Η στενή, άρρηκτη σχέση του ποιητικού και αφηγηματικού λόγου, αλλά και του ίδιου του συγγραφικού υποκειμένου με την κοινωνική πραγματικότητα και συνθήκη είναι, πέρα από αναμφισβήτητη και δεδομένη, ιδιαίτερα επίφορη σε διάφορες προσεγγίσεις και μελέτες που επιχειρούν να αναδείξουν και να εμβαθύνουν σε μία ή περισσότερες πλευρές της. Η κοινή αφετηρία και εκκίνηση των περισσότερων από τους μελετητές εντοπίζεται, βασικά, στην υπόθεση που αποτελεί ταυτόχρονα και συμπέρασμα ότι ο δημιουργός προσλαμβάνει, ως πρώτη ύλη του, τα ερεθίσματα της πραγματικότητας και τα μεταπλάθει, τα μετουσιώνει σε έργο τέχνης το οποίο, με τη σειρά του έρχεται για να λειτουργήσει αναπλαστικά, ως πρόταση δηλαδή και θέση για μια λιγότερο ή περισσότερο ριζική αναθεώρηση των όρων και των συνθηκών της ζωής και της κοινωνικής συμβίωσης. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα δίπολο που λειτουργεί και υπάρχει σαν ένα άλλο είδος συγκοινωνούντων δοχείων που αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοεξαρτώνται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί κανείς να κάνει λόγο για ένα είδος αντικατοπτρισμού με είδωλα που προσεγγίζουν το ένα το άλλο αναγνωρίζοντας, το καθένα για τον εαυτό του, στοιχεία και χαρακτηριστικά του τα οποία παρουσιάζονται επεξεργασμένα, παραλλαγμένα, μεταπλασμένα στο άλλο. Αυτή, ωστόσο, είναι η μία οπτική, η μία όψη του νομίσματος. Γιατί αν υπεισέλθει κανείς βαθύτερα και διερευνήσει τους όρους και τις συνθήκες της ίδιας της λογοτεχνικής δημιουργίας ή καλύτερα της περιοχής την οποία καταλαμβάνει και στην οποία εκτείνεται ο έντεχνος λόγος θα διαπιστώσει ότι αυτή δεν επικοινωνεί απλώς και μόνο με την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί μια κοινωνική πραγματικότητα αφ’ εαυτής, μια μικροκοινωνία, μια μικρογραφία αυτού που συμβαίνει στην πραγματικότητα και τη ζωή. Εύλογα θα μπορούσε εδώ να κάνει κανείς τη σύνδεση και την αναλογία των κοινωνικών σχέσεων με τις αντίστοιχες των λογοτεχνών, τις συνδέσεις δηλαδή ανάμεσα στους τεχνίτες του λόγου, συνδέσεις οι οποίες εμφορούνται από την ίδια ακριβώς διάθεση με αυτή που συναντά κανείς στις δημόσιες και διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι γνωστό ότι πολλοί δημιουργοί, όχι μόνο ποιητές, ενώθηκαν μεταξύ τους σε ομάδες και ομαδοποιήσεις, σε κύκλους και σε συντροφιές, ακόμα και σε ολόκληρες γενιές, διαμορφώνοντας διάφορα μικρά ή μεγάλα σχήματα μέσα στα οποία λάμβαναν χώρα κάθε είδους ανταλλαγές, επιρροές και επιδράσεις που ανανέωναν και την ίδια τη λογοτεχνία, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, και το ίδιο το κοινωνικό «γίγνεσθαι», αφού, όπως αδιόρατα και ασυναίσθητα συμβαίνει, οι λογοτέχνες και οι πνευματικοί γενικότερα άνθρωποι είναι αυτοί που ξέρουν να ερμηνεύουν και να βαδίζουν πιο στέρεα μέσα στο κοινωνικό πεδίο διαμορφώνοντας, πολλές φορές, ορισμένα από τα πιο ουσιώδη και σημαντικά χαρακτηριστικά του.
Αφήνοντας, όμως, πίσω του κανείς τους λογοτέχνες που, ούτως ή άλλως, με τη διττή τους ιδιότητα, ως άνθρωποι και δημιουργοί δηλαδή, στέκουν ακριβώς στο μεταίχμιο μεταξύ κοινωνικής πραγματικότητας και καλλιτεχνικής συνθήκης, μπορεί να επεκταθεί στο ίδιο το έργο, στις δημιουργίες, στα πεζογραφικά και ποιητικά κείμενα που συνιστούν και συστήνουν μια παράπλευρη, παράλληλη «κοινωνική» συνύπαρξη η οποία παρουσιάζει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά μιας αρμονικής συνάντησης και συμβίωσης που απλώνεται όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον, στο διηνεκές της ανθρώπινης δημιουργίας. Δημιουργείται, μάλιστα, εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο μελέτης και έρευνας του τρόπου και του βαθμού στον οποίο η κοινωνική συνθήκη προσιδιάζει ή, αντίστροφα, διαφοροποιείται από την αντίστοιχη καλλιτεχνική. Γιατί οι ίδιες ακριβώς αλληλεπιδράσεις, αλληλοδιεισδύσεις, έλξεις και εξαρτήσεις, ακόμα όμως και οι ίδιες εντάσεις ή απώσεις που μπορούν να διαπιστωθούν μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό «γίγνεσθαι» μεταξύ των μελών που το συγκροτούν και το συνέχουν, μπορούν να εντοπισθούν και σε λογοτεχνικό επίπεδο, μεταξύ των κειμένων που παράγονται και που έρχονται να πάρουν τη θέση τους μέσα στον ευρύτερο λογοτεχνικό χώρο. Έτσι, και με δεομένη την εκκίνηση ενός ποιήματος από ένα ερέθισμα, μια εμπειρία, μια εντύπωση που υπήρξε λίγο πολύ πραγματική, εντοπισμένη και προσδιορισμένη μέσα σε αληθινό χωροχρόνο, η είσοδος ενός ποιήματος στην λογοτεχνική κοινωνία θέτει σε δεύτερο πλάνο το ερέθισμα αυτό και σε πρώτο την καλλιτεχνική του μετουσίωση, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο το ερέθισμα αυτό αποδόθηκε αισθητικά. Από αυτήν ακριβώς την πτυχή και τη λειτουργία προκύπτει η ευρύτητα της λογοτεχνικής κοινωνίας και η στερέωσή της πάνω στους δύο βασικούς κανόνες που διαχρονικά αποτέλεσαν ζητούμενα και επιδιώξεις και της ανθρώπινης κοινωνίας, πάνω δηλαδή στην ομορφιά και στην αποδοχή. Πράγματι, αν καταφύγει κανείς στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο συνυπάρχουν και συλλειτουργούν τα επιμέρους πεζά και ποιητικά έργα, τόσο αυτά που βρίσκονται εγγύτερα αισθητικά, τεχνοτροπικά ή και ιστορικά, όσο και αυτά που είναι απομακρυσμένα μεταξύ τους και θελήσει να τα ατενίσει ως επιμέρους μονάδες μέσα σε μια κοινωνικοκαλλιτεχνική συνύπαρξη, θα διαπιστώσει ότι ο τρόπος και η μέθοδος αυτής της συνύπαρξης, καθώς και η λογική που τη διέπει ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που η ίδια η κοινωνική συνθήκη έχει ανάγκη, την υπαγωγή της δηλαδή σε ένα πλαίσιο και μια διαδικασία επιδίωξης της αισθητικής αρτιότητας και αρτίωσης, της υπακοής της στους όρους και τις επιταγές του ωραίου, κυρίως όμως της αποδοχής στους κόλπους της όλων εκείνων το στοιχείων που το επιζητούν, όλων εκείνων των επίδοξων και υποψήφιων μελών, όλων εκείνων των ανθρώπων που επιδιώκουν και θέλουν να γίνουν αποδεκτοί και σεβαστοί, να ενταχθούν μέσα σε ένα σύνολο διαφορετικών στοιχείων που αντλούν τη δύναμη και τη δυναμική τους από την διαφορετικότητα, από την εναρμόνιση της διαφοράς τους με των άλλων τις διαφορές.
Έτσι, ενώ η παραδοσιακή θεώρηση και ανάγνωση της σχέσης πραγματικότητας και λογοτεχνίας περιορίζεται βασικά στο ζήτημα της τροφοδοσίας της δεύτερης με στοιχεία και δεδομένα από την πρώτη, με την πρώτη ύλη που θα μετουσιωθεί από την καλλιτεχνική συνείδηση σε έργο τέχνης, φαίνεται πως η σχέση και η σύνδεση αυτή δεν περιορίζεται μονάχα σε αυτό το πρώτο, οφθαλμοφανές επίπεδο, σε αυτή τη διάσταση της αλληλεπίδρασης και της επικοινωνίας, αλλά επεκτείνεται και σε περιοχές όπου η αναλογία και η ομοίωση έχουν τον πρώτο λόγο. Κι αυτό γιατί, σε αυτήν τη δεύτερη περίπτωση, μπορεί πράγματι κανείς να διερευνήσει και να διαπιστώσει τους όρους λειτουργίας της κοινωνίας των κειμένων και την εξακτίνωσή τους στο επίπεδο του προτύπου, του ιδανικού, του ζητούμενου που, αν κατακτηθεί, μπορεί να αποτελεί το μεγαλύτερο κατόρθωμα του κοινωνικού βίου. Γιατί η αλήθεια είναι πως αν ο ανθρώπινος βίος καταφέρει να εναγκαλιστεί και να υιοθετήσει πρακτικές όπως η προαγωγή του αισθητικά ωραίου, ο διάλογος και η επικοινωνία, η αποδοχή του αλλότριου, του πρωτόφαντου και του πρωτοφανούς, η επίδοση στον πειραματισμό και την πρωτοπορία, η αρμονική και ισορροπημένη συνύπαρξη όπου θα αναγνωρίζεται ως εξίσου άξια και σημαντική η παρουσία καθεμιάς από τις επιμέρους υπάρξεις, θα μπορέσει το ιδανικό και το ιδεατό να μετακυλήσει και να γίνει πραγματικό, αληθινό και αντιληπτό μέσω πια της όρασης και όχι μόνο μέσω της εν-όρασης.