Δημήτρης Ραυτόπουλος, Η κριτική της κριτικής, σελ. 341, ΔΑΡΔΑΝΟΣ- Γκούτεμπεργκ 2017
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Κριτική
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος καταθέτει μια συλλογή σημαντικών κειμένων για το ρόλο της κριτικής και την παλινδρόμησή της μεταξύ δόγματος και μόδας, προτείνοντας την θεώρησή της ως οργανικού μέρους του λογοτεχνικού έργου-
Η κριτική ως έριδα και έρωτας της λογοτεχνίας
Αυτή είναι μια κριτική εις τον κύβον. Κρίνει τον κριτικό Ραυτόπουλο που μας καταθέτει ένα πολυσήμαντο βιβλίο για τον ρόλο της κριτικής διά μέσου της ιστορίας. Δύσκολη δουλειά και όχι μόνο γιατί είναι γνωστή η αμέριστη εκτίμησή μου για το έργο του συγγραφέα, όχι μόνο γιατί ο ίδιος με έχει τιμήσει τα τελευταία χρόνια με εκτεταμένες κριτικές για δικά μου βιβλία, όχι μόνο γιατί του έχω αφιερώσει ένα δικό μου βιβλίο Εκουατόρια, αλλά και γιατί πρόκειται γιαένα ερεθιστικά ιδιότυπο έργο. Προσιδιάζει μάλλον στο δοκίμιο κατά την έννοια που είχε δώσει στο είδος ο Μονταίνιος, αλλά δεν του λείπουν οι καθαρά κριτικές ως προς συγκεκριμένα έργα σελίδες, συνεντεύξεις όπου επεξηγεί την προβληματική του και, κυρίως, ένα ιδιαίτερα πυκνό και εκτεταμένο πρώτο κεφάλαιο όπου έχουμε μια επισκόπηση της λειτουργίας της κριτικής από την κλασσική Ελλάδα ως τις μέρες μας. Όλα δε τούτα με το ένδυμα της πολεμικής, σήμα κατατεθέν του Ραυτόπουλου, που ασπάζεται προγραμματικά την αρχαιοελληνική ρητορική έριδα (λογομαχία, διακωμώδηση) ως προαγωγό της γνώσης και εν δυνάμει βελτίωση του κατατεθειμένου λόγου. Άλλωστε, ως απαρχή της κριτικής λειτουργίας προτείνει, μαζί με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, τους Βατράχους του Αριστοφάνη όπου έχουμε μια διακωμώδηση του ευρυπίδειου πραγματισμού υπέρ της αισχύλειας μεγαλοπραγμοσύνης (παράλληλα στηλιτεύεται η «παραλογοτεχνία» της εποχής, ο φιλολογικός λαϊκισμός και η εύκολη στιχουργική).
Η πολεμική του Δημήτρη Ραυτόπουλου –αν τον αποκωδικοποιώ σωστά- στρέφεται προς δύο κατευθύνσεις που δεν είναι διόλου άσχετες μεταξύ τους. Στο εκτεταμένο πρώτο δοκίμιο της συλλογής, αντιφώνηση κατά την ανακήρυξή του ως επιτίμου διδάκτορα του ΑΠΘ και που έχει ήδη εκδοθεί αυτόνομα από το περιοδικό Μανδραγόρας, κρίνεται μεταξύ άλλων ενδελεχώς η μετατόπιση του λογοτεχνικού γίγνεσθαι προς τον μεταμοντερνισμό. Ο κατά Ρολάν Μπαρτ «θάνατος του συγγραφέα», η δυσφήμηση του δημιουργού και του υποκειμένου της γραφής, η απώλεια του νοήματος, η περίπου ανυπαρξία της αντικειμενικής πραγματικότητας, η θεματική εσωστρέφεια, η σχετικοποίηση της αξίας του έργου (άρα και του αξιολογικού ρόλου της κριτικής), η κατάργηση των μεγάλων θεματικών γραμμών υπέρ μιας συγχρονικής εσωστρέφειας, δέχονται την κριτική του. Ο θρίαμβος της λεγομένης «θεωρίας» δηλαδή μιας μορφής διεπιστημονικότητας δίχως όρια και χωρίς αξιώσεις διαψευσιμότητας ή επαληθευσιμότητας, αντιμετωπίζει την κατεδαφιστική ανάλυση του κριτικού Ραυτόπουλου. Μεταξύ άλλων ανεκδοτολογεί παραθέτοντας στιγμιότυπο όπου ένας συνδαιτημόνας στρέφεται σε έναν άλλο με τα λόγια «Δόξα τω θεώ που είστε τρομοκράτης, εγώ φοβόμουν μην είστε θεωρητικός».
