Scroll Top

Γιώργος Μπλάνας – Διάλεξη

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΕΚΑΤΟΣΤΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ

Διάλεξη

Κυρίες και κύριοι, θα ξεκινήσω,
θέτοντας ευθαρσώς το φλέγον
ερώτημα: Είναι οι Λυκάνθρωποι
Άγγελοι σ’ έναν κόσμο Βρικολάκων;
Πριν απαντήσω, θα σας καλέσω
να φανταστείτε την παρακάτω εικόνα:
Εύφλεκτη λάσπη μέχρι εκεί που φτάνει
το θράσος του μέλλοντος. Στο βάθος σαλεύει
γιγάντια τροποποίηση λιονταριού,
δίχως πόδια και χαίτη και ουρά.
Και σέρνεται με την κοιλιά το δύστυχο πλάσμα
και ηχούν τα σπλάχνα του,
σαν αίθουσα του χρηματιστηρίου.
Πονάει, δακρύζει, πνίγεται
απ’ το λουρί, που γράφει στην γυμνή
σάρκα του λαιμού του -σαν λεωφόρος
σε άγραφο βουνό- LAISSEZ-FAIRE.
Κι ένας, σαν άνθρωπος, στην ράχη του:
κεφάλι οπλισμένο με μάτι καταμέτωπο υγρό:
αιμορραγία του φθόνου. Στόμα:
αχαλίνωτο πηγάδι. Και να λέει στα σκοτεινά
τ’ ανήλιαγα του τάφου: ― Εφεξής
θα είναι αδύνατον κανείς να διακρίνει
το σώμα από το πτώμα. Επιτέλους,
ο άνθρωπος αφόπλισε τον θάνατο. Ξεχάστε
το Υποκείμενο. Ένας άσωτος υιός
είναι το Υποκείμενο. Τον μόσχο
την σιτευτό ζητούσε απ’ την αρχή.
Προς τι η φασαρία; Και κρεμάει
ένα χέρι τρομερό, σαν το δρεπάνι
και σκάβει τα πλευρά του ζώου. Κι από μέσα,
πετάγονται ολόσωμοι άψογοι νέοι
φρεσκοπλυμένοι, φρεσκοσιδερωμένοι.
Και πριν καλά-καλά σταθούν
στην λάσπη, καλλονή σηκώνει μια κατάστενη
φούστα και δείχνοντας γλουτούς
ατσάλινους, ολόλαμπρους, φωνάζει:
― Τον καρπό σας! Καρπίστε με, στρατιώτες
του καρποφόρου μέλλοντος!
Και όπως την καρπίζουν, γεννάει από το στόμα
χαρτοφυλάκια. Και τα κρατάει στοργικά:
― Μωρά μου, γραφήματά μου, εικόνες μου,
Clip arts οf my spirit strong! Let there be light!
Και λέγοντας, τ’ αφήνει στην λάσπη και φυτρώνουν
ανθρωπάρια, Homunculi: κοπριά μεταλλαγμένου
κέρβερου ζυμωμένη με σάλιο γηραιού
διδάκτορα των Οικονομικών.
Το ένα χειρότερος εφιάλτης από τ’ άλλο.
Πρόκειται ν’ αποδείξουν
πως καμιά θανατηφόρα ανοησία
δεν θα μπορεί στο εξής να βγαίνει
στην αγορά, χωρίς την άδειά τους.
Η δύσοσμη άλως, που περιβάλει
την κατάντια τους δηλώνει
σαφώς πως θα εξελιχθούν
σε φορητούς χρηματιστές
κι αφόρητα επαρχιώτες απογόνους
διευθυντών σοβιετικών εργοστασίων,
που θα φροντίζουν να ξεπλένουν
την αποφορά τους
με δροσερό αέρα ελληνικών νησιών.
Εννοείται -αυτό μπορείτε
να το κρατήσετε: είναι σοβαρό
σύμπτωμα μιας ανίατης
πάθησης του ιστορικού
αμφιβληστροειδούς- πως στο εγγύς
μέλλον οι ήρωες θα πολεμούν σαν Έλληνες
σερβιτόροι και η Λερναία Ύδρα θα ξερνάει
τοξικά ομόλογα στις Βρυξέλες,
