 περίπου χρόνια πριν την επίσημη θεσμοθέτηση του νεοαποικιακού αυτού συστήματος.  Οι επαναστατημένοι Έλληνες, χωρίς φυσικά να το γνωρίζουν, καθώς ουδείς φιλέλλην φρόντισε να τους ενημερώσει, βρίσκονταν εγκλωβισμένοι εντός των τότε αντιλήψεων περί διεθνούς δικαίου και κρατικής κυριαρχίας, εκφραζομένων δια του Άγγλου Λόριμερ, ο οποίος χώριζε την ανθρωπότητα σε τρεις κατηγορίες, ήτοι: α) αυτήν της πεπολιτισμένης ανθρωπότητας, β) της ημιβαρβάρου στην οποία περιλαμβάνονταν χώρες όπως η Τουρκία και η Κίνα, όπου η πλήρης εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου ήταν αδύνατες γ) την κατηγορία της αγρίας ανθρωπότητας απέναντι της οποίας οι πεπολιτισμένες πολιτείες δεν έχουν οποιαδήποτε διεθνή υποχρέωση.  Αυτό ήταν το ρυθμιστικό πλαίσιο των κανόνων απέναντι στο οποίο όρθωνε το ανάστημά του ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Για να αντιληφθούμε εξάλλου τις δυσκολίες της συνολικής εικόνας της διαπραγμάτευσης πρέπει να επιστρέψουμε νοερά στο κλίμα της διετίας του 1828-1829 όπου η Ελληνική υπόθεση μετεωριζόταν κυριολεκτικά μεταξύ αυτονομίας και ανεξαρτησίας.  Η ευκολία με την οποία η Στερεά Ελλάδα χανόταν ξαφνικά λόγω της Αγγλικής επιμονής που δεν ήθελε τους Έλληνες να αντικρύζουν τα Επτάνησα δεν πτοούσε τον Καποδίστρια που συνέχιζε να αγωνίζεται για την επέκταση της συνοριακής γραμμής όσο γινόταν βορειότερα.  Η μελέτη των πρωτοκόλλων του Λονδίνου (Νοέμβριος του 1828) και του Μαρτίου του 1829 αρκεί για να γίνει κατανοητό το δυσχερές της διαπραγμάτευσης.  Σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Μαρτίου οι Πρέσβεις τη; Αγγλίας και Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη θα διαπραγματεύονταν με την Τουρκία επί των εξής βάσεων: ίδρυση Ελληνικού κράτους φόρω υποτελούς στην Τουρκία που θα περιελάμβανε τις Κυκλάδες, την Εύβοια, την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα μέχρι των κόλπων Άρτας και Βόλου με μοναρχικό πολίτευμα και κληρονομικό χριστιανό ηγεμόνα, ο οποίος θα εξελέγετο υπό των τριών δυνάμεων σε συνεννόηση με τον σουλτάνο. Ο Καποδίστριας διαμαρτυρήθηκε κατά των αποφάσεων του πρωτοκόλλου αυτού και ειδικά ως προς το γεγονός ότι άφηνε εκτός τη Κρήτη και τη Σάμο που είχαν συμμετάσχει στον αγώνα.

Ακόμα και όταν υπογράφτηκε το πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας (Φεβρουάριος 1830) τα πράγματα δεν ξεκαθάρισαν καθώς ο υποψήφιος για τον Ελληνικό θρόνο Λεοπόλδος δεν δεχόταν να κυβερνήσει εντός των περιορισμένων συνόρων.  Τελικά ο Καποδίστριας με την ευστροφία που τον διέκρινε, εξασφάλισε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα στην συγκεκριμένη συγκυρία πετυχαίνοντας τη δημιουργία μιας εδαφικής επικράτειας με συνολική έκταση 47.516 τ.χ. Η συνδιάσκεψη του Λονδίνου που επελήφθη εκ νέου επί του Ελληνικού ζητήματος το Σεπτέμβριο του 1831 απεφάνθη οριστικά υπέρ της συνοριακής γραμμής Βόλου – Άρτας αντί της δυσμενέστερης αρχικά Αχελώου – Σπερχειού. Η Κρήτη έμεινε εκτός συνόρων γιατί οι Αγγλικοί σχεδιασμοί για την Ανατολική Μεσόγειο δεν συνέπιπταν με τις εθνικές επιδιώξεις.

Η δολοφονία του Καποδίστρια το Σεπτέμβριο του 1831 δεν του επέτρεψε να δει την πολιτική του να δικαιώνεται. Ο διμέτωπος αγώνας του Κυβερνήτη στο εσωτερικό και εξωτερικό αποδείχθηκε άνισος διότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι (Μαυροκορδάτος, Σπύρος Τρικούπης και άλλοι, όπως ο ποιητής Σούτσος) επέκριναν τον Κυβερνήτη, καθώς αδυνατούσαν να αντιληφθούν τι διαδραματιζόταν τόσο στον Πόρο όσο και στις ευρωπαϊκές αυλές, ούτε φυσικά είχαν την διορατικότητα του Καποδίστρια.  Ακόμα και ο Αδαμάντιος Κοραής, από την ασφάλεια του Παρισιού και ξιφουλκώντας κατά του Κυβερνήτη μέσα από την άνεση του γραφείου του υπονόμευε την εθνική προσπάθεια.

