Scroll Top

Κωνσταντίνος Μπούρας – Πόλεμος και Ειρήνη

ΠΑΤΗΡ ΠΑΝΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΜΗΤΗΡ ΑΠΑΝΤΩΝ ΕΙΡΗΝΗ.

Και πώς να ζήσεις
Μέσα στη χρονοτριβή
Χωρίς να χτυπηθείς
Δίχως μάτωμα;
Τις υδαρείς μέρες
Παλεύω να βοηθήσω
Όσο μπορώ
Αναξιοπαθούντες και
Μη…
Όμως δεν παύω να φιλοσοφώ
Σε καθημερινή βάση
Για τον φόβο τών εγκοσμίων
Και την ανθρώπινη συνθήκη.
Ετούτη η κατάσταση
Δεν θα διορθωθεί λοιπόν;
Ποτέ;
Είμαστε τόσο αποτυχημένα όντα
Που να ευελπιστούμε
Στην επέμβαση τών ουρανίων,
Εις την άνωθεν λύτρωσιν,
Εις την έξωθεν καλήν μαρτυρίαν;
Ενώ μέσα μας νιώθουμε χάλια.
Πάσχουμε και συμπάσχουμε
Μαζί με κάθε τι θρυπτό και χλωρό
Παγιδευμένο στις μυλόπετρες
Τής Ιστορίας
Ανάμεσα…
Στο αναμετάξι,
Ας έβγαινε τουλάχιστον
Κάποιο διάφορο
Απ’ όλο αυτό το ψυχομάχημα:
Μιά έκρηξη Φωτός
Ίσως,
Κάτι σαν αστραπή
Κοσμική,
Φωτοβολταϊκό τόξο
Που θα καταστήσει ορατό
Το Άρρητο…
Να ξέρουμε τουλάχιστον
Αν πρέπει να επενδύουμε σε κάτι.
Και σε τι;
Μέχρι τότε, Γνώσις
Αντίδοτον Ανασφαλείας.

*

Η ζωή πόλεμος διαρκής
Έξω και μέσα.
Αλίμονο στους απροετοίμαστους,
Στους άμαχους, στους ανεκπαίδευτους,
Στους αιθεροβάμονες,
Στους ανίσχυρους…
Οι ασθενικοί μπορούν να γιάνουν,
Οι αδύναμοι να δυναμώσουν,
Οι χωλοί να περπατήσουν,
Οι τυφλοί να αναβλέψουν,
Οι πεθαμένοι ν’ αναστηθούν.
Όσοι δεν θέλουν να παλέψουν όμως
Αναγκαστικά γίνονται φόρτωμα
Στους καλούς Σαμαρείτες
Που βρίσκουν πρόσφορον έδαφος
Όπως ασκήσωσιν την αρετήν των.
Κανείς δεν περισσεύει.
«Πάντα εν σοφία εποίησας».
Για κάθε τεμπέλη
Κι ένας προκομένος γεννιέται,
Έλεγε η γιαγιά μου.
Αυτή έπαιξε και τους δύο ρόλους
Εναλλάξ.
Απέθανεν πλήρης.

*

Αντίστιξις – αντίστιξη

Άλλο το ένα ουσιαστικό κι έτερον το άλλο…
Πώς κάναμε έτσι τη γλώσσα μέσα
Στους αιώνες, σαλάτα μεσογειακή
Κι υπερβορεία, κουζίνα σινική
Και μαγείρεμα ασιατικό…
Ανατολίτικη σκέψη σε κλασικό περίβλημα
Αυστηρό, γεωμετρημένο…
Πώς να χωρέσεις τα ψιλά
Όταν τα χοντρά περισσεύουν;
Κέρματα και χαρτονομίσματα
Με ιλιγγιώδεις αξίες φορτωμένα
Που δεν αντιστοιχούν σε κάτι εξαργυρώσιμο.
Ανταλλακτικά φωνήεντα και σύμφωνα
Ευέλικτα, ευκόλως αντικαταστάσιμα
Μας έφεραν έως εδώ που είμαστε
Εγκλωβισμένοι στη φυλακή λόγων ανουσίων.
Χαμένο το σύνθημα και το παρασύνθημα.
Κι ο φύλακας κοιμισμένος, πετρωμένος, δεν
Ξέρω… Η πύλη ανοικτή αλλά σκουριασμένα
Τα συρματοπλέγματα απειλούν την Ύλη
Την κακοφορμισμένη. Εξ άλλου κανείς
Δεν θέλει να φύγει. Πού ενέργεια για απόδραση
Τώρα; Περίσσεψε η αδράνεια, κυριάρχησε
Η βαρύτητα κι η εντροπία του συστήματος
Μετέτρεψε το Χάος σε μια ιδιότυπη ισορροπία
Τρόμου, σε μια αντίστιξη που ακυρώνει τον
Εαυτό της και καταλήγει σε αδιάφορη μονό-
Τονία, ενόσω

          αντίστιξις ανέφικτος εστί.
Τών αντιθέτων Αρμονία
Πώς να επιτευχθεί
Σε έναν κόσμο που επικρατεί
                      Ομοιομορφία;


Κι ο Πόλεμος η μόνη μας ανόσια
Ελπίδα, παππού Ηράκλειτε,
Μόνο που βάρβαροι πια δεν υπάρχουν
Κι απ’ έξω δεν μπορούν να έρθουνε,
Μεγάλε Αλεξανδρινέ…
Πού να τρέχουν τώρα;
Και για ποιο λόγο
Να ξοδέψουν τα ωραία τους
καύσιμα
Για ένα χαλίκι χαμένο στην ουρά
Ενός μάλλον περιφερειακού
Κι ασημάντ(ρ)ου
Γαλαξία;

*

Είδα την Ανθρώπινη Κωμωδία για ένα λεπτό από ψηλά…
Και τρόμαξα. Πόσος χαμένος κόπος, γνώση κι ενέργεια
Για να ξανακάνουμε απλώς τα ίδια λάθη
Για να ξαναπέσουμε στις ίδιες παγίδες, άτεχνα στημένες
Και προφανείς, για να μην πω «προπατορικές»
Και σάς χάσω, αφού στο σώμα γίνεται ο Τρίτος
Παγκόσμιος Πόλεμος, κάθε μέρα φανερά,
Το καταπατούν, το εκπορνεύουν, το μαδούν,
Το υποτάσσουν το διεγείρουν με πλαστικά
Ναρκωτικά και φρούδες υποσχέσεις,
Το εκμεταλλεύονται, το υποθηκεύουν,
Το τρελαίνουν και τρελαίνονται με τη σειρά τους
Κι αυτοί, αφού δεν βλέπουν οι άθλιοι
Κοντόθωροι
Πως ένα δέντρο τής Ζωής είμαστε
Όλοι κι αν δεν συλλέξει κάθε ένα φύλλο
                      τή δρόσο
Τής βροχής
Στάλα-στάλα
Η ρίζα θα διψάσει
           Και το ίδιο το σύστημα
Θα καταρρεύσει
                      Λυμφατικό
Αναιμικό
Ανυπόστατο.
Αφήστε το σώμα ήσυχο
Να ερωτευτεί τον εαυτό του
Να αγαπήσει τους άλλους
Να αποδεχτεί το δώρο
Τού βίου που αβίωτος δεν
Είναι.

*

Το μόνο κριτήριο είναι η Αγάπη,
Η αρμονική συνύπαρξη μιάς Ομάδας
Με κοινωφελή σκοπό,
Η εγκαθίδρυση κλίματος φιλίας και
Εμπιστοσύνης ανάμεσα σε ανθρώπους
Που παλεύουν να αυτοπραγματωθούν
Χωρίς να παραβιάσουν τα όρια
Τής Ελευθερίας τών άλλων:
Ελευθερία έκφρασης,
Ελευθερία συνείδησης,
Αποδοχή τού εαυτού,
Ανοχή των άλλων,
Επικρότηση τών διαφορετικών απόψεων,
Αναλυτική εξέταση τών διαφορετικών αντιλήψεων,
Ενδελεχής έρευνα τού διαφορετικού
Προκειμένου να εμπλουτίσουμε
Τις γνώσεις μας για τον Κόσμο
Και τέλος: χαρά τής Ζωής,
Συνεργατική ηδονή τής ύπαρξης,
Γιορτάσι κι εργασία,
Πόλεμος για εξημέρωση
Πρωτόγνωρων ενστίκτων
Κι άλογων παθών
Που απειλούν να μάς βυθίσουν
Πάλι στα σπήλαια,
Στο σκοτάδι ενός γκρεμού
Που έχει προ πολλού ατονήσει,
Ή ακόμα χειρότερα
Στο τρεμόπαιγμα τής φλόγας
Ενός λυχναριού
Που σώθηκε το λάδι του – ή το λίπος
Του γουρουνιού – κι απειλεί – μάς
Απειλεί – να σβήσει για πάντα…
«Έχασε η Βενετιά βελόνι», θα μού πεις.
Όμως δεν είναι έτσι. «Κανένα
Φύλλο δεν σαπίζει παρά μόνον με τη
Βουβή γνώση ολάκερου τού δέντρου»
(παλαιά ανατολίτικη παροιμία)
Κι ο πόνος βραχύς,
Πλατεία η μνήμη,
Λιμνάζει στα σωθικά η πίκρα
Μέχρι να μάς φαρμακώσει.
Γι’ αυτό σου λέω: ας είμαστε ανώτεροι
         Από τις προσδοκίες, από τις φιλοδοξίες,
        Από τις ματαιοδοξίες,
Ταπεινότεροι από τους πόθους μας.