Τα αιτήματα που συχνά διατυπώνονται προς τους συγγραφείς είναι από μια άποψη δικαιολογημένα.
Θέλει κανείς – το καταλαβαίνουμε – την παρουσία του ανθρώπου του πνεύματος και μέσα στην καθημερινότητα που μας βασανίζει, δίπλα μας, να μας υποστηρίζει.
Η διατύπωση του ποιήματος του Μπρεχτ είναι ένα εγερτήριο σάλπισμα για εγρήγορση, αλλά μόνο σαν τέτοιο στέκει. “Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;”
Μα οι ποιητές (και οι πεζογράφοι) ποτέ δεν σώπαιναν. Ακόμα κι όταν έγραφαν “Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα”, ζωγράφιζαν την εικόνα της ειρήνης που θα ‘πρεπε να βασιλεύει ή εκείνης στην οποία αποσκοπεί ένας δίκαιος πόλεμος ή μια επανάσταση.
Οι λογοτέχνες μιλούν, πάντα παρόντες, μέσα από το έργο τους. Οι αναλύσεις, ο επικαιρικός σχολιασμός των μεγάλων γεγονότων και των δύσκολων καταστάσεων ανήκουν σε άλλους: στους ίδιους τους πολιτικούς, στους αναλυτές και στους σχολιαστές της καθημερινότητας. Όταν αυτές οι λειτουργίες της σκέψης αποτελέσουν περιεχόμενα της τέχνης, τότε και ο σχολιασμός μέσω της τέχνης θολώνει μέσα στην αοριστία της ποιητικής μετάλλαξής του αλλά και η ίδια η τέχνη σαν τέχνη εκπίπτει σε μια παροδικότητα που της αποστερεί το κεντρί της.
Είναι άλλο πράγμα η συμμετοχή ενός λογοτέχνη, ποιητή, πεζογράφου, σε μια διαδήλωση, ή η φυσική, ατομική του στράτευση ως πολίτη σε ένα δίκαιο αίτημα και άλλο το να ζητούμε από την τέχνη να αλλάξει τον συμβολικό της ρόλο και να κατέβει στο πεζοδρόμιο. Ακόμα και η τέχνη που φαινομενικά αρνείται τον “πολιτικό σχολιασμό”, πολιτικό σχολιασμό αποτελεί κι ας μην το υποψιάζεται ούτε ο ίδιος ο δημιουργός της. Εκεί, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να μείνει. Αλλιώς την ακυρώνουμε. Και αντί να την διατηρήσουμε ως τον σταθερό δείκτη προς τις αιώνιες αξίες της δικαιοσύνης και της ομορφιάς, την καθιστούμε εργαλείο για την άσκηση μιας επικαιρικής πολιτικής.