Ένα ζεστό αυγουστιάτικο Σάββατο απόγευμα του 1997 μου τηλεφωνεί ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης από την «Πολιτιστική Πρωτεύουσα Θεσσαλονίκη 1997». «Μανόλη», μου λέει, «ξέρεις ότι πρέπει να δουλεύουμε ώσπου να σαπίσουμε;» Του απαντώ: «Ξέρω την απόψή σου και είναι φρικτή». «Ωραία», μου λέει, «ευκαιρία να το διαπιστώσεις. Το ‘ χουν σκάσει όλοι στις θάλασσες, εγώ πάω Φλώρινα, κι έχουμε καλεσμένο τον πρωθυπουργό του κρατιδίου Βάδης – Βυρτεμβέργης.Θα τον πας για φαγητό».
Τον πήγα. Μετά τα ούζα όμως, σηκώνομαι όρθιος και λέω στον Γερμανό: «Πίνουμε, αλλά δεν είμαστε και φίλοι. Σκοτώσατε τον παππού μου στην Κατοχή». Προς τιμήν του εκείνος σηκώθηκε επίσης, μου έκανε μια θερμή χειραψία και μου ζήτησε συγγνώμη.
Την άλλη μέρα με παίρνει ο Μίμης. «Ρε», λέει, «ο πρωθυπουργός θέλει τη διεύθυνσή σου για να σου στείλει ευχαριστήριο». «Και του την έδωσες;» λέω. «Όχι», απαντά ο ποιητής που έχει γράψει ένα σπουδαίο ποίημα για εικοσιδύο σαρδέλες, «του είπα να τη στείλει στον παππού σου».