1. Τι σκέφτεστε για τη σχέση του σύγχρονου λογοτέχνη με την κοινωνική πραγματικότητα γύρω του/μας;
Σκέφτομαι την σχέση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας με τον λογοτέχνη. Η κοινωνική μας πραγματικότητα προσδιορίζει και υπηρετεί το πλέγμα των κοινών αποδοχών και εξαιρέσεων, οι οποίες έχουν επιβληθεί και επιβάλλονται με γνώμονα και άξονα την Οικονομία της κατανάλωσης. Αυτή διαμορφώνει τις λιγότερο ή περισσότερο συναινετικές σχέσεις των ατόμων και συνεπώς του σύγχρονου λογοτέχνη με την πραγματικότητα. Είναι σχέση συμμόρφωσης, που δεν αποκλείει αντιδράσεις, οι οποίες, ως μέρος της κατανάλωσης, καταναλώνονται. Στο ορατό μέλλον, αυτή η σταθερά φαίνεται ότι θα παραμείνει κυρίαρχη, παρόλο που τα αρνητικά αποτελέσματά της είναι ορατά και μεγεθύνονται: η απόλυτη εξουσία επί του ατομικού και συλλογικού βίου έχει γίνει πολιτική συναίνεση. Η Οικονομία της κατανάλωσης διαχειρίζεται την Πολιτική Διακυβέρνηση αυτοτελώς, οικοδομώντας ένα δημοκρατικοφανές περιβάλλον, ουσιαστικά ολοκληρωτικό μέσω της συναίνεσης και προοπτικώς ακαταμάχητο, αφού απορροφά (καταναλώνει) τις εναλλακτικές επιδιώξεις. Σε αυτό το περιβάλλον, οι αντιδράσεις δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν: προσφέρονται ως προϊόντα, αφού η Οικονομία της κατανάλωσης δεν παράγει άλλο από προϊόντα με κάθε διαθέσιμη πρώτη ύλη προς άμεση πώληση, διαρκώς νεότερα, εκ γενετής εφήμερα. Η κατανάλωση είναι μία χειραγωγημένη αγελαία εθελοδουλεία, εντός της οποίας το άτομο, αυτό που λέμε άνθρωπος, είναι μόνος με την ουτοπία συντροφιάς.
Σκέφτομαι την σχέση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας με τον λογοτέχνη. Η κοινωνική μας πραγματικότητα προσδιορίζει και υπηρετεί το πλέγμα των κοινών αποδοχών και εξαιρέσεων, οι οποίες έχουν επιβληθεί και επιβάλλονται με γνώμονα και άξονα την Οικονομία της κατανάλωσης. Αυτή διαμορφώνει τις λιγότερο ή περισσότερο συναινετικές σχέσεις των ατόμων και συνεπώς του σύγχρονου λογοτέχνη με την πραγματικότητα. Είναι σχέση συμμόρφωσης, που δεν αποκλείει αντιδράσεις, οι οποίες, ως μέρος της κατανάλωσης, καταναλώνονται. Στο ορατό μέλλον, αυτή η σταθερά φαίνεται ότι θα παραμείνει κυρίαρχη, παρόλο που τα αρνητικά αποτελέσματά της είναι ορατά και μεγεθύνονται: η απόλυτη εξουσία επί του ατομικού και συλλογικού βίου έχει γίνει πολιτική συναίνεση. Η Οικονομία της κατανάλωσης διαχειρίζεται την Πολιτική Διακυβέρνηση αυτοτελώς, οικοδομώντας ένα δημοκρατικοφανές περιβάλλον, ουσιαστικά ολοκληρωτικό μέσω της συναίνεσης και προοπτικώς ακαταμάχητο, αφού απορροφά (καταναλώνει) τις εναλλακτικές επιδιώξεις. Σε αυτό το περιβάλλον, οι αντιδράσεις δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν: προσφέρονται ως προϊόντα, αφού η Οικονομία της κατανάλωσης δεν παράγει άλλο από προϊόντα με κάθε διαθέσιμη πρώτη ύλη προς άμεση πώληση, διαρκώς νεότερα, εκ γενετής εφήμερα. Η κατανάλωση είναι μία χειραγωγημένη αγελαία εθελοδουλεία, εντός της οποίας το άτομο, αυτό που λέμε άνθρωπος, είναι μόνος με την ουτοπία συντροφιάς.