Για να φτάσει ως εκεί ο Ραυτόπουλος, έχει διεξέλθει με άνεση και κοφτή, άμεση γλώσσα όλα πρακτικά τα στάδια της λειτουργίας του κριτικού ως προνομιακού διαμεσολαβητή και ερμηνευτή του έργου, ως ένα είδος άνωθεν φυσικής επιλογής όπου τελικώς το καλύτερο (πλην ατυχήματος) θα θριαμβεύσει. Αλλά και του κριτικού ως συνδιαμορφωτή της λογοτεχνικής σκηνής, αφού με τον τρόπο του ωθεί προς νέες κατευθύνσεις, εντάσσει το έργο στο ευρύτερο κοινωνικό/ πολιτιτισμικό του πλαίσιο, προτείνει άμεσα ή έμμεσα καινοτομίες και λειτουργεί σα μπαμπούλας για τυχόν αστοχίες. Είναι γι’ αυτό που απευθυνόμενος σε νεότερους κριτικούς στην έξοχη συνομιλία του με τον Μισέλ Φάις στο περ. ΔΙΑΒΑΖΩ, τους παροτρύνει να ασχολούνται με έργα που αξίζουν τον κόπο. Πέραν τούτων όμως, στο θετικό ισοζύγιο της κριτικής παρεισφρέει η ίδια η συγγραφική λειτουργία: οι συγγραφείς μυθοπλασίας γίνονται κάποτε κριτικοί, όχι τόσο όταν πραγματεύονται διά των ηρώων τους κάποιο έργο τέχνης, όσο όταν υπερβαίνουν το παρελθόν με την κατεστημένη θεματική και μορφική του λειτουργία (την προϊστορία του είδους, θα λέγαμε) ωθώντας την λογοτεχνία προς τα εμπρός. Αυτό το «εμπρός» δεν σημαίνει αναγκαστικά «καλύτερο» έργο, αλλά ενδεχομένως έργο προσαρμοσμένο μορφικά στην εποχή, στα επιστημονικά δεδομένα, τις νέες θεωρίες και πολιτισμικές κατακτήσεις, όπως βεβαίως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις μόδες ποικίλων ιστορικών περιόδων (εδώ ο Ραυτόπουλος μας θέλει όλους – παραγωγούς, καταναλωτές και διαμεσολαβητές του γραπτού λόγου-ιδιαίτερα προσεκτικούς) .
Φυσικά, συχνά η κριτική κάνει λάθος, λόγω πρωτίστως του υποκειμενισμού που ενέχει. Εξαιρετικά συχνά μάλιστα αν σκεφτεί κανείς τον εντυπωσιακό κατάλογο έργων και συγγραφέων (από τον Μπωντλέρ και τον Ζολά ως τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, οι πρόσκαιρα αποσυνάγωγοι συγκροτούν εδώ ένα εντυπωσιακό κατάλογο) που έτυχαν της σκληρής αδιαφορίας ή και λοιδωρίας κριτικών και ομοτέχνων, για να αναγνωρισθούν αργότερα, ενίοτε με στροφή 180ο των ίδιων των αμείλικτων κριτών τους. Στο βιβλίο ωστόσο έχουμε μια εξαιρετικά πυκνή συμπόρευση φιλοσοφικών θεωριών και κριτικού έργου που ερμηνεύει εν πολλοίς τις …ερμηνείες (από τον Όσκαρ Γουάιλντ ως το Αντόρνο και από τον Ρουσσώ ως τον Χάιντεγγερ). Έχουμε με άλλα λόγια συντήξεις και αποκλίσεις, ωσμώσεις και διαχωρισμούς που άλλοτε εγκαθιδρύουν τον κριτικό ως αυτόνομο παραγωγό και άλλοτε τον τοποθετούν στο επίκεντρο του ίδιου του έργου. Έχουμε και άφθονη χολή για την κριτική προσέγγιση των έργων τους από τους θιγομένους.
Ωστόσο ο Ραυτόπουλος ασχολείται ελάχιστα με μονομέρειες, μικρότητες και συνωμοσίες και αποδίδει το λάθος της κριτικής πρωτίστως στον δογματισμό. Ως πρωτεργάτης από την δεκαετία του ‘50 της περίφημης «Επιθεώρησης Τέχνης» έζησε στο πετσί του της τυραννία της νομοτέλειας ή αλλιώς την άτεγκτη κομματική γραμμή που τότε υπηρετούσε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό (ακόμη και μετά τον θάνατο του Στάλιν). Και αν το ένα θύμα των εσωτερικών κομματικών δικών ήταν η ελευθερία, το άλλο ήταν η ίδια η ποιότητα της λογοτεχνίας. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο βρίσκει περισσότερο ασυγχώρητο ο Ραυτόπουλος αλλά στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα μέρη του βιβλίου βρίσκεται λ.χ. η διχοτόμηση του έργου του Καβάφη από τον Τσίρκα ώστε να καταβαραθρωθεί το ερωτικό, ηδονοθηρικό, «αστικό», ιδιωτικό του έργο υπέρ του «δημοσίου» (πρόκειται για την λεγομένη στα φιλολογικά πράγματα «τομή του 1911»), που θα απέληγε κάποια στιγμή στην απόδοση στον Καβάφη στου χρίσματος του παρεμβατικού, κοινωνιστή κ.ά. Ή ακόμη, η ίδια η στροφή του διαγραμμένου από το κόμμα Τσίρκα στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό σε μέρη της τριλογίας του αλλά κυρίως στην Χαμένη Άνοιξη. Ή ακόμη η δυσφήμηση του μεγάλου αυτόχειρα Κώστα Καρυωτάκη ως παρακμιακού, θανατολάγνου κλπ., ιδιότητες αντικείμενες στην επαναστατική γυμναστική. Ή τέλος η μη ενασχόληση της αριστερής κριτικής με τις φιλελεύθερες όψεις του Καραγάτση, ο οποίος αν και ασχολείται στα έργα του ενδελεχώς με αμιγώς πολιτικά/οικονομικά ζητήματα (π.χ. η Επανάσταση του ‘17, ο Τσάρος, η ελληνική αστική τάξη, η εκβιομηχάνιση της χώρας, ακόμη και το αγροτικό ζήτημα) εντούτοις αντιμετωπίζεται από την κριτική αποκλειστικά ως αδενοπαθής συγγραφέας του βρώμικου ερωτισμού και της προτεραιότητας στον ντετερμινιστικό βιολογισμό.
Ο Ραυτόπουλος δεν πετάει με τα απόνερα και το μωρό. Αν και γνήσιος μοντερνιστής, αναγνωρίζει τις ποιότητες και τις αναγκαιότητες του ρεαλισμού (υπάρχει και η πεισματάρα πραγματικότητα,βρε αδελφέ), προάγει την αναγκαιότητα των μεγάλων θεματικών αξόνων, διεξέρχεται με επιμέλεια (αν και εξ ανάγκηςαποσπασματικά) όλες πρακτικά τις θεωρίες προσέγγισης του λογοτεχνικού φαινομένου, δέχεται ότι οι νέες θεωρητικές προσεγγίσεις προσέφεραν πολλά «στην κωδικοποίηση του κόσμου» όπου στοχεύει το καλό λογοτεχνικό έργο, πριν ακόμα γίνουν δόγμα και μόδα. Η εμμονή του ωστόσο είναι η πρόοδος, η προσαρμογή, η οικουμενικότητα των αξιών του δυτικού πολιτισμού και βεβαίως της λογοτεχνίας. Αποτίει φόρο τιμής σε παραγνωρισμένους στις μέρες μας δημιουργούς όπως ο Αλέξανδρος Λασκαράτος τοποθετώντας τους στο ιστορικό τους πλαίσιο, σε νεότερες δημιουργικές φιλολογικές εργασίες (Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου) αλλά και σε συστηματικούς εργάτες της φιλολογικής έρευνας όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου (σε δυο μάλιστα κεφάλαια), χωρίς πάντως να χαρίζει κάστανα πουθενά.
Το βιβλίο θέλει προσεκτική μελέτη, αναδρομές, ξαναδιάβασμα, προκειμένου να αποκαλύψει τον εαυτό του. Το μόνο εκούσιο «λάθος» του κριτικού Ραυτόπουλου είναι πως ξεκινά να γράφει με την υπόθεση εργασίας ότι οι συνομιλητές του είναι με την παραδοσιακή έννοια του όρου επαρκώς «μορφωμένοι», επειδή αυτό δηλώνουν. Αμφιβάλλω από τη μεριά μου αν μια χώρα που δεν κατασκευάζει ούτε τα μανταλάκια που καταναλώνει είναι σε θέση να παίζει στα δάχτυλα τον Ντεριντά και τον Φουκώ. Απλώς, ως καλός ευπατρίδης ο Δημήτρης Ραυτόπουλος δέχεται αξιωματικά την ενημέρωση/ γνώση του κρινόμενου, του συνομιλητή ή του αναγνώστη και αρχίζει αμέσως μετά την δημιουργική έριδα που λέγαμε και στην αρχή. Έτσι κι αλλιώς οι ανταμοιβές είναι πολλαπλές για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.
Φωτογραφία: Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος με τη σύζυγό του Κλερ και ο Μιχάλης Μοδινός με τη σύζυγό του Άννα. Τζίτζινα, Κυνουρίας, Ιούνιος ’15, σε εκδήλωση για τον Θανάση Βαλτινό.