Scroll Top

Κώστας Αρκουδέας – Ζούμε την εποχή της μεταλογοκρισίας

   Όλο και περισσότεροι συγκρίνουν τις συνθήκες που επικρατούν αυτή την εποχή με εκείνες που διαμορφώθηκαν στον Μεσοπό­λεμο του περασμένου αιώνα, οδηγώντας στον χειρότερο εφιάλτη από καταβολής κόσμου, τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ακραία φτώχια, καλλιέργεια φόβου, επίκληση εθνικού μεγαλείου, στο­χοποίηση των αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Οι ομοιότητες εί­ναι εντυπωσιακές. Μπορεί το φόβητρο του περασμένου αιώνα, ο κομμουνισμός, να έχει εκλείψει, μα έχει αντικατασταθεί από το φόβητρο της τρομοκρατίας.
Ένας βολικός εχθρός είναι πάντοτε χρήσιμος.
Μετά το αποτυχημένο Πραξικόπημα της Μπιραρίας το 1923 στο Μόναχο και τη φυλάκισή του, ο Χίτλερ έδειξε να συμμορ­φώνεται. Στην πραγματικότητα, φόρεσε το προσωπείο του νο­μοταγή πολίτη και ακολούθησε την κοινοβουλευτική οδό για την κατάληψη της εξουσίας. Με τη φορεσιά του προβάτου, ο με­τέπειτα δικτάτορας ξεγέλασε τους συντηρητικούς Γερμανούς και πήρε με το μέρος του την επιχειρηματική ελίτ, κυρίως τους ιδιοκτήτες των μεγάλων βιομηχανιών, που πίστεψαν ότι μπο­ρούσαν να τον χειριστούν καλύτερα από τους άλλους. Τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Μουσολίνι ανέλαβαν την εξουσία ως αρχηγοί κυβερνήσεων κατόπιν επίσημης πρόσκλησης που τους απηύθυ­νε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Την ίδια οδό φαίνεται να ακο­λουθούν και οι επίγονοί τους. Εμφανίζουν ένα σχετικά ήπιο κοι­νοβουλευτικό προφίλ, αλλά φροντίζουν να διασπείρουν το μίσος σε κάθε τους ανάσα. Αν πάρει κανείς τα λεγόμενά τους κατά γράμμα, θα βγει στους δρόμους θερίζοντας όποιον βρίσκει μπροστά του.
Στο βιβλίο Ρωγμές του σύγχρονου κόσμου, το οποίο περι­λαμβάνει άρθρα του στο περιοδικό Expo, ο Σουηδός συγγραφέας Στιγκ Λάρσον είδε πίσω από το γυάλινο τείχος να δημιουργού­νται οι συνθήκες για νέο αιματοκύλισμα. Ο Λάρσον έγινε πα­γκόσμια γνωστός με την αστυνομική τριλογία Millennium, απ’ όπου ξεπήδησε η πρώτη αξιομνημόνευτη ηρωίδα του 21ου αιώ­να, η ιδιόρρυθμη Λίσμπετ Σαλάντερ, μια γυναίκα με πολλές σκοτεινές πλευρές αλλά και μεγάλες λωρίδες ηλιοφάνειας.
Η τριλογία γνώρισε μια επιτυχία που ο Λάρσον δεν μπορού­σε να την φανταστεί ούτε στα πιο τρελά όνειρά του. Δεν πρόλα­βε να την χαρεί, ωστόσο, καθώς πέθανε από ανακοπή καρδιάς στα πενήντα του χρόνια. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, το υλικό για τα μυθιστορήματά του βασίστηκε σε εκτεταμένη έ­ρευνα που έκανε ο ίδιος και η σύντροφός του Εύα Γκάμπριελσον στους κύκλους των ακροδεξιών οργανώσεων στη Σουηδία. Ο γεμάτος θηριωδία υπόκοσμος που περιγράφει στα βιβλία του μόνο φανταστικός δεν είναι. Το υλικό αυτό χρησίμευσε ως βάση για το ντοκιμαντέρ που γύρισε ο σκηνοθέτης Χέντρικ Γκέοργκ ­σον με τίτλο Ο άνθρωπος που έπαιξε με τη φωτιά, γεμάτο τρα­μπουκισμούς, βιαιοπραγίες και πυρσούς να καίνε στα πρότυπα της Κου Κλουξ Κλαν, ενώ δεν απέκλειε ακόμα και τη συμμετο­χή τους στη δολοφονία του πλέον αγαπητού ηγέτη στη σύγχρο­νη ιστορία της Σουηδίας, του Όλαφ Πάλμε.
Αυτό που τονίζει ο Σουηδός στις Ρωγμές του σύγχρονου κό­σμου είναι πως η βομβιστική επίθεση στην πόλη της Οκλαχόμα το 1995 –που κόστισε τη ζωή σε εκατόν εβδομήντα ανθρώπους και είχε τετρακόσιους πενήντα τραυματίες, πολλοί εκ των οποίων έμειναν διά βίου ανάπηροι– ήταν μονάχα το προανάκρουσμα. Η προειδοποιητική βολή. Θα ακολουθούσαν και άλλες επιθέσεις, είπε, προτού ηχήσει το σύνθημα για τη γενική επίθεση του φα­σισμού. Η πρόβλεψή του όσον αφορά τις επιθέσεις δεν άργησε να επαληθευτεί. Τον Ιούλιο του 2011, στο Όσλο και στο νησί Ο­τόγια της φιλήσυχης Νορβηγίας, ο ακροδεξιός Άντερς Μπρέι­βικ έσπειρε τον θάνατο. Τα θύματά του ήταν κυρίως έφηβοι, που το μοναδικό τους αμάρτημα ήταν ότι παραθέριζαν στις κα­τασκηνώσεις της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος.
«Θα ξαναγυρίσουμε και η γη θα τρέμει», ήταν τα τελευταία λόγια του Πάουλ Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργού Προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας.
Την άνοιξη του 2019, υποστηρίζοντας ότι «πρέπει να διασφα­λίσουμε την ύπαρξη και το μέλλον των λευκών παιδιών», ο Αυ­στραλός εθνικιστής Μπρέντον Τάραντ εισέβαλε σε τζαμί της Νέας Ζηλανδίας και εμπνευσμένος από τον Νορβηγό μακελάρη άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως, δίνοντας τη χαριστική βολή σε όσους κείτονταν λαβωμένοι στο δάπεδο. Συνελήφθη και κλεί­στηκε στη φυλακή. Ένας Αυστραλός γερουσιαστής, εθνικιστής επίσης, που ανέλαβε την υπεράσπισή του λέγοντας πως για τη σφαγή στο τζαμί έφταιγαν οι μουσουλμάνοι, δέχτηκε ένα αβγό στο κεφάλι από έναν δεκαεφτάχρονο, που έγινε διάσημος με το προσωνύμιο Egg Boy.
«Εκτός απ’ το να μιλάς, πρέπει και να δρας για την ειρήνη», δήλωσε ο πιτσιρικάς μετά το συμβάν.

Προ καιρού, ο Ναπολιτάνος συγγραφέας Ρομπέρτο Σαβιάνο α­νέβασε στο Twitter μια φωτογραφία όπου εικονίζονταν πτώμα­τα να επιπλέουν στη Μεσόγειο. Τη φωτογραφία συνόδευε ένα βιτριολικό σχόλιο:
«Είσαι ικανοποιημένος τώρα; Το μίσος που σπέρνεις, θα το θερίσεις».
Στόχος του ήταν ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης και αρχηγός της ξενόφοβης Λέγκας του Βορρά Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος προκάλεσε διεθνή κατακραυγή όταν απαγόρευσε σε πλοίο που μετέφερε εξακόσιους είκοσι εννέα μετανάστες να α­γκυροβολήσει σε ιταλικό λιμάνι. Ο ακροδεξιός πολιτικός έκανε μήνυση στον συγγραφέα για συκοφαντική δυσφήμιση, γεγονός που ελάχιστα έδειξε να πτοεί τον τελευταίο.
«Ο κύριος υπουργός θα αναγκαστεί να πει την αλήθεια στο δικαστήριο, πράγμα ασυνήθιστο για πολιτικούς», είπε συνεχί­ζοντας την επίθεσή του. «Θα είναι μια καινούργια εμπειρία γι’ αυτόν».
