Scroll Top

Ελένη Σ. Αράπη – Τροφή

Ο Καζαντζάκης έλεγε ότι “ο δημιουργός είναι ο πιο ευαίσθητος και υπεύθυνος σεισμογράφος της εποχής του”, λαμβάνει τις δονήσεις και τις μετουσιώνει σε τέχνη. Η σχέση λοιπόν του σύγχρονου λογοτέχνη με την κοινωνική πραγματικά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη. Η πραγματικότητα είναι που μας πονά, μας εμπνέει, εντέλει μας τρέφει. Όσο πιο νοσηρή, τόσο μεγεθύνεται ο πόνος κι η ανάγκη της γραφής, της μετουσίωσης του πόνου σε τέχνη, με βασικό στόχο την αφύπνιση, την ευαισθητοποίηση, την κινητοποίηση και εντέλει την δράση των πολιτών. Η ποίηση, η λογοτεχνία στο σύνολο της, δεν είναι επανάσταση μα μπορεί να εμπνεύσει τον επαναστάτη. “Ό,τι δεν δρα δεν υπάρχει” λέει ο Λάιμπνιτς κι ο δημιουργός με την πένα, τον χρωστήρα, τη γραφίδα του κόβοντας βαθιά να φανεί το απόστημα, οπλίζει το χέρι προς δράση.

Με το πεζοποίημα “Τροφή” ακριβώς αυτό θέλω να φέρω στην επιφάνεια, τη νοσηρή σύγχρονη πραγματικότητα (με όλες τις παιδοκτονίες, γυναικοκτονίες, ομοφοβίες) που βασανίζει τον δημιουργό μα και τον εμπνέει, τον τρέφει, αναγνωρίζοντας την ευθύνη του ως πνευματικού ανθρώπου και την αδυναμία του να δράσει μόνος του και να αλλάξει τον κόσμο.

Τροφή

Κλειδωμένη οικειοθελώς στο πατρικό. Μπορεί και το δικό μου.
Μπορεί και το δικό σου. Σέρνοντας τα ποδάρια στη σκόνη.
Μονοπάτια βαδίζω.

Τα παντζούρια σφαλισμένα. Με καδρόνια. Σφιχτά. Μήτε απ’ την

χαραμάδα, το φως. Τα τούβλα γυμνά. Στις τρύπες βάζω τ’ αυτί μου.Στο παιδικό ρέει απ’ το στόμα το σπέρμα. Σαν φλέγμα. Πηχτό. Τον

λυγμό της μυρίζω. Του πατέρα το δώρο.Λίγο πιο πέρα. Παιδικά παπουτσάκια. Ασφυκτικά τα κορδόνια, απ’

τα χέρια της μάνας.Στο γαλάζιο δωμάτιο οι σοβάδες πεσμένοι. Τα κύματα ξερνούν το

γοβάκι με το σπασμένο στιλέτο. Το βάζω στη τσέπη. Τα κύματα
αφρίζουν.- Οι γονείς ξεσκίζουν˙ προπαντός τα παιδιά τους.

Βαδίζω. Μια κόρη. Μπορεί κι η δική μου. Μπορεί κι η δική σου. Κόβει

τα μαλλιά. Την κλειτορίδα. Τα στήθη. Πάντα οικειοθελώς. Τα
μοιράζει στα πλήθη. “Φάτε και πιείτε”. Λαίμαργα πάντα.Το βήμα μου σέρνω. Σε μια άκρη κάθομαι στα πόδια μου πάνω. Με το

ίδιο στιλέτο βγάζω τα μάτια, κόβω τ’ αυτιά.
Δεν είδα. Δεν άκουσα.Όχι, όχι, δεν,
με τρέφει το τέρας.