Πάντα με εντυπωσίαζε η άποψη του σπουδαίου Άγγλου μυθιστοριογράφου D. H. Laurence ότι ο σκοπός της λογοτεχνίας είναι ηθικός, με την πλατύτερη έννοια του όρου, ώστε να συμβάλει στην ανάπτυξη της πνευματικής και συναισθηματικής υπόστασης του κάθε ανθρώπου, με συνέπεια αυτός ο εξευγενισμός να διαχυθεί όσο το δυνατόν περισσότερο και στην κοινωνία. Η άποψη του Laurence όχι μόνο εντυπώθηκε βαθιά στο μυαλό μου, αλλά με προβλημάτιζε πολλά χρόνια στη συνέχεια. Κι αυτό οφειλόταν περισσότερο στο γεγονός ότι ο συγγραφέας ήταν ιδιαίτερα εκείνος που τολμηρά ενέσκηψε, εστίασε κι ανέδειξε τις σκοτεινές δυνάμεις των ενστίκτων και του ερωτισμού στις σχέσεις των ανθρώπων. Κι όπως ο χρόνος ξεπλένει κάθε αμφιβολία, μέσα στα χρόνια κατάλαβα την αξία της άποψης του συγγραφέα. Ο λογοτέχνης όντως στέλνει μηνύματα με έμμεσο, υπόγειο τρόπο, είναι ένας δάσκαλος για την ηθική βελτίωσή μας, αλλά ένας δάσκαλος που αβίαστα μας κερδίζει. Κι αυτό το κατορθώνει με τη σαγήνη της μαγευτικής έκστασης που μας χαρίζει. Κι όσο η κοινωνική πραγματικότητα των πολέμων, εγκλημάτων, φονικών, βδελυρών βιαιοτήτων κάθε είδους, μάς φέρνουν σε αποτροπιασμό και απόγνωση, η λογοτεχνία θα συνεχίζει να αντιστέκεται – ο ρόλος της είναι να αντιμάχεται το κακό και τη βία. Δεν είναι ένας συμβατικός ιεροκήρυκας η λογοτεχνία, αντίθετα, έχει τη δύναμη να πείθει μέσα από την γνώση, την αισθητική απόλαυση και την ανάδυση της κρυμμένης αλήθειας για πράγματα και καταστάσεις.
Όταν στην εφηβεία μου εντρυφούσα στην ποίηση του Καβάφη, αισθανόμουν μια πνευματική και συναισθηματική αγαλλίαση, μια αγαλλίαση που δούλευε υπόγεια μέσα μου. Αντιλαμβανόμουνα ότι διαβάζοντας την ποίησή του γινόμουν καλύτερη σε σχέση με τον εαυτό μου και τους άλλους. Πάλι ένας τόσο ερωτικός δημιουργός είχε μια τόσο ευεργετική επίδραση στον εσωτερικό μου κόσμο και συγχρόνως μου προσέφερε μια στάση ζωής για να αντιπαρέλθω τις τρομερές δυσκολίες που θα αντιμετώπισα στη ζωή μου.
Ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων μου έχει ως θέμα τις σχέσεις εξουσίας, το κακό, τον φόνο, και κάθε είδος βίας. Είναι ζητήματα που και με επηρεάζουν και με εμπνέουν, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Ο αποτροπιασμός μου για τη βία δεν είναι επιδερμικός, γιατί την έζησα στο ίδιο το πετσί μου μέσα από βιώματα μου σε οικογενειακό, συγγενικό, επαγγελματικό, κοινωνικό επίπεδο. Είμαι ένας μάρτυρας της βίας και των απίστευτα τρομερών εκφάνσεών της, καθώς προσωπικά την έχω υποστεί, που όμως τελικά και άντεξα και σθεναρά αντιστάθηκα, γι’ αυτό και την καταγγέλλω μέσα από την τέχνη των στίχων μου. Και είναι ένας τρόπος λύτρωσης μέσα από τη λογοτεχνία να μη σιωπάς, αλλά να καταδικάζεις το απάνθρωπο σκότος της κάθε βιαιοπραγίας.