Ο σύγχρονος λογοτέχνης ζει εντός αυτού του κόσμου. Παράγει λογοτεχνικά προϊόντα και επιβιώνει καλύτερα όσο καλύτερο οικονομικά είναι το επόμενο προϊόν του, ασφαλές αντίγραφο ή παραλλαγή του προηγούμενου, το οποίο έχει καταναλωθεί επιτυχώς σε μεγάλες ποσότητες. Συντηρεί έτσι την αυταπάτη ότι παράγει έργο, δηλαδή κάτι μη εφήμερο, παρόλο που ανήκει καθ’ ολοκληρία στις πολιτιστικές βιομηχανίες (cultural industries), συνιστώσες των οποίων είναι οι ανιχνευτές λογοτεχνών (coaches), μεσολαβητές (agents), επιμελητές (editors), εκδότες (publishers), προωθητές (promoters, media, networks, sites), χρηματοδότες (donors). Mε άλλα λόγια, η προστιθέμενη αξία στο προϊόν του λογοτέχνη δεν προέρχεται από το λογοτέχνημά του, αλλά από την επένδυση που γίνεται από τους παραπάνω συντελεστές προς μεγιστοποίηση της προστιθέμενης αξίας του προϊόντος. Ο λογοτέχνης είναι προϊόν αυτού του σωλήνα.
Xρήσιμη επί του προκειμένου η πραγματεία του John Thompson Οι έμποροι της κουλτούρας, με υπότιτλο “Η εκδοτική βιομηχανία του εικοστού πρώτου αιώνα”, εκδ. Πεδίο, 2017.
Στην Ελλάδα, τα πράγματα δεν είναι έτσι, σπεύδουν όμως να γίνουν έτσι. Και επειδή πρόκειται για υστεροχρονισμένη σπουδή, για φούρια στον ταβλά με τα κουλούρια, δεν είναι λάθος να περιμένουμε ότι θα έχουμε μια κακή απομίμηση, επανάληψη μιας ατυχούς κληρονομιάς απομιμήσεων. Ας μην επαναλάβουμε ότι φταίει η πολιτεία, η παιδεία, η έλλειψη βιβλιοθηκών, παιδαγωγών, θεσμών, δικαιωμάτων, ότι φταίνε οι ανισότητες, η διαφθορά, ο συντηρητισμός, η ευνοιοκρατία, ο κομματισμός. Η αυτοεξαπάτηση ότι η ανύπαρκτη ταυτότητα είναι ταυτότητα, δεν θα πάψει να διατηρεί το άχθος της ανυπαρξίας παρόντος και μέλλοντος στην χώρα μας. Η αυτοεξαπάτηση του λογοτέχνη δεν εξαιρείται.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα αλλού. Είναι όμως κάπως καθαρά: είτε ο λογοτέχνης προσφέρει προϊόν, οπότε ανταμείβεται, είτε προτείνει έργο, οπότε διακινδυνεύει την λογοτεχνική του παρουσία, αναμένοντας την ανακάλυψη της προσφοράς του, η οποία δεν αποκλείεται, καθώς η Οικονομία της κατανάλωσης ενδιαφέρεται να προσφέρει προϊόντα ανώτερης κατηγορίας (premium brands) σε ανώτερες τιμές (premium prices) εντός μιας ανώτερης αγοράς (premium market). Στο κάτω-κάτω, ο λογοτέχνης έχει το δικαίωμα να ελπίζει σε μεταθανάτια αναγνώριση, πιστεύοντας ότι μια ζαριά ποτέ δεν θα καταργήσει το τυχαίο (στίχος του Στεφάν Μαλλαρμέ). Ας το πιστεύει και ο Έλληνας λογοτέχνης, κακό δεν κάνει. Όποιος παίζει ζάρια, μπορεί να πιστεύει στην ζαριά του.
2. Πόσο η κοινωνική πραγματικότητα τον/μας επηρεάζει;
Η κοινωνική πραγματικότητα προσδιορίζει τους ηγέτες της, αυτό που λέμε την μυθολογία της. Και είτε ο προσδιορισμός γίνεται με κριτήρια όπως η εκτίμηση της προσφοράς, εκτίμηση που ομολογείται ή τουλάχιστον παραμένει στο προσκήνιο, είτε γίνεται με απόδοση τιμής εν ζωή σε αναγνώριση ενός συγκεκριμένου έργου, μιας συγκεκριμένης προσφοράς. Προκειμένου να τηρούνται τα προσχήματα, υπάρχουν αξιολογήσεις και θεσμοί σεβασμού των αξιολογήσεων, έτσι ώστε τα κριτήρια που προκύπτουν να μην είναι εξόχως διαβλητά. Αυτό δεν σημαίνει πως παρεκλίσεις και συμβιβασμοί δεν υπάρχουν. Σεβασμός όμως σημαίνει πως παρεκλίσεις και συμβιβασμοί δεν είναι ο κανόνας. Ουδείς αναμάρτητος εντός της κοινωνικής πραγματικότητας ανά την υφήλιο. Και χωρίς κακολογία, η Ελλάδα κουβαλάει πολλές αμαρτίες, ούτε έχει κουράγιο να εξομολογηθεί. Η μυθολογία της συνεπώς είναι αδέσποτη. Και οι ηγέτες της το ίδιο. Πλην εξαιρέσεων, όπως λέμε.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο λογοτέχνης δεν έχει φωνή που να ακούγεται εντός της κοινωνικής πραγματικότητας σήμερα. Έχει οπωσδήποτε την φωνή των προϊόντων του, η οποία είναι δοτή φωνή εκ μέρους των εμπόρων της κουλτούρας. Έχει παρέλθει η εποχή όπου δεν χρειαζόταν η φωνή του λογοτέχνη, επειδή το έργο του είχε φωνή. Φωνή που αντηχούσε πέρα από εθνικά και γλωσσικά σύνορα. “Οι Άθλιοι” ήταν το ευαγγέλιο των εξεγερμένων στα οδοφράγματα των γαλλικών επαναστάσεων. Το “Κατηγορώ” στην υπόθεση Ντρέιφους διαμόρφωσε την πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη. Δεν χρειαζόταν να γίνει μνεία ότι αυτά τα έργα ήταν του Ουγκό και του Ζολά. Οι λογοτεχνικές συντροφιές καθόριζαν αισθητικές, ήθη, συμπεριφορές εκπολιτισμού, κοινωνικές τάσεις και προτεραιότητες. Ένα σχόλιο λογοτέχνη αποτελούσε είδηση και έμπαινε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Τα λογοτεχνικά νέα και σκάνδαλα νοστίμιζαν την λογοτεχνία. Και στα καθ’ ημάς, στην πρόσφατη ιστορία μας, λίγα λόγια του Σεφέρη κλόνισαν την δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Υπάρχει πιθανότητα να ακουστεί κάποια λογοτεχνική φωνή σήμερα; Και αν ακουστεί το πρωί, θα ακούγεται και το μεσημέρι ή το βράδυ; Ο λογοτέχνης είναι μονάδα εν μέσω της χάβρας περιστασιακών φίλων και ομοτέχνων.
Αν υποθέσουμε ότι ακούγεται ήχος γαλήνης, αυτό που θα κατατεθεί, θα είναι ένα βιβλίο, δηλαδή ένα προϊόν εντός των τεχνολογικών εξελίξεων. Δεν διαβάζουμε πια πηγαίνοντας από την μία σελίδα στην άλλη, από αριστερά προς τα δεξιά, αλλά από την μία αράδα στην επόμενη, από πάνω προς τα κάτω, όπως σε ειλητάρια. Γυρίζοντας σελίδες, έχουμε μπροστά μας σειρές από αράδες. Διαβάζοντας κάθετα, έχουμε το περιεχόμενο μιας οθόνης. Με τέτοια ανάγνωση, έχουμε ήδη αποδεχτεί το ενώπιόν μας προϊόν. Δεν προφητεύω πως το βιβλίο θα πάψει να υπάρχει. Λογαριάζω πως το βιβλίο είναι και θα είναι ένα σαπούνι για να πλένουμε τα χέρια μας, το οποίο, λιώνοντας ταχέως προκειμένου να αγοράσουμε το επόμενο σαπούνι της Οικονομίας της κατανάλωσης, θα πετιέται στα σκουπίδια. Δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάσουμε δεύτερη φορά ένα βιβλίο της Οικονομίας της κατανάλωσης, δεν είναι καμωμένο για δεύτερο ψάλτη. Δεν ζούμε πια την εποχή των λογοτεχνικών Γραφών, που προσδιόριζαν ερμηνείες, παρερμηνείες, σχόλια, σημειώσεις, συζητήσεις, καταδίκες και θανάτους. Ο σύγχρονος λογοτέχνης δεν είναι Γραφή. Δεν έχει αντίκρυσμα ούτε μεταξύ των λογοτεχνών παραγωγών ομοίων προϊόντων. Αυτή η ομοιογένεια αποκλείει την εμφάνιση κρίσιμης μάζας εντός της κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία θα είχε κοινωνικό αντίκτυπο, αν αυτό είναι δυνατό πια να συμβεί. Η λογοτεχνία ως προϊόν τρώγεται και αποβάλλεται.
3. Πόσο η κοινωνική πραγματικότητα τον/μας εμπνέει;
Η κοινωνική πραγματικότητα επηρεάζει και βεβαίως εμπνέει. Σε επιταχυνόμενη ροή, προκαλεί επιταχυνόμενους αυτοματισμούς αντίδρασης και έμπνευσης εντός της Οικονομίας της κατανάλωσης. Διαμορφώνει τάσεις για νέα προϊόντα, εφήμερα όσο και όλα τα καταναλωτικά προϊόντα. Αναζητεί κιόλας το σαπούνι που προανέφερα. Βέβαια, οι καλές προθέσεις δεν λείπουν, αλλά οι καλές προθέσεις δεν αποδίδουν καλά αποτελέσματα. Μπορούμε να ελπίζουμε ποντάροντας στην αυταπάτη, ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Ότι η λογοτεχνία θα αναστηθεί. Κανείς δεν χλευάζεται επειδή πιστεύει στην Δευτέρα Παρουσία.
Μία απάντηση
Ο πολιτισμός του ενός κλικ δεν ευνοεί την ανάγνωση, η οποία έχει ανάγκη βραδύτητας (διαθέσιμου χρόνου). Το κλικ είναι στιγμιαίο (υφαρπαγή χρόνου). Το πέρασμα από το ένα κλικ στο άλλο είναι απόδειξη εθισμού, ο οποίος ξεχνάει το προηγούμενο, επειδή αντιμετωπίζει το επόμενο, το οποίο είναι κιόλας παρόν πριν καλά-καλά απέλθει το προηγούμενο. Ο εθισμός στην ταχύτητα (στο στιγμιαίο), στο επόμενο, δεν θεραπεύεται. Αν όμως υποθέταμε πως υπάρχει θεραπεία, ποιο είναι το φάρμακο; Απορία ψάλτου, βηξ. Ο Μιλάν Κούντερα υποστηρίζει και μάλλον έχει δίκιο, ότι η συμβολή της Ευρώπης στον πολιτισμό είναι το μυθιστόρημα. Και όταν λέμε μυθιστόρημα εννοούμε μια δομή, ένα métier, ένα οικοδόμημα, το θεμέλιο του οποίου είναι ο λόγος, δηλαδή ο πλούτος των αποχρώσεων των γραμμένων λέξεων, αυτών των ήχων που τονίζουν την σιωπή της ανάγνωσης, το μεγαλείο της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Πιστεύω πως το κλικ ευνουχίζει την δημιουργικότητα.
Σημείωση: Αυτό το κείμενο είναι σύντομο. Διαβάζεται σε 13,84 λεπτά. Οι στατιστικές λογαριάζουν πως αυτός είναι ο μέσος διαθέσιμος χρόνος ανάγνωσης στις μέρες μας. Ο Μπρυνό Πατινό, στο βιβλίο του “Ο πολιτισμός του χρυσόψαρου”, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σημειώνει ότι το χρυσόψαρο δείχνει ενδιαφέρον σε κάποιο σημείο επί δώδεκα δευτερόλεπτα και περνάει αμέσως στο επόμενο σημείο. Είναι σαν να διαβάζει 20 λέξεις, υπολογίζοντας ότι, όπως λέει η επιστήμη, ο άνθρωπος διαβάζει 100 λέξεις το λεπτό. Λες να είμαστε κοντά στο χρυσόψαρο;