Συνδυάζοντας το ρεπορτάζ με τη λογοτεχνία, ο Σαβιάνο έ­γινε ο ορισμός του επικίνδυνου συγγραφέα στη σημερινή εποχή. Με το βιβλίο του Γόμορρα, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2006 –και πολλοί το συνέκριναν με το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε–, έβγαλε στη φόρα τα άπλυτα της Μαφίας, λέγοντας ότι αποτελεί τον βασικό σπόνσορα της απανταχού ακροδεξιάς. Μπήκε άμεσα στο στόχαστρό της, με αποτέλεσμα να μετακι­νείται διαρκώς και να βρίσκεται πάντοτε υπό αστυνομική προ­στασία. Ο Ουμπέρτο Έκο τον χαρακτήρισε εθνικό ήρωα και έξι νομπελίστες, ανάμεσά τους ο Ορχάν Παμούκ και ο Ντάριο Φο, τον στήριξαν ανοιχτά στον αγώνα του κατά της Μαφίας. Το βιβλίο έγινε ταινία από τον Ματέο Γκαρόνε και σειρά στην τηλεόραση, με τον συγγραφέα να αποκτά χρήματα και φήμη αλλά να χάνει την ελευθερία του.
Τι αποκάλυψε ο Σαβιάνο στο Γόμορρα; Πάρα πολλά. Κάνο­ντας διεξοδική έρευνα, ανακάλυψε ότι η Μαφία που όλοι γνωρί­ζαμε ουδεμία σχέση έχει με την παγκοσμιοποιημένη Μαφία. Έχει εξαπλωθεί σαν γάγγραινα μολύνοντας τα πάντα. Δεν κρύ­βεται πίσω από τις παράνομες δραστηριότητες, κρύβεται πίσω από ΟΛΕΣ τις δραστηριότητες. Για παράδειγμα, εκτός από τσι­μέντο για τις οικοδομικές επιχειρήσεις, η Μαφία προμηθεύει με όπλα τις χώρες της Μέσης Ανατολής στις οποίες έχει επιβληθεί εμπάργκο. Η Καμόρα έχει αποδεσμευτεί από την πρωτογενή εγκληματική της δράση, συνάπτοντας συμφωνίες με τις νιγηρια­νές φατρίες του Λάγκος και του Μπενίν, με τις μαφιόζικες οι­κογένειες της Πρίστινα και των Τιράνων, αλλά και με τους Ου­κρανούς μαφιόζους της Λεόπολης και του Κιέβου. Όταν κατα­δικάζεται ένας αρχιμαφιόζος, όταν κλείνεται στη φυλακή, το σύστημα παραμένει ίδιο – απλώς αλλάζει το όνομα του αφεντικού.
Σε συνέντευξη που έδωσε στο Euronews τον Απρίλιο του 2017, ο Σαβιάνο ρωτήθηκε:
«Υπάρχει μια τεράστια αστική παρακμή στα κέντρα, ειδικά στη Νάπολη. Είναι η Νάπολη ένα σύμβολο του τι συμβαίνει και σε άλλες πόλεις του πλανήτη;»
«Ναι, είναι», απάντησε ο συγγραφέας. «Στην Πόλη του Με­ξικού, στο Λάγκος, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στα προάστια του Πα­ρισιού, στη Βαρκελώνη, συμβαίνει το ίδιο. Η Νάπολη και η Ιτα­λία μπορούν να διηγηθούν εξαιρετικά αυτή την ιστορία και να παρουσιάσουν τι συμβαίνει. Εδώ στη Γαλλία βλέπω ότι όλη η συζήτηση έχει να κάνει με τα αποτελέσματα και όχι με τις αι­τίες. Τα προάστια του Παρισιού είναι γεμάτα εγκληματίες. Παρ’ όλα αυτά όλοι συζητούν για τις συνέπειες από τη δράση των διακινητών ή των μεταναστών. Τα βαποράκια και οι μετα­νάστες έχουν χρήματα και κοκαΐνη που τους δίνει η γαλλική Μαφία. Η μαφία της Μασσαλίας και της Κορσικής. Το ξέπλυ­μα του χρήματος γίνεται από το γαλλικό οικονομικό σύστημα και όλα αυτά τα χρήματα καταλήγουν στο Λουξεμβούργο».
«Μια νέα μελέτη δείχνει πώς οι μαφιόζοι χρησιμοποιούν ε­ξαιρετικά την τεχνολογία, κάτι που τους επιτρέπει να κρύβο­νται από τις Αρχές. Γίνεται πρακτικά ακατόρθωτο να ανιχνεύ­σουμε τις δραστηριότητές τους και να τους πιάσουμε;»
«Εάν υπήρχαν αληθινοί νόμοι ενάντια στο ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, θα ήταν εύκολο, γιατί το πλαίσιο υπάρχει. Σήμερα είναι πιο εύκολο να ανιχνεύσουμε την κίνηση του χρήματος σε σχέση με το παρελθόν, γιατί πλέον δεν έχουμε να κάνουμε με χαρτονομίσματα. Έχουμε ηλεκτρονικές συναλλαγές που αφή­νουν ίχνη στο διαδίκτυο. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν πολ­λές περιοχές που μπορούν να γίνουν αυτές τις συναλλαγές και μετά να τις εξαφανίσουν. Κάθε ευρωπαϊκό κράτος έχει τους δι­κούς του παραδείσους: η Ισπανία έχει την Ανδόρα, η Γερμανία το Λίχτενσταϊιν, η Γαλλία το Λουξεμβούργο. Και όλοι έχουν την Ελβετία».

Δεν ήταν μονάχα οι πολιτικοί που συντάχθηκαν στο πλευρό των φασιστών του Φράνκο ή του Μουσολίνι και των ναζιστών του Χίτλερ. Ήταν και πολλοί καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους ο Νορβη­γός Κνουτ Χάμσουν, δημιουργός της περίφημης Πείνας και θαυ­μαστής του Χίτλερ, και ο Γάλλος Λουί Φερντινάν Σελίν, συγ­γραφέας του αριστουργηματικού Ταξίδι στην άκρη της νύχτας και συνεργάτης των Γερμανών κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στην Αγγλία, ο ποιητής Τ. Σ. Έλιοτ ήταν μοναρχικός, όχι φα­σίστας, αλλά παρασύρθηκε για ένα διάστημα συνθέτοντας ένα αποθεωτικό για τον Μουσολίνι ποίημα, εμπνευσμένο από τη «θριαμβική πορεία» των μελανοχιτώνων στη Ρώμη για την κα­τάληψη της εξουσίας.
Τέλειος εκφραστής της φασιστικής ιδεολογίας και της σα­γήνης προς τον θάνατο, ο Ιάπωνας συγγραφέας Γιούκιο Μισίμα έγινε παγκοσμίως γνωστός όταν αυτοκτόνησε τελετουργικά μπροστά στις κάμερες το 1970, μαζί με τον εραστή του, χρησι­μοποιώντας τη μέθοδο σεπούκου (χαρακίρι).
Τα τελευταία του λόγια ήταν:
«Είναι δυνατόν να δίνεις αξία στη ζωή όταν το πνεύμα σου έχει πεθάνει;»
Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που κατηγορήθηκαν για συνερ­γασία με τον φασισμό ή τον ναζισμό συναντά κανείς τα ονόμα­τα του θεατρικού συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλο, ο οποίος λέγε­ται ότι το έκανε για καθαρά βιοποριστικούς λόγους, του μουσι­κού Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, που φαίνεται ότι παρασύρθηκε α­πό το πάθος του για τη μουσική, της ηθοποιού Λένι Ρίφενσταλ, που είδε το όνομά της να συνδέεται με τη ναζιστική προπαγάν­δα ενώ στην πραγματικότητα θύμα της προπαγάνδας ήταν η ί­δια, και, τέλος, του σουρεαλιστή ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί, ο οποίος υποστήριξε τον δικτάτορα Φράνκο για λόγους που μο­νάχα ο ίδιος –και η μεγαλοφυής τρέλα του– μπορούσε να κατα­νοήσει.
«Φασισμός είναι η περιφρόνηση του ανθρώπου», εξακολου­θεί να φωνάζει ο Μπέρτολντ Μπρεχτ από τα βάθη του χρόνου. «Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. Η σκύλα που το γέν­νησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό».
Ο πλέον ταλαντούχος και φανατικός υποστηρικτής του φασισμού δεν ήταν άλλος από τον Έζρα Πάουντ. Ο ποιητής των Κάντος δεν έμεινε στα λόγια· προχώρησε σε πράξεις, κάνοντας εκπομπές στον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης κατά τις οποίες προέτρεπε τους συμμάχους να συνταχθούν με το μέρος των φα­σιστών. Οι φράσεις που χρησιμοποιούσε ήταν «τα κανόνια σας δεν είναι της δημοκρατίας αλλά της εβραιοκρατίας» και «ηγέτες σας είναι ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι».
«Κανείς δεν δίνει τόση αξία στη λογοτεχνία όσο τα ολοκλη­ρωτικά καθεστώτα», σχολίασε εύστοχα ο Ίταλο Καλβίνο.
Αναρωτιέται κανείς γιατί.
Η λογοτεχνία εκπροσωπεί τη γλώσσα – και, ως γνωστόν, η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Όποιο καθε­στώς κατορθώνει να περιορίσει τη λογοτεχνία –την πεζογραφία και την ποίηση, το δοκίμιο και τη βιογραφία, τη μελέτη και την πραγματεία– φέρνει στα μέτρα του ολόκληρη την κοινωνία. Α­κολουθούν οι υπόλοιπες τέχνες, πρωτίστως ο κινηματογράφος ως εκπρόσωπος της εικόνας, όμως η λογοτεχνία, και κατ’ επέ­κταση η γλώσσα, αποτελεί τον μεγαλύτερο εφιάλτη του καθε­στώτος, την πλέον ορατή απειλή, τον πλέον θανάσιμο κίνδυνο. Ο φόβος που τρέφει γι’ αυτήν είναι ανάλογος του βαθμού της σήψης του.
«Πίσω απ’ όλα αυτά βρισκόταν ένα ερώτημα μεγίστης ση­μασίας», λέει ο Σαλμάν Ρούσντι στο βιβλίο του Τζόζεφ Άντον. «Ποιος θα έχει τον έλεγχο της ιστορίας; Ποιος έχει – ποιος θα έ­πρεπε να έχει– τη δύναμη όχι μόνο να αφηγείται ιστορίες με τις οποίες, και μέσα από τις οποίες, όλοι ζούσαμε, αλλά παράλληλα και με ποιον τρόπο θα γίνεται η αφήγηση αυτών των ιστοριών; Κι αυτό γιατί όλοι ζούσαν μέσα στις ιστορίες, τα αποκαλούμενα μεγάλα αφηγηματικά νήματα. Το έθνος ήταν μια ιστορία, η οι­κογένεια μια άλλη, η θρησκεία μια τρίτη.
»Ως δημιουργικός καλλιτέχνης γνώριζε ότι η μόνη απάντη­ση στο ερώτημά του ήταν: Ο καθένας και ο οποιοσδήποτε έχει, ή θα έπρεπε να έχει, αυτή τη δύναμη. Όλοι μας θα έπρεπε να εί­μαστε ελεύθεροι να ασχοληθούμε με τα μεγάλα αφηγηματικά νήματα, να διαφωνήσουμε με την πλοκή τους, να τα σατιρίσου­με και να επιμείνουμε ότι πρέπει να αλλάξουν προκειμένου να α­ντικατοπτρίζουν τη μεταβαλλόμενη εποχή. Θα πρέπει να έχου­με τη δυνατότητα να αναφερθούμε σε αυτά τα νήματα με σεβα­σμό, με ασέβεια, με πάθος, με καυστικότητα, ή όπως αλλιώς ε­πιλέξουμε. Αυτό ήταν το δικαίωμά μας ως μελών μιας ανοιχτής κοινωνίας. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ικανότητά μας να αφηγούμαστε ή να πλάθουμε εκ νέου την ιστορία του πο­λιτισμού μας αποτελούσε την καλύτερη απόδειξη ότι οι κοινω­νίες μας ήταν πράγματι ελεύθερες. Σε μια ελεύθερη κοινωνία η διαφωνία γύρω από τα μεγάλα αφηγηματικά νήματα δεν έπαυε ποτέ. Ο ίδιος ο διάλογος ήταν αυτός που είχε σημασία. Ο διάλο­γος ισοδυναμούσε με ελευθερία.
