Μπορεί η ποίηση ήδη από την «Ποιητική» να χαρακτηρίζεται στοχαστικότερη και σπουδαιότερη από την ιστορία καθώς την αφορά το μυθικό και το καθολικό, την ίδια ώρα που την ιστορία την απασχολεί η αλήθεια και η μερικότητα, ωστόσο σχετικά με το ζήτημα της αναφορικότητας, της σχέσης δηλαδή της λογοτεχνίας με τον κόσμο, θα έλεγα πως κάθε έργο τέχνης από μόνο του αποτελεί πολιτική πράξη με την έννοια των πολλαπλών δηλώσεων, συνδηλώσεων, αποκρύψεων και καταγγελιών για όλα τα αδύνατα και για τα μη γενόμενα.
Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ πως η ποίηση καλείται να κάνει τη δουλειά της πολιτικής ούτε βέβαια και το αντίστροφο, καθώς η ποίηση είναι εκείνη που εποπτεύει ενώ η πολιτική είναι εκ φύσεως εποπτευόμενη.
Η θέση του ποιητή είναι να στέκεται απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας.
Και βέβαια δεν μιλώ για την υιοθέτηση μιας διδακτικής συνθηματολογίας αλλά για έναν λόγο που έχοντας υπερβεί την αυτάρεσκη περιφορά του προσωπικού δράματος εισάγει κάτι φλογοβόλο και ανατρεπτικό.
Κι αυτό δεν είναι άλλο από την αμφιβολία. Η αμφιβολία καταφέρνει ρήγμα ισχυρό στην αφασική εποχή, μετακινεί τις βεβαιότητες, κυρίως τις παραπλανητικές, όσες μας εξασφαλίζουν η όραση και η αριθμητική. Αναλαμβάνει να διαρρήξει την εξουσία του πραγματικού και να φανερώσει την επικράτεια του αληθινού. Και αληθινό είναι ό,τι μιλά παράλληλα και τη γλώσσα του ονείρου.
Εννοείται πως κανένα πρόβλημα επί του πρακτέου δεν επιλύεται, στη βάση της όμως επισυμβαίνει κάποια διεύρυνση στην αντίληψη και στη συνειδητότητά μας, καθώς μετατοπίζονται οι ιεραρχήσεις της ζωής. Αναδεικνύεται καταφανώς η ένδοξη ματαιότητα των πάντων και η ευθραυστότητα του ανθρώπου.
Αν αυτό δεν συγκλονίζει τόσο, ώστε να αλλοιώσει τη σκληρότητα και την αλαζονεία, τότε δεν πιστεύω πως θα χαράξει από αλλού κάποιο φως.
Επίσης, κάποτε ο ποιητής εκτελεί χρέη προφήτη εν αγνοία του βέβαια και μόνον υπό την προϋπόθεση ότι μπαίνει στον κόπο να βγει από το χωραφάκι της ημερολογιακής καταγραφής των παθημάτων του και επιτρέπει στη γλώσσα να του αποκαλύψει το άγνωστο. Μάλιστα, στην εποχή της ιδιοτέλειας και των ραγδαίων ταχυτήτων εγκαινιάζει τον χρόνο της βραδύτητας που μας συνδέει με τον ξεχασμένο ρυθμό.
Ο ποιητής αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητα του ελάχιστου φωτίζει τα ασήμαντα και καθιερώνει μιαν άλλου είδους ταπεινότητα που μας εξοικειώνει με το Μυστικό.
Η γραφή είναι μια συνθήκη που μας θέλει προσεκτικούς και ανάλαφρους, μαχητές αλλά και ηττημένους. Ίσως έτσι αποφύγουμε τον κίνδυνο που διέγνωσε ο Ελύτης, όταν στα μικρά έψιλον έγραφε: «Νέε θυμήσου: δεν γίνεσαι δούλος όταν σε υποτάσσει μόνον αυτός που έχει την εξουσία – αλλά και εκείνος που την πολεμάει…»
Και ναι, μάλλον θα συμφωνήσω με τον Ώντεν ότι οι ποιητές δεν γίνονται καλοί πολιτικοί, όμως η ποίηση οφείλει να επιτελεί δύο βασικούς ρόλους, δεν θα έλεγα τόσο ξεχωριστούς αλλά συνδεόμενους, καθώς ο ένας λειτουργεί ως το απαιτούμενο μουσικό χαλί που αναγγέλλει στη συνέχεια τον άλλο πιο ουσιαστικό και πρωταγωνιστικό εντέλει ρόλο, που φέρει το νόημα.
Εξηγούμαι. Κατά την άποψή μου στην πρώτη της αποστολή η ποίηση συνιστά την πράξη μιας χαρτογράφησης, την απόπειρα σχεδιασμού εκείνης της μακέτας που θα ξεδιπλώσει μπροστά μας το οικοδόμημα ενός κόσμου άφθαρτου, με τις ατέλειές του όλες διορθωμένες όχι υπό τους όρους μιας ουτοπίας αλλά με πρακτικές καταγγελτικές της δυστοπίας.
Πιστεύω άλλωστε πως ό,τι ονομάζεται κατορθώνει με έναν θαυμαστό αλλά όχι μαγικό τρόπο να μετακινείται από τη σφαίρα του ιδεατού στην ατμόσφαιρα του σχηματιζόμενου και άρα ορατού.
Ωστόσο εκείνο που ως τώρα συμβαίνει και δεν μας βγάζει πουθενά ακόμα και στην ποίηση είναι η μη ζωή, αφού η αναπαράσταση επιμένει να παίρνει τη θέση του αληθινού βιώματος.
Η εξωτερικότητα αρκείται να σουλατσάρει στην επιφάνεια των πραγμάτων και απέχει ολοσχερώς από το νόημα. Και το νόημα είναι κρυμμένο στη γλώσσα που ξέρει να ομιλεί, να συνομιλεί αλλά και να σωπαίνει.
Ζούμε μέρες θορύβου και ακατάσχετης φλυαρίας. Ανούσιες πληροφορίες αποθεώνουν τον κόσμο των αντιθέτων. Τα δίπολα του κακού και του καλού, του εκλεπτυσμένου και του κακόγουστου, του πολιτικώς ορθού και του άδικου μάς βάζουν να διαλέξουμε.
Το περιτύλιγμα υπερέχει κάποτε του δώρου και η ταλάντευση ανάμεσα στα άκρα καλά κρατεί. Ανάμεσα στον έρωτα και στο άγριο φονικό, στην αθωότητα και στη διαστροφή σαν εκκρεμές κινείται η ζωή μας. Το έγραψε με τόση ακρίβεια άλλωστε ο Ελύτης: «Η τρέχουσα ευφυΐα είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο χείριστο και στο βέλτιστο». Κι όμως η αλήθεια είναι γραμμένη εδώ και χρόνια στους Δελφούς.
Τη διάβαζαν όσοι προσέτρεχαν για νουθεσία στον ναό. «Μηδέν άγαν». Καμιά ακρότητα, καμιά υπερβολή, κάτι που πάλι το οριοθέτησε ολόσωστα ο Ελύτης:
«Είναι τόσο σχετικά τα μεγέθη, είπε, που αυτοκαταργούνται. Ένα ικανό μυρμήγκι βαρύνει σε απόλυτο αξία περισσότερο από έναν μέτριο πρωθυπουργό».
Ίσως εντέλει το νόημα να βρίσκεται στην αναζήτηση του κέντρου, στην αναζήτηση της τρίτης δύναμης που βρίσκεται στο μέσον.
Πιστεύω στην ποίηση που, ενώ μας βοηθά να παρατηρούμε τα εντός αλλά και εκτός μας εκκρεμή, εντούτοις δεν μας ωθεί να ταυτιζόμαστε με τα δύο άκρα της ταλάντωσης αλλά συνδράμει στην ανάπτυξη της τρίτης εξουδετερωτικής δύναμης.
Ανάμεσα λοιπόν στους δύο τύπους ανθρώπων που αναδεικνύει η ίδια η ποίηση, στους «Κούφιους» δηλαδή του T.S. Eliot και στους «Μεταξωτούς» του Ν. Καρούζου, θα ήταν ωραία να διακρίναμε και μια τρίτη δύναμη εξίσου ενεργητική παρά τη φαινομενική αδράνειά της.
Η πλάστιγγα έρχεται κάποτε η ώρα που ισορροπεί, που ησυχάζει σε μιαν ήσυχη ευθυγράμμιση που δεν γέρνει μήτε στο θύμα μήτε στον θύτη. Κι αφού ηττημένος και νικητής στο τέλος δεν υφίσταται κι αφού όλους τους τρώει στη στροφή ο χρόνος, μένει ίσως μια τόση δα μικρή στιγμή για να ακουστεί μέσα μας η μόνη ισορροπιστική αλήθεια που μας εμπιστεύτηκε ο Ελύτης:
«Κρίμας κρίμας κόσμε /σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί /και κανείς κανείς δεν έλαχε /δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη /καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών /καν εκείνο το “έρχου” που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης /ονειρεύτηκα».
Το όπλο μας είναι η φαντασία και η πρώτη ύλη για την οικοδόμηση του νέου κόσμου, η πίστη στο θαύμα που είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν του συμβαίνει να αγαπά.