Οι επικριτές του Καποδίστρια αδιαφορούσαν ή δεν είχαν πληροφορηθεί ποτέ ίσως τα επιτεύγματα του στην Ελβετία και αλλού καθώς ο ίδιος ουσιαστικά αξιοποίησε το προηγηθέν διεθνές κεκτημένο του κατά την περίοδο από το 1828-1831 που διετέλεσε Κυβερνήτης.

Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι αν η ειρήνη στην Ευρώπη του 1815 και ο μηχανισμός επίβλεψης αυτής, που δρομολογήθηκε μέσα από τη διπλωματία των συνεδρίων που ακολούθησαν αυτό της Βιέννης, είχε καταφέρει να οδηγήσει στην δημιουργία μιας Κοινωνίας των Εθνών του 19ου αιώνα, ενός πρόδρομου Ο.Η.Ε, τότε ο Καποδίστριας πολύ πιθανό να ήταν ο πρώτος Γενικός Γραμματέας αυτού του οργανισμού με το κύρος που απολάμβανε διεθνώς. Ο άνθρωπος που τιμήθηκε από τους Ρώσους με την εμπιστοσύνη τους, θαυμάστηκε από τους Άγγλους για την πολιτική του μαεστρία στο ζήτημα της χάραξης των ελληνικών συνόρων, που αναγνωρίστηκε από τους Αυστριακούς ως άξιος αντίπαλος, ο πολιτικός που γεφύρωσε τις Αυστρορωσικές διαφορές στο ζήτημα της Ελβετίας, ο διπλωμάτης που απέτρεψε τον διαμελισμό της Γαλλίας το 1815 και την επιβολή σε αυτήν πολεμικών αποζημιώσεων, θα ήταν αναμφισβήτητα η εμβληματική και καθολικής αποδοχής πολιτική προσωπικότητα για να ηγηθεί ενός τέτοιου οργανισμού. Δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω εδώ ότι η Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΗ’ θέλοντας να ευχαριστήσει τον Καποδίστρια για τις υπηρεσίες του προσέφερε χρηματικό ποσό το οποίο ο Καποδίστριας αρνήθηκε, αντ’ αυτού δε ζήτησε να στείλουν οι γαλλικές βιβλιοθήκες αντίτυπα ελληνικών και αρχαιολογικών βιβλίων στα Επτάνησα. Ειδικά ως προς το ζήτημα της Γαλλίας, και σε συνάρτηση με αυτό που προαναφέραμε για το πόσο μακριά έβλεπε ο Καποδίστριας, αρκεί να ανατρέξουμε εκατό χρόνια πίσω στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Γαλλία στη θέση του νικητή αυτή τη φορά πίεζε και πέτυχε τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Γερμανίας και τη καταβολή πολεμικών επανορθώσεων επικαλούμενη το επιχείρημα της συλλογικής ευθύνης του γερμανικού λαού. Ο Καποδίστριας των συντηρητικών αντιλήψεων, ήταν σε θέση, να διακρίνει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις ευθύνες της ηγεσίας και λαού αποτρέποντας μια εκδικητική ενδεχομένως συμπεριφορά της Γαλλίας μετά το 1815.

Ο Καποδίστριας, τέλος, κρίνεται αν αξιολογηθούν τα επακόλουθα στην μετά Καποδίστρια εποχή, σε μια Ελλάδα που έπρεπε να περιμένει την αυγή του επόμενου αιώνα για να αντικρύσει την εμφάνιση μιας ανάλογου βεληνεκούς πολιτικής προσωπικότητας που μπορούσε να προβάλει τα δίκαια του Ελληνισμού με τρόπο ρεαλιστικό και ταυτόχρονα πειστικό.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο Καποδίστριας πέτυχε την χάραξη συνόρων εντάσσοντας στην πρωτογενή Ελληνική Επικράτεια περιοχές όπου οι Τούρκοι δεν καταδέχονταν αφενός μεν να παραχωρήσουν αφετέρου δε οι στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων δεν ήταν τόσο καταλυτικές ούτε είχαν εξουδετερώσει ολοσχερώς τους εναπομείναντες τουρκικούς θύλακες.  Άλλωστε ο αριθμός των Ελληνικών στρατευμάτων δεν ήταν τόσο μεγάλος ώστε να μπορεί να καλύπτει με την ίδια αποτελεσματικότητα το σύνολο των στρατηγικών σημείων στις υπό προσάρτηση περιοχές. Ας μην παροράται επίσης ότι η διαπραγμάτευση Καποδίστρια δεν ολοκληρώθηκε, όπως όλοι θα θέλαμε, στην πρώτη ηρωική εποχή της Επανάστασης αλλά αμέσως μετά την αιγυπτιακή εμπλοκή στο Ελληνικό ζήτημα όπου οι Τούρκοι άρχισαν να πιστεύουν ότι θα κέρδιζαν το χαμένο έδαφος των πρώτων ετών της Ελληνικής Εξέγερσης.

Βιογραφικό Δημήτρης Παπανδρέου

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου