Scroll Top

Μιχάλης Μοδινός | Μαριάνε

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Μαριάνε

Ποιος από μας δεν πόθησε, κάποια στιγμή στη ζωή του, να εξαφανιζόντουσαν όλες του οι επιθυμίες; Ποιος  δεν θέλησε να διαλυθούν μες  στην καταχνιά οι πειρασμοί, να χαθούν μες  στο σκοτάδι οι πόθοι; Ωστόσο παραμένουμε δέσμιοι των επιθυμιών μας, των αναγκών εκείνων που διαρκώς μετεξελίσσονται. Πηγάδι δίχως πάτο. Δεν θα ‘θελα ποτέ να καταλήξω βουδιστής, πολλώ μάλλον  χριστιανός. Το μίσος του σώματος  και η καταδυνάστευση της φύσης πήγαιναν στο μυαλό μου χέρι-χέρι. Όλη η ιστορία της Δύσης  μήπως  σ΄  αυτό δεν συνίσταται;  Εξοβελισμός της επιθυμίας στο πυρ το εξώτερον. Γι’ αυτό χρειάσθηκε να δυσφημήσουμε την φύση –  την μέσα και την έξω. Κι΄  όμως,  συχνά στη ζωή μου ευχήθηκα να είχα καταντήσει συνεπής βουδιστής. Χλωμός, με ξυρισμένο κεφάλι, να τρέφομαι με ρίζες και να εκπνέω χωρίς να εισπνέω. Ευτυχώς μού    ‘φυγε γρήγορα η ιδέα και τότε ένοιωσα παραδομένος στις πιο παράλογες  επιθυμίες. Χωρίς όρια, χωρίς ορατό τέλος. Τελικά δεν είμαι ασκητής, δεν είμαι αναχωρητής. Γινόμουν έξαλλος όταν άκουγα τους Έλληνες της Εσπερίας ν’ αποθεώνουν την Ορθοδοξία ως  ανανεωτική, ανοιχτή, φιλελεύθερη. Κάποια εποχή  οι τέως αριστεροί βάλθηκαν να επιστρέψουν στις ρίζες τους και τότε τους έκοψα την παρέα. Τι κουταμάρες δεν άκουσα τότε Θεέ μου! Θα ήθελα να τους βάλω τιμωρία: να δουν είκοσι φορές την Έβδομη Σφραγίδα  κι΄  έπειτα ν’ αναπαράγουν την σκηνή της αυτομαστίγωσης μπροστά στον Πύργο του Άιφελ. Να σύρουν από ένα ξύλινο σταυρό μπροστά στο Ευρωκοινοβούλιο κι΄  έπειτα ν’ ανέβουν όλα τα σκαλιά γονατιστοί. Να στείλουν τους πρωτότοκους γιούς τους στον παππά της ενορίας τους  για εξομολόγηση. Κατανοούσα εν μέρει τη νοσταλγία, την ωραιοποίηση του παρελθόντος, την επιστροφή στις ρίζες, αλλά όχι κι΄  έτσι.

Μπορώ να δεχθώ ότι στην περιφρόνηση του υλισμού πολλοί βρήκαν τον εαυτό τους. Κάποτε ήταν τα παιδιά του Μάη του ΄68, αμέσως μετά οι χίππυς, αργότερα πήραν την σκυτάλη οι οικολόγοι. Υπάρχει τελικά η δυνατότητα ν’ απολαμβάνεις τη ζωή περιφρονώντας μέρος των υλικών αγαθών, το πιστεύω ολόψυχα. Εντάξει, το όριο δεν είναι σαφές και η Μαριάνε δεν έκανε παρά να μου το θυμίζει. Όμως αναμφίβολα σε όλα υπάρχει ένα μέτρο, αρκεί να το αναζητήσουμε μέσα μας- εκτός κι΄  αν μας προλάβει η ίδια η ζωή. Τα τρία χρόνια με την Μαριάνε με δίδαξαν πολλά. Είχε στυλ, είχε ύφος, ντυνόταν με κομψή ατημελησία, ζούσε σ’ ένα   διώροφο κτίσμα του δέκατου όγδοου αιώνα στο κέντρο της Αμβέρσας, αλλά ποτέ δεν υπέκυπτε στον πειρασμό του «παραπάνω». Ίσως να την καθοδηγούσε  η καλβινιστική  της παιδεία, ίσως η ένταξή της στους  Φλαμανδούς Πράσινους (μπορεί και το ανάποδο) πάντως  περνούσαμε εξαιρετικά καλά τρώγοντας  σπίτι, πίνοντας κάνα δυο σφηνάκια γενέιβερ στο γωνιακό μπιστρό  ή πηγαίνοντας μια  βόλτα στο πάρκο. Η Μαριάνε δεν είχε ανάγκη την πολυτέλεια. Ακόμη και η ίδια μας η σχέση κράτησε τόσο πολύ μεσούντος του γάμου μου ακριβώς επειδή  την υπέβαλε σε μια διαδικασία αυτοπεριορισμού. Πετσόκοβε τις απαιτήσεις της, και τις δικές μου.  Δεν υποχώρησε ποτέ στις επανειλημμένες προσπάθειές μου να την πείσω να εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες. Μου απαντούσε νέτα-σκέτα: «Αν αποφασίσεις ποτέ να χωρίσεις, μπορούμε να συζητήσουμε το θέμα της πραγματικής συμβίωσης. Στο μεταξύ, φαντάζεσαι  τη ζωή μας, αν έμενα σ’ ένα διαμέρισμα στην ίδια πόλη;»

Μπορούσα να τη φαντασθώ, αναμφίβολα. Είχε δίκιο ότι αυτό θα σήμαινε περισσότερες συναντήσεις, περισσότερα  ψέματα, μεγαλύτερο αίσθημα έλλειψης, επιπρόσθετη πικρία. Η Μαριάνε θα ένοιωθε ριγμένη σε μια σχέση όπου μόλις τελείωνε το δίωρό μας, μόλις χτυπούσε το καμπανάκι, θα την άφηνα  στο ζεστό απ’ τα κορμιά μας κρεββάτι για να επιστρέψω  στην οικογενειακή εστία – με την  ίδια ν’ αναρωτιέται πως θα περάσει το υπόλοιπο βράδυ της. Είχε αναμφίβολα δίκιο. Αντίθετα, η μικρή απόσταση  Βρυξελλών- Αμβέρσας επέτρεπε  μια εκατέρωθεν παλινδρομική εκτός έδρας μετακίνηση όπου  οι υποχρεώσεις ήταν λίγες και τα οφέλη πολλά. Στο κάτω-κάτω δεν έμενε στη Νέα Υόρκη ή έστω στην Στοκχόλμη. Μπορούσαμε να βλεπόμαστε στην Αμβέρσα, σπανιότερα στις Βρυξέλλες ή  σ’ ένα πανδοχείο στο μέσον της διαδρομής, χωρίς τον κίνδυνο να εντοπισθούμε από αδιάκριτα μάτια ή να βρεθώ κάποιο κρύο βράδυ στη δύσκολη θέση  να πρέπει να την συστήσω στη Χριστίνα και στα παιδιά. Η Μαριάνε είχε αίσθηση του μέτρου κι’ αυτό συντήρησε τον έρωτά μας. Ήταν διακριτική, αφοσιωμένη, απόλυτα ειλικρινής και, νομίζω, λελογισμένα άπιστη – όταν το σύνδρομο της χρονίζουσας μοναξιάς  δεν της επέτρεπε την πολυτέλεια  να προσθέσει κι΄ άλλα μακρά κενά βράδια στο κομπολόι τη έλλειψης. Άλλωστε ήταν κοινωνικό ον, είχε φίλους, ξαδέλφια, συντρόφους ακτιβιστές σκορπισμένους σε χωριά και πόλεις σε μια ακτίνα εκατό χιλιομέτρων: μια αδελφή  στο Μάαστριχτ, τον πρώην εραστή της στο Ντελφτ, τον πρώην σύζυγό της στη Γκενκ. Επιπλέον, πίστευε ότι ζούμε παραδομένοι σε μια κουλτούρα του ναρκισσισμού – το ομώνυμο βιβλίο του Κρίστοφερ Λας είχε γίνει το ευαγγέλιό της απ’ τα εφηβικά της χρόνια. Δεν θα  έχανε  λοιπόν εύκολα την βολή της, δεν θα μοιραζόταν την φωλιά της, αν αυτό δεν ήταν εξόφθαλμα ανταποδοτικό – οικονομικά και συναισθηματικά. Παραδεχόταν  βεβαίως πως η προσέγγισή της στη σχέση μας ήταν εγωιστική, ότι τελικά την βόλευε το γεγονός πως ήμουν παντρεμένος και μπορούσε έτσι να διατηρεί την αυτονομία της. Κάποτε, σε μια μικρή σκηνή –την τρίτη μόλις φορά που κάναμε έρωτα – μου είπε με μη απαραίτητο κυνισμό ότι  ευκολότερα θα αποχωριζόταν εμένα παρά τον δονητή της.  ‘Ένοιωσα σα να μην ήμουν παρά η  αφορμή για να μπει ο δονητής στο ON, και φυσικά είχα άδικο. Το κατάλαβα  λίγες μέρες αργότερα, όταν με οδήγησε ως το Ντελφτ, στο σημείο ακριβώς όπου ο Βερμέερ είχε ζωγραφίσει τον ομώνυμο πίνακά του  και μείναμε εκεί πετρωμένοι επί πολλή ώρα, καθώς έμοιαζε σαν τίποτα να μην είχε αλλάξει από τότε. Μου απαγόρευσε τρυφερά να φωτογραφίσω την πόλη και επέμενε να την κρατήσω στη μνήμη μου όσο καλλίτερα μπορούσα. Αργότερα,  πίνοντας τσάι στο σοφά της μου έδειξε την Άποψη του Ντελφτ σ’ ένα άλμπουμ με πίνακες της  Φλαμανδικής Σχολής και μου είπε ότι ποτέ δεν είχε ζωγραφισθεί κάτι καλύτερο, ότι «ποτέ τέχνη και ιστορία δεν είχαν δώσει τόσο ανεπιτήδευτα τα χέρια» – αυτά ήταν τα ακριβή λόγια της.

Τι εκτίμησα πάνω απ’ όλα στη Μαριάνε: αν και κατ’ επάγγελμα ψυχολόγος δεν μ’ επιβάρυνε ποτέ με  ατελείωτες ενδοσκοπήσεις, εξομολογήσεις και εκ βαθέων συζητήσεις που τόσο με κούραζαν – μιας και τις έκανα τόσο συχνά με τον εαυτό μου. (Σ’ αυτά τα θέματα προτιμώ έναν διανοητικό αυνανισμό παρά μια εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων). Δεν ζήλευε ή ζήλευε πολύ λίγο. Παρ’ όλους τους καυγάδες μας δεν μίλησε ποτέ προσβλητικά για την Χριστίνα. Ρωτούσε συχνά για τα παιδιά. Μόνη εμμονή της: ο συλλογικός ναρκισσισμός ως δεσπόζουσα ψυχική διάθεση. Επέμενε ότι η κοινωνία μας δεν έχει μέλλον παρά τα ποικιλόμορφα «κινήματα της επιβίωσης» -στα οποία και η ίδια συμμετείχε με ενθουσιασμό. Άρα είχε νόημα να ζεις μόνο για το παρόν, να επιμελείσαι το ιδιωτικό σου έργο, να γίνεσαι επιστήμων της παρακμής του ανθρωπίνου γένους, να καλλιεργείς ποικίλες οπτικές. Ίσως γι’ αυτό δεν την πείραζε που δεν είχε παιδιά – «επιλογή μου» έλεγε, μ’ έναν  όχι ιδιαίτερα πειστικό τρόπο. «Ζήσε για την στιγμή» με παρότρυνε με τρυφερότητα, και όταν αντιδρούσα μου ανέλυε την θέση της, που μόνο αδρομερώς μπορώ να συνοψίσω, με κίνδυνο να την αδικήσω: Δεν έχει νόημα να ζεις για τους απογόνους, ούτε να καταφεύγεις στους προγόνους για καθοδήγηση. Η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας έχει απωλεσθεί από το άτομο. Δεν ανήκουμε πια σε μια διαδοχή γενεών. Το τέλος είναι αναπόφευκτο, είμαστε οι τελευταίοι των Μοϊκανών.

Ποτέ δεν είπα την αλήθεια στη Χριστίνα. Δεν πιστεύω στην απόλυτη ειλικρίνεια. Πόσο πιο χρήσιμοι είναι οι έμμεσοι τρόποι φωτισμού της πραγματικότητας! Τι θα καταλάβαινε η Χριστίνα για τα κίνητρα, τις ειδικές στιγμές, την συναισθηματική φόρτιση ή και την απόλαυση που προσέφεραν οι απιστίες μου; Κι’ αν δεν επρόκειτο να καταλάβει – γιατί οι λέξεις δεν επαρκούν, γιατί εγώ θα απέκρυπτα σημαντικά κομμάτια της πραγματικότητας- τότε ποιος ο λόγος να την κάνω να πονέσει με το απλό, ξεκάθαρο και απολύτως  ανεπαρκές μέρος μιας αλήθειας που έλεγε ότι εγώ πηδιόμουνα με  μια υπέροχη ψηλή, συναισθηματική φλαμανδή που  έφτανε σε οργασμό με τον δονητή της και το μόριό μου στο στόμα της, που είχε υπέροχο σταρένιο σώμα και γκρίζα μάτια –τέτοιες κοινοτυπίες που μοιάζουν με κλισέ- ή ακόμη ότι ώρες-ώρες, όταν γυρίζαμε στα σοκκάκια της Αμβέρσας χέρι-χέρι ένοιωθα ξανά ερωτευμένος; Τι θα συνελάμβανε από μια πραγματικότητα που τόσο είχα απολαύσει -τον αρωματικό πρωϊνό καφέ που η Μαριάνε σερβίριζε γυμνή, τους ελλειψοειδείς εκ περιστροφής γλουτούς της βάλσαμο στα μάτια μου, τα λουλούδια του θερμοκηπίου μονίμως  ανθισμένα, τα ζεστά κρουασάν και την μαρμελάδα δαμάσκηνο που η ίδια έφτιαχνε;  Ο πόνος προέρχεται από όλα εκείνα που μένουν στο ημίφως και γι’ αυτό προσφέρονται για να θρέψουν την φαντασία του αδύναμου σκέλους της συγκεκριμένης εξίσωσης, όχι από υπερτονισμένες  banalitέs. 

Έτσι κι αλλιώς η Μαριάνε δεν με εξώθησε να μιλήσω ανοιχτά στη Χριστίνα – δεν υπήρξε μ’ άλλα λόγια ιδιαίτερα πιεστική να προχωρήσουν με κάποιο τρόπο τα πράγματα μεταξύ μας. Ο νέος ναρκισσισμός δεν ήταν για ΄κείνη ένα εκστατικό ξέσπασμα θρησκευτικότητας, αλλά μια στροφή στον εαυτό μας, συνοδευόμενη από μεταϋλιστικότητα και ηδονισμό. Ο συνδυασμός αυτός μ’ έβρισκε σύμφωνο αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι είχα παιδιά. Δεν μπορούσα λοιπόν να  αποδεχθώ τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του ανθρωπίνου είδους. Τις σχετικές απόψεις τις απέδιδα σε μια χιλιαστική θρησκεία με επί της γης εκπροσώπους της το αντιπυρηνικό κίνημα, τους πράσινους και άλλες παρεμφερείς τάσεις. Επαναστατούσα αλλά δεν ασφυκτιούσα. Η Μαριάνε μου  ‘λεγε πως κάποια μέρα θα καταλάβαινα το δίκαιο των αναλύσεών της και τότε ίσως θα φερόμουνα με τον εγωιστικότερο δυνατό τρόπο. Όπως αποδείχθηκε  είχε δίκιο.

Αλλά ως εκεί. Παρά το βαρύ της βηματισμό στα μονοπάτια της ζωής, η λέξη που μού ‘φερνε στο νου ήταν ακεραιότητα. Επιπλέον, περνούσαμε καλά. Και παραδόξως έδωσε στο γάμο μου παράταση ζωής. Τα πρώτα δείγματα ασφυξίας  είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται αλλά η ύπαρξη της Μαριάνε έκανε τη ζωή να φαντάζει τουλάχιστον υποφερτή, κατά στιγμές υπέροχη. Έδρασε προς δύο ταυτόχρονα κατευθύνσεις, εκ πρώτης όψεως αντιτιθέμενες. Μου προσέφερε μια αίσθηση διαρκούσας περιπέτειας που τόσο είχα ανάγκη. Και ενίσχυσε ένα λανθάνον συναίσθημα καθήκοντος, ηθικής, αυτοσυγκράτησης ακόμα και θυσίας. Έμμεσα όμως – αν και αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα – προετοίμαζε τη φυγή μου. Ακόμη κι΄  αφού τελειώσαμε ήρεμα και πολιτισμένα, δηλαδή με μια ισοκατανεμημένη πικρία, συνέχισε να συντελεί στην διαιώνιση της πεποίθησης ότι έξω τα πράγματα είναι καλύτερα από μέσα.

Το άλλο πλεονέκτημα της Μαριάνε ήταν ότι μπορούσα να συζητώ μαζί της επ’ άπειρον, χωρίς ποτέ να βαριέμαι. Διέθετε μια αυτοκυριαρχημένη οξυδέρκεια, ενώ ταυτόχρονα ήταν αδηφάγα αναγνώστρια εφημερίδων και περιοδικών – μια λάτρης της επικαιρότητας. Με ενημέρωνε καταλεπτώς για τις εξελίξεις στο Παλαιστινιακό, για τη μεταμέλεια των επιγόνων του Καντάφι, για την επικείμενη νίκη του Λούλα στην Βραζιλία. Έπαιρνε μέρος σε ατέλειωτες συγκεντρώσεις Πρασίνων υπέρ των ανεμογεννητριών, αγροτών κατά της Κ.Α.Π., γυναικών κατά της ανδρικής βίας, κινημάτων συμπαράστασης στης γης τους κολασμένους. Ήταν ενεργά παρούσα στη Ντόχα, στις  διαδηλώσεις κατά του Π.Ο.Ε. και της παγκοσμιοποίησης, ενώ εγώ παρέμενα εγκλωβισμένος με την επίσημη ελληνική αποστολή στο ξενοδοχείο – ειδωθήκαμε μόνο κατά την αναχώρηση στο αεροδρόμιο, αντίπαλοι και εραστές συνάμα. Κατά καιρούς  την ακολουθούσα στις εξορμήσεις της και στη συνέχεια πίναμε μπύρες σε τούτη ή εκείνη τη μεριά των συνόρων, πότε στη Γαλλία, άλλοτε στο Λουξεμβούργο, την Ολλανδία ή και την Γερμανία. Έβγαινα απ’ το καβούκι μου του ευρωτεχνοκράτη  και ανακάλυπτα μια άλλη πραγματικότητα, με τα μάτια μιας ακούραστης militante. Η Μαριάνε υλοποιούσε την ευρωπαϊκή ιδέα επί του εδάφους. Και ‘γω μπορούσα να την βλέπω όποτε με πλημμύριζε  η ορμητική, ξεχασμένη ανάγκη για επαφή – εννοώ για ουσιαστική αναζήτηση που δεν θα είχε ως αντικείμενο τις φοβίες μου, τα σώψυχά της, τον έρωτά μας. Βλέπετε, η Μαριάνε ήταν γυναίκα και ταυτόχρονα πολιτικό ον. Η δουλειά της, η σεμνή συμμετοχή της στα κοινά, η πολιτική της εμπλοκή δεν της στερούσαν ούτε το ένα δέκατο της θηλυκότητάς της.

Την είχα γνωρίσει σε μια πτήση προς την Αθήνα. Εγώ πήγαινα να συναντήσω τη Χριστίνα και τα παιδιά που ήδη βρισκόντουσαν για τις διακοπές μας στο Ρέθυμνο, η Μαριάνε κατευθυνόταν στον Πλακιά, στη νότια Κρήτη, με παρέα μια φίλη της, νηπιαγωγό από το Αϊντχόβεν. Δέχθηκαν με χαρά να τις φιλοξενήσω για ένα βράδυ στο άδειο πατρικό μου στην Κυψέλη  και τις γοήτευσε η νυχτερινή βόλτα στην Πλάκα, η θέα της Αρχαίας Αγοράς απ’ τον Άρειο Πάγο, ακόμη και το τυποποιημένο σουβλάκι στου Μπαϊρακτάρη.  Τη νύχτα εκείνη παραλίγο να κοιμηθώ με τη φίλη της, που με φλέρταρε θεωρώντας ότι ήταν υπεύθυνη για την απαρχή της γνωριμίας μας στο αεροπλάνο –στην ουρά για τις τουαλέτες- ενώ η Μαριάνε ήταν αρκούντως μεθυσμένη, κουρασμένη και συνεπαρμένη για να πάρει μέρος στο παιγνίδι. Ευτυχώς δεν διέπραξα το μοιραίο σφάλμα. Όταν, μια βδομάδα αργότερα, εμφανίσθηκα ένα μεσημέρι στον Πλακιά, διέσχισε τρέχοντας την παραλία με τα χοντρά βότσαλα κι’ έπεσε στην αγκαλιά μου λέγοντας –άκουσον, άκουσον!- «I missed you» και «I  ‘ve   been thinking of  you»,  σαν να είχαμε ήδη διανύσει μαζί ένα σημαντικό κομμάτι  της ζωής. Οι δυο -τρεις συναντήσεις μας επί κρητικού εδάφους δεν προοιωνίζονταν πολλά για την συνέχεια. Έμοιαζαν άλλοτε με καλοκαιρινό καπρίτσιο του είδους «να μην πάνε στράφι οι διακοπές», άλλοτε με καταδικασμένο έρωτα ταξιδιωτικού τύπου – ο  καθένας ν΄ ακολουθεί στην συνέχεια τον δικό του δρόμο.

‘Όμως  η γεωγραφία θα διεκδικούσε τα δικαιώματά της. Η Αμβέρσα είναι τόσο κοντά στις Βρυξέλλες! Με τις πρώτες φθινοπωρινές αψιμαχίες στο σπίτι –που συνήθως ταυτίζονται με την παρατεταμένη έλλειψη ηλιοφάνειας- πήρα ένα βράδυ το τραίνο, βγήκα  στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αμβέρσας και της τηλεφώνησα από ένα θάλαμο, εξαιρετικά αβέβαιος ως προς το τι ακριβώς ήθελα και αγχωμένος μήπως δεν την έβρισκα μόνη. Λάθος. Σε δέκα λεπτά βρισκόταν στο σταθμό και μου ψιθύριζε στ’ αυτί: «Και πάλι σε περίμενα, αλλά τώρα δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις». Τρόπος του λέγειν δεν θα με άφηνε να φύγω γιατί, απ’  την άλλη μεριά  δεν μ΄ άφησε και να μείνω. Ό,τι διαθέτουν οι άνθρωποι σε βάθος, συχνά το χάνουν σε σαφήνεια  προθέσεων, ήταν μια απ’ τις αγαπημένες ρήσεις του πατέρα μου.

Η Μαριάνε ασχολείτο με τον σύγχρονο ναρκισσισμό, αλλά απέρριπτε κάθε έκφραση εγωϊσμού. Ισχυριζόταν ότι μόνο κάποιες αόριστες νέες αξίες -ο αλτρουϊσμός, η μοιρασιά, η παραίτηση απ’ τα υλικά αγαθά- θα έσωζαν τον κόσμο, αλλά δεν πίστευε ότι ήταν πιθανό να συμβεί μια παρόμοια καθολική στροφή του ανθρωπίνου γένους. Μη εμπιστευόμενη τα μεγάλα πολιτικά σχέδια – τις μεγάλες αφηγήσεις, όπως τις αποκαλούσε, παραπέμποντας στην έκφραση  κάποιου μεταμοντέρνου συγγραφέα που έγινε έκτοτε του συρμού- κατέφυγε  στο προσωπικό παραμύθι.

«Μου αρκεί ότι υπάρχεις» έλεγε συχνά «κι΄ ας μην σε βλέπω όσο και όποτε θα ήθελα. Τουλάχιστον μου επιτρέπεις να διατηρώ το προσωπικό ενδιαίτημά μου». Αυτός ήταν ο ναρκισσισμός της. Και στη συνέχεια: «Όμως αποδέχομαι το να σε μοιράζομαι.»  Αυτή ήταν η έλλειψη εγωϊσμού. Στο μεγάλο σούπερ μάρκετ   της σύγχρονης ερωτικής αγοράς δεν υπήρχε βέβαια θέση για παλιοκαιρισμένες ηθικές αξίες, επομένως «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Μ΄  αυτή την έννοια η Μαριάνε δεν είχε ενοχές απέναντι στη Χριστίνα ή τα παιδιά. «Υπάρχει θέση για όλους όσους θέλουν να σώσουν τον εαυτό τους. Απλώς δεν μπορείς να την εξασφαλίσεις με τις παραδοσιακές συμβάσεις».

Χωρίσαμε λόγω της αναπόφευκτης συσσώρευσης πικριών, τριβών, απουσιών, ελλείψεων. Υπήρξε αρκετά διακριτική ώστε να μην απαιτεί την παρουσία μου στις γιορτές, να μην ονειρεύεται κοινές διακοπές, να μην παρεμβαίνει σε ακατάλληλες περιστάσεις, να μη μου τηλεφωνεί στο σπίτι μαύρα μεσάνυχτα. Εσωτερίκευε την πικρία της, αν και εγώ τότε δεν το καταλάβαινα. Μια παραμονή πρωτοχρονιάς που την είχα ρωτήσει ανήσυχος πώς θα περνούσε τις μέρες  της αργίας, μου απάντησε  καθησυχαστικά ότι θα επισκεπτόταν την μητέρα της, σ΄  ένα μικρό χωριό που δεν  θυμάμαι πια τ’ όνομά του. Με την αλλαγή του χρόνου –είμασταν σ’ ένα μεγάλο πάρτι στο Σάαρμπεεκ- την κάλεσα από το κινητό μου για να της ευχηθώ και, χωρίς να το καλοσκεφθώ, σχημάτισα τον αριθμό  του σπιτιού της. Ήταν εκεί, κατά τα φαινόμενα κοιμισμένη, η φωνή της ερχόταν απ’ το υπερπέραν. Όταν την ρώτησα πως και δεν ήταν με τη μητέρα της μου απάντησε  μ’ ένα κράμα οργής  και  νύστας ότι δεν δεχόταν παρεμβάσεις στη ζωή της. Είχα πιάσει άθελά μου στα πράσα την ευγενική αυτή ψυχή που δεν ήθελε να με φορτώσει με ενοχές.  Έκανε ένα μήνα να με δει μετά απ’ αυτή την άστοχη  κίνηση. Είχα πληγώσει τον εγωϊσμό της ανεπανόρθωτα.

Η Μαριάνε μισούσε το νεοφιλελευθερισμό και τις παραφυάδες του. Απεχθανόταν ένα ασαφές συνονθύλευμα πεποιθήσεων και προσωπικών επιλογών  που κατέτασσε υπό τον ενιαίο τίτλο «δυτικοποίηση της ζωής». Θεωρούσε  ότι είμαστε μια τυχερή γενιά σε ατομικό επίπεδο, η πρώτη γενιά στην ιστορία που γευόταν τους καρπούς μιας απεριόριστης  υλικής ευμάρειας, μιας πρωτοφανούς ελευθερίας. Ταυτόχρονα  πίστευε πως όλ’ αυτά μας έσκαβαν το λάκκο. «Δεν καταλάβαμε ποτέ εδώ στην Φλάνδρα την απήχηση του Χίτλερ και πιο πρόσφατα του Ρηγκανισμού και του Θατσερισμού στο λαουτζίκο», έλεγε συχνά. «Αν είχαμε διαβάσει καλύτερα τον συμπατριώτη μας τον Ούγκο Κλάους θα  ‘χαμε ξεκαθαρίσει πολλούς λογαριασμούς με τον εαυτό μας και τους άλλους».  Όταν επέστρεψε από μια διάσκεψη των Φίλων της Γης στο Τόγκο -ένα ταξίδι για το οποίο της είχα κάνει μια σκηνή ζήλειας, αν και φυσικά δεν είχα κανένα τέτοιο δικαίωμα-, μου είπε κατάπληκτη: «Τελικά νομίζω πως  όλος ο πλανήτης θέλει να γίνει Αμερική». Τα ίδια ακριβώς  λόγια μου επανέλαβε όταν δυο χρόνια αργότερα επέστρεψε από μια αντίστοιχη διάσκεψη στην Οχρίδα. «Θεέ μου!» πρόσθεσε, «όλος αυτός ο  κόσμος δεν θέλει ν’ ακούσει για ευρωπαϊκό μοντέλο, για  κράτος πρόνοιας και κοινωνική ασφάλεια. Θέλουν απεριόριστη κατανάλωση, εδώ και τώρα. Αν μπορούσαν θα μετακόμιζαν αύριο το πρωί στην Νεμπράσκα ή τη Μινεσσότα…»

 Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα πως είναι δυνατόν να είναι κανείς ταυτόχρονα τόσο βαθιά απογοητευμένος και τόσο ενεργός πολιτικά. Μήπως τελικά ο ακτιβισμός δεν ήταν για την Μαριάνε πάλη για κοινωνική αλλαγή αλλά για αυτοπραγμάτωση; Μήπως υπήρχε σ’ όλα αυτά μια πεφωτισμένη ιδιοτέλεια; Μήπως η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας είχε διαβρώσει τον εσώτερο πυρήνα της, αναδεικνύοντας εν τούτοις μια ρομαντική λατρεία της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας; Και μήπως θα ‘πρεπε αυτά τα ερωτήματα  να τα απευθύνει κανείς πρώτα απ’ όλα στον ίδιο του τον εαυτό, αφού ο πραγματικός κόσμος διαθλάται σ’ ένα βαθμό στις προσωπικές  εμπειρίες ολωνών μας;

Χωρίσαμε επειδή δεν δέχθηκε να κρατήσει το παιδί – προϊόν μιας εποχής όπου έπρεπε να διακόψει προσωρινά την αντισύλληψη. Δεν με ενημέρωσε -αν και δεν είχε ξανακάνει έκτρωση-  και  μόνο  μετά από επίμονες ερωτήσεις μού αποκάλυψε την αλήθεια. «Σ’ αυτό τον κόσμο είναι μεγάλη ευθύνη να φέρνεις παιδιά» δήλωσε  ρητά.  Έτσι έκλεισε το θέμα. Αναρωτιέμαι ακόμη αν η απογοήτευσή μου προήλθε απ’ το γεγονός ότι δεν κράτησε το μωρό –θα μ΄  άρεσε η ιδέα ενός ακόμη παιδιού- ή ότι με άφησε εκτός της σφαίρας λήψης των αποφάσεων. Ένοιωσα ν’ αρρωσταίνω.  Δυο μήνες αργότερα η ιστορία μας είχε φθαρεί επαρκώς ώστε να τελειώσει χωρίς κραδασμούς, μ’ ένα πολιτισμένο τηλεφώνημα. Ακόμη έχω ενοχές για την ανακούφιση που ένοιωσα. Ήταν ωραίες οι μέρες  μας, και ο φίλος μου ο Μάρκος δεν είχε καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό: «Είσαι  το πρότυπο του τυχερού άνδρα», μου έλεγε. «Αγγίζεις την ευτυχία –το ύψιστο αγαθό- όπως την εννοούσε ο Αριστοτέλης».

Έτσι να την εννοούσε άραγε;

Ανέκδοτο διήγημα

Βιογραφικό Μιχάλης Μοδινός

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου