Δεν θα έλεγα ότι σωπαίνουν οι σύγχρονοι λογοτέχνες, ίσως μάλιστα γράφουν πάρα πολύ. Πόσοι όμως διαβάζουν (ακόμα και ανάμεσα στους ανθρώπους που γράφουν) ποίηση, και γενικότερα λογοτεχνία; Ακούμε συχνά ότι ο κόσμος δεν διαβάζει πια, πως πάει, πέθανε η λογοτεχνία. Κι έχουν γραφτεί πολλά για την ευθύνη που φέρει το σχολείο γι’ αυτή τη γενικευμένη αδιαφορία για την τέχνη του λόγου — ένα σχολείο που στην Ελλάδα το επισκιάζει το φροντιστήριο, κι ένα σχολικό σύστημα που, ρίχνοντας το βάρος στην επιτυχία στις Πανελλαδικές, αμελεί αυτό που θα έπρεπε να είναι ο πρώτος στόχος: να ολοκληρώνουν τα παιδιά έναν κύκλο βασικών σπουδών, να αποκτούν κάποια απαραίτητα εφόδια. Κι ανάμεσα σ’ αυτά, το να είναι σε θέση να απολαύσουν ένα κείμενο, το να μπορούν να γράψουν μια έκθεση ιδεών ή και ένα ποίημα. Μια ολόκληρη κοινωνία στέλνει με διάφορους τρόπους το μήνυμα πως δεν υπάρχει λόγος να τα μάθει κανείς αυτά, δεν χρειάζονται, έτσι κι αλλιώς με τη λογοτεχνία και τις θεωρητικές σπουδές ούτε καλή δουλειά θα μπορέσεις να βρεις, ούτε να πας μακριά.
Χώρες με παράδοση στις ανθρωπιστικές σπουδές, όπως η Γαλλία, όπου και ζω, διαθέτουν ακόμη εκπαιδευτήρια και ανώτατες σχολές όπου οι σπουδές αυτές δεν έχουν χάσει την αξία τους, ούτε και την αίγλη τους. Κι όμως, και στη Γαλλία βλέπουμε μια κατάπτωση όλοι εμείς που δουλεύουμε με παιδιά στις τελευταίες τάξεις του λυκείου και στα πρώτα έτη του πανεπιστημίου. Μια κατάσταση που επιδεινώνουν οι απαράδεκτες «οικονομίες» και η συρρίκνωση του εκπαιδευτικού τομέα — λιγότεροι καθηγητές για περισσότερους μαθητές και φοιτητές, και ολοένα και περισσότεροι «φτηνοί» συμβασιούχοι που δεν πέτυχαν στον εθνικό διαγωνισμό για να διοριστούν στη μέση εκπαίδευση ή δεν έχουν εκλεγεί σε οργανική θέση, γιατί και οι οργανικές θέσεις έχουν λιγοστέψει.
Το να διαπιστώνουμε το πρόβλημα δεν αρκεί. Μπορούμε να κάνουμε κάτι τώρα, εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα;
Δεν μπορεί να έχει (ουσιαστική) επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα ο λογοτέχνης που ασχολείται αποκλειστικά με την τέχνη του (ή με την προβολή του). Όμως οι περισσότεροι συγγραφείς, και όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι αναγκασμένοι να κάνουν και κάτι άλλο για να ζήσουν — δύο δουλειές δηλαδή, γιατί και το γράψιμο είναι δουλειά, ή και περισσότερες. Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό, και δικαίως διαμαρτυρόμαστε — σίγουρα είναι λυπηρό που δεν υπάρχει στην Ελλάδα οικονομική υποστήριξη για να μπορέσει κανείς να γράψει ένα βιβλίο. Ωστόσο αυτό το «κάτι άλλο» που υποχρεώνεται να κάνει ένας λογοτέχνης συχνά για λόγους οικονομικούς, αν μπορέσει να το συνδυάσει με το γράψιμο, αν καταφέρει να το αγαπήσει και να του αφοσιωθεί, τότε ίσως γίνει δίοδος προς τον έξω κόσμο.
Έχει σημασία ένα τέτοιο άνοιγμα προς τα έξω, ειδικά για έναν άνθρωπο που γράφει, και που έτσι κι αλλιώς αποζητά την απομόνωση, για να μπορέσει να γράψει. Να αποκτήσει μια σχέση με την πραγματικότητα, μέσω της εργασίας ή μέσω μιας αληθινής επαφής με τους άλλους — ως δάσκαλος, ως υπεύθυνος κάποιας λέσχης ανάγνωσης, ως οργανωτής λογοτεχνικών δράσεων, ως εθελοντής κάπου. Είναι πιθανό αυτό να τον εμπνεύσει, αλλά και πριν φτάσουμε στην έμπνευση, να τον προστατέψει από το είδος της απομόνωσης που τον κρατάει «εκτός πραγματικότητας» ή αποκλεισμένο σε μια κοινότητα ανθρώπων που μιλάνε μεταξύ τους και κωφεύουν σε οτιδήποτε μπορεί να έχουν να πουν οι απέξω.
Μπορεί να έχει ευρύτερη απήχηση μια τέτοια προσέγγιση — Γράφω, αλλά παράλληλα συμμετέχω και σε κάτι άλλο ενεργά; Θ’ αρχίσει μήπως έτσι ο κόσμος να διαβάζει περισσότερο; Μόνο αλλάζοντας τη ματιά του, μπορεί ένας λογοτέχνης να προχωρήσει και στη γραφή του. Μετουσιώνοντας την αγάπη τους για τη λογοτεχνία και σε κάτι άλλο, μπορούν να βοηθήσουν, όσοι ασχολούνται μ’ αυτή την τέχνη, να αποκτήσουν οι γύρω τους λίγο μεγαλύτερη περιέργεια για το τι είναι ή θα μπορούσε να είναι λογοτεχνία.