Σ’ αυτόν τον λεηλατημένο κόσμο, με το κάθε γύρισμα της μέρας, των στιγμών και των στιγμάτων της, αποδεικνύεται με τρόπους απίθανους το πόσο ανίσχυρη παραμένει η γνώση, ο κόσμος των ιδεών, των εκθαμβωτικών περιτυλίξεων, των επιτηδευμένων νοημάτων. Η εκδοχή του ανθρώπου τεχνοκράτη, της αυθεντίας του επίκαιρου, δεν αρκεί από μόνη της για να αντιμετωπιστεί το τίποτα που μοιάζει να είναι, κατά τα φαινόμενα, η μοναδική πραγματικότητα. Απελπισία, ζωή γεμάτη α-πιθανότητες, πορεία δίχως καμία δυνατότητα φυγής προς το καλύτερο, διαφυγής από τη ματαιότητα. Παραλογισμός, μια νέα τάξη πραγμάτων (ή μάλλον μία ακόμη επιβαλλόμενη κατάσταση), όπως και να το πεις, πρέπει να βρούμε τρόπους επιβίωσης, τρόπους να αγγίξουμε τα απαραίτητα, να οριστούμε ως υπάρξεις, να βεβαιωθούμε και να πλησιάσουμε σ’ αυτό που ονομάζεται ευτυχία.
Ερωτήματα για τη ζωή, την τέχνη, για το που πρέπει ο άνθρωπος να σταθεί, παλίνδρομα, ατέρμονα ερωτήματα επιμένουν να κατευθύνουν ανησυχίες και καλλιτεχνικά ρεύματα, αντίθετα, ομόρροπα, πνευματικά απόπαιδα, λογοτέχνες και ανθρώπους του περιθωρίου, ρεαλιστές και άλλους ρομαντικούς που εξακολουθούν ακόμη να πιστεύουν. Ποιος λογοτέχνης όμως θα μπορούσε πραγματικά να αφουγκραστεί το σήμερα; Ο συγγραφέας, ο διανοούμενος, ο κριτικός, ο αναθεωρητής των πάντων, ο ποιητής; Αυτός που ορίστηκε από φόρμες και αποδομήσεις γλωσσολόγων, λογοτεχνικών θεωριών και θανάτων; Ο Ρολάν Μπαρτ σκότωσε τον συγγραφέα πολλές φορές ώστε να εξυμνήσει τη γλώσσα, έβαλε το έργο να αποστασιοποιηθεί από τον δημιουργό του κλονίζοντας τις τότε λογοτεχνικές παραδοχές. Ίσως και να τον ορίσει εξ αρχής, υπό διαφορετικές συνθήκες και απόψεις. Ο θάνατος του λογοτέχνη έχει πάρει πολλές μορφές στο πέρασμα των χρόνων. Ο λογοτέχνης νεκρός γιατί άσκησε κριτική σε ολοκληρωτικά καθεστώτα∙ τον έβρισκε κανείς δολοφονημένο δίπλα από νόρμες του ενδεδειγμένου που δεν ταίριαζε, άλλες φορές φιμωμένο από το αποδεκτό ή από μια πολιτική στρατολόγησης ποιητών και άλλων επικίνδυνων (χρήσιμων όμως) ακόμη και από μια ακαδημαϊκή αυθεντία γιατί, μόνο αυτή γνώριζε.
Ίσως και σήμερα ένας θάνατός του να επιβάλλεται. Για λόγους διαφορετικούς. Να ενταφιαστεί μαζί του το δήθεν και ότι κάλπικο τα τελευταία χρόνια απέκτησε. Γευτήκαμε πληροφορίες εύπεπτες, οριοθετηθήκαμε από κλίμακες αξιολόγησης, πιστέψαμε σε αλήθειες δοσμένες από το πληθωριστικό επιφώνημα της κοινωνικής δικτύωσης, γίναμε πόρνοι της εκκωφαντικής απομόνωσης, της μοναξιάς που δεν λέει να σωπάσει, της ατέλειωτης φλυαρίας της σιωπής, στη γοητεία των έξυπνων εφαρμογών υπήρξαμε όλοι θύματα. Δεχθήκαμε αλλοιώσεις για να αποδεχτούν εμάς και όχι το έργο μας. Μια ενδοσκόπηση δεν έβλαψε ποτέ, μια αυτοκριτική από το εγώ στο είμαι, ένα χειροκρότημα στον ομότεχνο, μια ενθάρρυνση στο νέο απαιτείται.
Το πεδίο έχει αλλάξει, μα ο κόσμος -Λεβιάθαν εξακολουθεί και παραμένει το ίδιο σκληρός και αποτρόπαιος. Έχει αλλάξει η γλώσσα, οι τόποι των αποκλίσεων εξαπλώνονται, ο χρόνος συρρικνώνεται, πεπιεσμένος ασφυκτιά μέσα σε εφευρέσεις γενναιόδωρες. Οι κώδικες επικοινωνίας, -άλυτος γρίφος- δύσκολα θα αποκρυπτογραφηθούν. Ο άνθρωπος, χαμένος στον κόσμο και τους περισπασμούς του πορεύεται ανήσυχος, με μια ανησυχία που μοιάζει μ’ έναν σύντομο και φευγαλέο φόβο. Μα αν αυτός ο φόβος συνειδητοποιηθεί, θα μεταμορφωθεί σε αγωνία, και η αγωνία ήταν πάντα το καύσιμο του οξυδερκούς ανθρώπου, του ανθρώπου των αλλαγών-των εξεγέρσεων.
Η αγωνία μετουσιώνεται σε λόγο, σε τέχνη, σε μορφή που θα καταμαρτυρεί, θα καταγράφει, θα προτείνει αλλά και θα δημιουργεί πιθανούς κόσμους, μετασχηματίζοντας το συνηθισμένο το συμβατικό της καθημερινότητας, το παράλογο και τις προθέσεις του. Μια τέτοια μορφή είναι ή μάλλον πρέπει να είναι ολογοτέχνης.
Αιώνια μαθητευόμενος θα επιδίδεται πάντα σε ασκήσεις ύφους ακολουθώντας κάποιες φορές τη φόρμα του Ραιημόν Κενώ και άλλες, το κενό που μπορεί και εμπερικλείει τα πάντα ώστε να εκφραστεί και να εκφράσει.
Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε πρέπει να μεθύσουμε από αγωνία ώστε να δώσουμε, κι αν η προσφορά μας μπορέσει ν’ αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, ίσως και να δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας ως λογοτέχνες.