εκπαιδευμένη από μισότρελους performers,
εκπαιδευμένους από εντελώς παράφρονες Brokers.
Τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε από αυτή
την εικόνα, που ασφαλώς δεν θα υπάρξουν
πολλοί ανάμεσά σας να ονομάσουν
ανυπόστατη: ένα είδος δυστοπίας για μαζική
κατανάλωση; Αφήνω στην άκρη κάθε προφανή
συμβολισμό, κάθε φτηνή ερμηνεία, αντλημένη
απ’ τους βυθούς των νυσταλέων συρταριών,
που δεν κατάφεραν να υδροδοτήσουν
τα πετροχώραφα καμιάς κοινωνικής
μεταβολής. Λοιπόν, πιστεύω
πως το σημαντικότερο δίδαγμα της εικόνας μας
είναι πως τα λιοντάρια έχουν πάψει από καιρό
να πατούν ξυπόλητα στ’ αγκάθια των μύθων.
Το σημαντικότερο όμως: τα ποντίκια
δεν έχουν ανάγκη τους μύθους. Μπορούν
να εκμισθώσουν τα δικά τους λιοντάρια,
με το αγκάθι ήδη καρφωμένο
στο πόδι plus απ’ τον προμηθευτή.
Μπορούν ν’ ανοίξουν μιαν άθλια, διεστραμμένη
τρύπα στο κρανίο της Ευρώπης,
νόμο τον νόμο, σφαγή την σφαγή, άρθρο το άρθρο,
με την ελπίδα πως θα βρουν τις αρχές τους
ν’ αστράφτουν σαν πλατωνικές ιδέες.
Ύστερα να κάνουν απρόσκοπτα όλο τον δρόμο
από το Άουσβιτς στον Αρχάγγελο, αναγγέλλοντας
πως δεν ήταν δικά τους αποφάγια
μερικά εκατομμύρια ανώνυμων νεκρών
και πως οι Αμερικανοί και Ρώσοι στρατιώτες
δεν είδαν παρά μόνο την κατάντια
της άγνοιας, του αφελούς Είναι τους, όταν είδαν
την φρίκη καταπρόσωπο πως επιτέλους
δεν έχουμε κανέναν λόγο ν’ απελπιζόμαστε
απ’ αυτό τ’ ορφανό της ουσίας,
που οι μη κανονικοί νόες ονόμασαν
έναστρο χάος. Στην ουσία, δεν έχει σημασία
ποιος θάβει τις ορδές του άλλου σε ομαδικούς
τάφους, ποιος είναι ο βάρβαρος, αλλά
ποιος θα προλάβει να ονομάσει τον άλλο βάρβαρο.
Κι έτσι η βαρβαρότητα είναι απλά
ένα όνομα – όπως όλα:
υποκείμενα σε διαλεκτικές αντιφάσεις. Λόγου χάριν:
βομβαρδίζεις απαξάπασες τις πόλεις μιας χώρας,
για να σώσεις την χώρα
και ύστερα ισχυρίζεσαι πως θα σε κρίνει η ιστορία
που έσπειρες στα χαλάσματα.
Ακολουθούν οι συγγραφείς –αν έμεινε κανένας-
για να γράψουν την αλήθεια και το ψέμα,
συνήθως με λάθος όνομα και για λάθος λόγο,
κάθε φορά τόσο βαθιά χωμένοι στις σκέψεις τους,
που ξεχνούν τι σκέφτονται, πριν πληρωθούν
τον κόπο τους. Μετά… δεν έχει καμιά σημασία,
αν σκέφτηκαν, τι σκέφτηκαν, αν έγραψαν,
τι έγραψαν, σε ποια γλώσσα. Καθένας έχει αρκετή
σιωπή μέσα του, για να καλύψει μια χαρά
με λέξεις την κατάντια του. Παρεμπιπτόντως,
η γραφή υπήρξε πάντα κάποιο είδος
αποκριάτικης στολής, για τους επαγγελματίες
ηγέτες, δεδομένου πως η Ιστορία
επαναλαμβάνεται πάντα σαν φάρσα
και κάθε σοβαρός εκφραστής
του πνεύματος της εποχής του,
οφείλει να γνωρίζει ποιας εποχής παλιάτσος υπήρξε.

