Ο λογοτέχνης δημιουργεί. Λειτουργία της τέχνης δεν είναι η αποτύπωση της πραγματικότητας αλλά η υπέρβαση της. Ο Γ. Σεφέρης, φέρελπις ποιητής το 1926 σε μια από τις πρώτες του καταχωρήσεις στα ημερολόγια του γράφει μεταξύ άλλων: […Οι ήρωες της τέχνης δεν αρχίζουν από το να είναι ανθρώπινοι, αρχίζουν απάνθρωποι για να καταλήξουν στην «ανθρωπιά»…][i].
Μόνη προϋπόθεση, μιας μορφής οφειλής θα έλεγα προς την ίδια την λογοτεχνία, είναι η ιστορική αίσθηση ότι δεν γράφουμε αυθαίρετα αλλά ότι αποτελούμε μια συνέχεια ενός παρελθόντος που ξεκινά πριν ακόμη από τα ομηρικά χρόνια, αλλά που με ένα μαγικό τρόπο συγχρονίζεται με το χέρι μας, το χέρι που πατώντας ένα πληκτρολόγιο γράφει, σβήνει, γράφει.
Η τέχνη μπορεί συχνά να εμπνέεται από την πραγματικότητα, από οτιδήποτε την προκαλεί ή την συγκινεί, προχωρά με την αύρα προγόνων που έσκυψαν πάνω της, την υπηρέτησαν κι είναι αυτά τα θαύματα της δημιουργίας τους, η αισθητική και η ηθική συνείδηση αιώνων που ρίχνει γέφυρες να διαβούμε, να εξελιχθούμε, να ζήσουμε στον καιρό μας. Ο καλλιτέχνης όσο κι αν ζει στο σήμερα κουβαλάει μέσα του φωνές, σύμβολα, ακόμη κι αποτυχημένες προσπάθειες ομότεχνων του. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις εκείνο που μετρά είναι η αλήθεια του, γιατί η τέχνη σε όλες της τις μορφές οφείλει να διασώζει τον έρωτα και τη δικαιοσύνη.
Ας πάρουμε όμως ένα παράδειγμα, όπως είναι το θέμα της πρόσφατης πανδημίας και των πρωτόγνωρων περιοριστικών μέτρων για την καταπολέμηση της. Έσπευσαν πολλοί κι έγραψαν για την πανδημία ή ακόμη πρόλαβαν και εξέδωσαν συλλογές εμπνευσμένες από αυτήν. Και δεν αναφέρομαι σε αυτό το γεγονός για να αμφισβητήσω την προσπάθεια, αλλά περισσότερο να αναρωτηθώ για το αποτύπωμα αυτών των φωνών σε αντιδιαστολή με έργα που γράφτηκαν με γνώμονα μόνο την ουτοπία και το φανταστικό, όπως η «Πανούκλα» του Καμύ ή το «Περί τυφλώσεως» του Σαραμάγκου.
Πως μπορούμε λοιπόν, εν μέσω αυτής της ανατριχιαστικής αβεβαιότητας όπως την ζήσαμε, να φιλτράρουμε το ίδιο το γεγονός και να μετατρέψουμε το θολό ακόμη βίωμα σε ιστορία; Ποιο στοιχείο της πραγματικότητας θα πρέπει να αφεθεί λοιπόν στην λήθη πριν ανακληθεί από εμάς για να γίνει υλικό δημιουργίας; Και μήπως χρειάζεται ακόμη και γι αυτό κάποια εξάσκηση ώστε να μην παρασυρθεί κανείς υπηρετώντας την επικαιρότητα αλλά παρακάμπτοντας τους λογικούς συνειρμούς της να συμπτύξει τα χρονικά επίπεδα και να ορίσει αντιστικτικά το καθημερινό και το επίκαιρο με κάτι πνευματικό κι ιδανικό;
Γι αυτό πολλές φορές αναρωτιέμαι αν θα ήταν προτιμότερο να εστιάσουμε -κι ας γνωρίζουμε την καταφατική απάντηση – στο ερώτημα κατά πόσο η λογοτεχνία είναι σε θέση να επηρεάζει, να μεταμορφώνει την κοινωνία και τον άνθρωπο.
Από τον Σολωμό και τον Κάλβο που εξύμνησαν την αρετή, την ανδρεία, τον πατριωτισμό ενός αναδυόμενου έθνους μέχρι τον μεγάλο μας μυθιστοριογράφο Ντίκενς, που με έναν Σκρουτζ διαμόρφωσε την ίδια την γιορτή των Χριστουγέννων, για να καταλήξουμε στην προφητική Τζ. Κ. Ρόουλιγκ που με τις μαγικές της επινοήσεις έχει εμπνεύσει την τεχνολογία.
[i] Γ. Σεφέρης, Μέρες Α’ , Ίκαρος 1984, Δευτέρα 12 Απρίλη 1926, σελ. 57