Και με σαθρό εννοιολογικό υπόβαθρο, δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί να υπάρξει κοινός τόπος. Ο καθείς και οι απόψεις του, που λέμε. Ο καθείς και ο κόσμος του. Ιδού η αρχή της συλλογικής παράνοιας. Ιδού το τέλος του Λόγου. Πολιτική ορθότητα, άκριτος και εντέχνως επιβαλλόμενος δικαιωματισμός, απολυταρχία του σχετικισμού και της υποκειμενικότητας. Είναι ανυπόφορο πια ό,τι συμβαίνει.
Εντός, λοιπόν, ενός συγχυσμένου και χαοτικού τοπίου η τέχνη του λόγου μοιάζει να ασφυκτιά. Ιδίως αν συμπεριλάβουμε στα παραπάνω τον εκτεταμένο ηλεκτρονικό εθισμό που μοιραία παράγει ορδές βαριεστημένων, κατ’ ουσίαν ανέκφραστων και λειτουργικά αναλφάβητων. Τεράστιες μάζες του πληθυσμού φαίνεται να αδιαφορούν για τον λόγο και την ποιότητά του. Τον λόγο ως φορέα ιδεών, αρχών και παράδοσης.
Η τέχνη του λόγου είναι μία ιστορία πολυκαιρισμένη. Στην εποχή μας, αλλά και στη χώρα μας, μοιάζει το λιγότερο αστεία. Δεν είναι ότι όλο και περισσότεροι επιχειρούν να εκφραστούν. Είναι ότι η ψευδαίσθηση των κοινωνικών δικτύων αναπαράγει “ταυτότητες” και ιδιότητες που πόρρω απέχουν από την όποια πραγματικότητα.
Η λογοτεχνία κάθε εποχής και τόπου θα μπορούσε να είναι μια πραγματικότητα αφ’ εαυτού της. Θα μπορούσε φερ’ ειπείν να ορίσει συνθήκες, τρόπο θέασης και συντεταγμένες σε έναν κόσμο που έχει χάσει προ πολλού τον βηματισμό του – γεγονός μάλλον ουτοπικό. Το πεδίο θα μπορούσε να μοιάζει πρόσφορο για την λογοτεχνία, παρόλο που οι συνθήκες τείνουν διαρκώς προς τον αυτισμό και την ιδιοτέλεια. Υπάρχουν αντιστάσεις, δεν είμαι όμως σίγουρος αν επαρκούν.
Αν δεχτούμε την παραδοχή ότι ο άνθρωπος επηρεάζει και επηρεάζεται από το περιβάλλον του, μάλλον το ίδιο θα ισχύει και για την ανθρώπινη δημιουργία. Ο άνθρωπος που καταγίνεται με τις λέξεις είναι και δεν είναι μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας. Αφενός, είναι απαραίτητο να αφουγκραστεί τον εκάστοτε κοινωνικό παλμό, αφετέρου οφείλει να κρατήσει μία απόσταση ασφαλείας, προς αποφυγή πιθανής αλλοτρίωσης. Συχνά, η αλλοτρίωση είναι ταυτόσημη της κοινωνικής πραγματικότητας.
Εν ολίγοις, μπορεί η φερώνυμη πραγματικότητα να εμπνέει ή να επηρεάζει κοινό και δημιουργούς, παραμένει όμως άγνωστο αν η λογοτεχνία έχει την δύναμη να επιδράσει στη διαμόρφωση της όποιας πραγματικότητας.
Προς το παρόν, παραμένουμε λίγο-πολύ θύματα μιας επιβαλλόμενης συνθήκης που χειραγωγεί το νου και τις συνειδήσεις. Που διαχειρίζεται μέχρις εσχάτων τις ζωές και τα σώματά μας. Κι ας επικαλούμαστε με ευκολία τα περί ανθρώπινης προόδου και εξέλιξης.