Δείτε πως τα κατάφερε ο…
Charles de Gaulle –ας πούμε-
παρά τις εύφλεκτες διακοπές ορισμένων φοιτητών,
που δεν μπορούσαν να περιμένουν
την επαγγελματική αποκατάστασή τους.
Γράφει στα απομνημονεύματά του:
Εκείνο το πρωί, μια γκρίζα ομίχλη
σκέπαζε τα πάντα στο Ντακάρ.
Οι κάτοικοί του ξεκίνησαν τη μέρα,
γεμάτοι θλίψη κι αβεβαιότητα. Στο φως
του ήλιου που ανέτειλε, είδαν την θάλασσα
σκεπασμένη από πλοία. Ένας τεράστιος στόλος.
Εκατό πλοία μάχης και μεταγωγικά…
Πείτε μου τώρα, πώς να δουν οι δυστυχείς
κάτοικοι του Ντακάρ, στο φως του ήλιου
που ανέτειλε, την θάλασσα σκεπασμένη από πλοία,
αφού μια γκρίζα ομίχλη σκέπαζε τα πάντα;
Γελοιότητα; Αδεξιότητα; Καθόλου.
Ρητορική, το σόφισμα, το πρωινό
ρόφημα των Γάλλων μικροαστών –
συμπεριλαμβανομένων των ανυπόμονων φοιτητών.
Φαντάζομαι πως η γαλλική αλεπού,
γνώριζε πως η ρωσική αρκούδα
είχε ήδη μετατρέψει τον Τολστόι
σε ταλαντούχο κομισάριο κι εκείνη
η εύσαρκη λονδρέζικη απελπισία του Σαίξπηρ,
είχε ήδη επιστρατεύσει την ποίηση προκειμένου
να πει στους Άγγλους μιγοχάφτες
προλετάριους πως θα χορτάσουν τόσο ατσάλι,
που το ξύλο στα κομμουνιστικά συλλαλητήρια
θα μοιάζει με ισλαμικό παράδεισο.
Δεν έχω τίποτε να σας προσφέρω
εκτός από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα.
Ποίηση, ε; Όχι Σαίξπηρ ούτε Ρακίνας, αλλά…
ποίηση που πιάνει την πλεμπάγια
απ’ τον λαιμό και την πνίγει, για ν’ αναγεννηθεί
κανονικός πολίτης του έθνους.
Ποιος πατριώτης Γάλλος θα σκεφτόταν
τι ανοησίες έγραφε ο ηγέτης,
αφού η μορφή του -προπάντων η μορφή του-
άστραφτε στις σελίδες του;
Κι έτσι, ο Γάλλος δεν έχασε τίποτα,
που δεν βρέθηκε σ’ έναν παράδεισο για ψείρες,
τσιμπολογώντας χαβιάρι και τηγανίτες από βρόμη,
μ’ έναν ανισόρροπο Ρώσο, που είναι μέγα
μυστήριο τι διάβασε, όταν διάβασε
πως η θρησκεία είναι το όπιο του λαού
έναν κουτσομπόλη Άγγλο,
που νόμιζε πως ήτανε ο μόνος
έξυπνος άνθρωπος στον κόσμο
– και μάλλον είχε δίκιο,
αν η εξυπνάδα είναι είδος τρωκτικού
κι έναν ετοιμοθάνατο Αμερικανό,
που δάγκωνε χειρότερα από σιβηρική αρκούδα.
Αργότερα, οι αριστεροί γραμματικοί
θα εργάζονταν σκληρά
για την συστηματική μελέτη σκουπιδιών,
όπως οι λυρικές εξάρσεις του Ντε Γκολ,
μετατρέποντας τον Μπαλζάκ σε κοινωνιολόγο
και τον Μαρκήσιο ντε Σαντ σε ηθικολόγο.
Στο μεταξύ, οι φοιτητές,
έχοντας καταλάβει πως ο καπιταλισμός
παίζει θέατρο, έσπευσαν να διεκδικήσουν
ρόλους πρωταγωνιστών, αφού οι πρωταγωνιστές
ήταν σπαρμένοι στις συνοικίες της Μέσης Ανατολής,
γράφοντας σενάρια κατασκοπευτικών ταινιών.
Ώσπου η φιλοσοφία έφτυσε επιτέλους εκείνον
τον μόνιμο κόμπο στον λαιμό: το κεφάλι
του Ντεκάρτ κομμένο στο Παρίσι του Σαιν Ζιστ,
τυλιγμένο με γλοιώδη σπλάχνα ψαριών
και σάπια λαχανόφυλλα, έτοιμο για έκθεση
σε μοντέρνα γκαλερί ή στο μουσείο του Άουσβιτς.
Ένα ακόμα ζώο, στον ανάστροφο
ζωολογικό κήπο της Ιστορίας!
Τώρα μπορώ να σας δώσω μια κάποια λογική
απάντηση στο ερώτημα, που έθεσα εξ’ αρχής.
Είναι οι Λυκάνθρωποι Άγγελοι
σ’ έναν κόσμο Βρικολάκων;
Εξαρτάται από το ποιος έχει αφομοιώσει
καλύτερα το μέγα δίδαγμα της Ιστορίας:
Κανείς δεν βλέπει την κόλασή του,
πριν του χώσουν στο μάτι σαν καρφί
τον λογαριασμό του παραδείσου.

Ελπίζω να υπήρξα σαφής. Αν όχι, αποταθείτε
σε κάποιον απ’ τους άριστους ιστορικούς,
που γράφουν κανονικά μυθιστορήματα.
Ή εν πάση περιπτώσει ρίξτε μια ματιά
στον Ξενοφώντα: «…ενώ εκείνος
<ο δρόμος> που περνούσε
ανάμεσα από τα βουνά, οδηγούσε
στην χώρα των Κούρδων. Γι’ αυτούς
έλεγαν πως κατοικούσαν απάνω στα βουνά
και πως ήταν ικανοί πολεμιστές
και δεν πειθαρχούσαν στο βασιλιά.
Κάποτε μάλιστα τους επιτέθηκε
ένας στρατός του βασιλιά, που είχε εκατόν
είκοσι χιλιάδες άντρες
κι απ’ αυτούς δεν γύρισε κανένας».
Μαίνεται ο Αιώνας!