»Όμως σε μια κλειστή κοινωνία εκείνοι που κατείχαν την πολιτική ή ιδεολογική εξουσία αναπόφευκτα επιχειρούσαν να τερματίσουν αυτές τις συζητήσεις. Εμείς θα σας πούμε την ι­στορία, έλεγαν, και θα σας πούμε τη σημασία της. Εμείς θα σας πούμε (θα σας υποδείξουμε) πώς πρέπει να λέγεται η ιστορία και σας απαγορεύουμε να την αφηγηθείτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αν δεν σας αρέσει ο τρόπος με τον οποίο λέμε την ιστορία, είστε εχθροί του κράτους ή προδότες της πίστης. Δεν έχετε κανέ­να δικαίωμα. Αλίμονό σας! Θα σας καταδιώξουμε και θα σας δείξουμε τι σημαίνει η άρνησή σας».

Ο συγγραφέας, πέρα από την αυτονόητη αποστολή του, που δεν είναι άλλη από το να υπηρετεί την τέχνη του όσο καλύ­τερα μπορεί, οφείλει να παρεμβαίνει –είτε με τον γραπτό λόγο και την αιχμηρή πένα του, είτε με τη φυσική παρουσία και τον διάπυρο τόνο της φωνής του– κάθε φορά που διαπιστώνει ότι κινδυνεύει, πρώτον, η ελευθερία του λόγου και της καλλιτεχνι­κής έκφρασης, δεύτερον, η ανεξαρτησία της βούλησης, της επι­θυμίας και της συνείδησης, και τρίτον, το δικαίωμα στην αμφι­βολία, τη διαφωνία και την ανυπακοή. Η αποστολή του τον θέτει αυτομάτως στην αντίπερα όχθη της αυταρχικότητας, του φα­νατισμού και της μισαλλοδοξίας, ως αντίπαλο δέος εκείνων που οραματίζονται έναν κόσμο φτιαγμένο από ιδιοτελή συμφέροντα. Μητέρα, σύντροφος κι ερωμένη, η τέχνη της γραφής. Ασπίδα, πολιορκητικός κριός και αιχμή του δόρατος συνάμα. Πρωτί­στως, όμως, ο συγγραφέας οφείλει να προστατεύει την ελευθε­ρία του λόγου από τους κινδύνους που την περιβάλλουν, επιτρέ­ποντάς της να εκφράζεται απρόσκοπτα.
«Με τι μοιάζει να είναι κανείς συγγραφέας;» αναρωτιόταν ο Τένεση Ουίλιαμς, για να απαντήσει στη συνέχεια: «Θα έλεγα πως μοιάζει με το να είναι ελεύθερος. Ξέρω πως μερικοί συγ­γραφείς δεν είναι ελεύθεροι, είναι επαγγελματικά απασχολημέ­νοι, πράγμα εντελώς διαφορετικό. Από επαγγελματική άποψη, είναι ίσως καλύτεροι συγγραφείς σύμφωνα με τη συμβατική έν­νοια του “καλύτερος”. Βάζουν το αυτί τους στο έδαφος και κα­τορθώνουν να πιάσουν τις απαιτήσεις των μπεστ σέλερ. Ικανο­ποιούν τους εκδότες τους και πιθανότατα το κοινό τους. Αλλά δεν είναι ελεύθεροι, κι έτσι δεν είναι αυτό που εγώ θεωρώ αληθι­νό συγγραφέα. Το να είσαι ελεύθερος ισοδυναμεί με το να έχεις επιτελέσει τον σκοπό της ζωής σου. Ισοδυναμεί μ’ έναν μεγάλο αριθμό ελευθεριών. Ισοδυναμεί με το να σταματάς όποτε σου κάνει κέφι, με το να πηγαίνεις όπου θέλεις κι όποτε θέλεις, με το να ταξιδεύεις εδώ κι εκεί, με το να είσαι κάποιος που φεύγει τρέχοντας από πολλά ξενοδοχεία, λυπημένος ή χαρούμενος, δί­χως προσκόμματα και δίχως πολλές τύψεις. Ισοδυναμεί με την ελευθερία της ύπαρξης. Και όπως έχει σοφά παρατηρήσει κά­ποιος, αν δεν μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, ποιος ο λόγος να γί­νεις οτιδήποτε άλλο;»
Θα περίμενε κανείς ότι οι ριζικές τομές φιλολαϊκού χαρακτήρα, όπως ήταν αρχικά η Οκτωβριανή Επανάσταση, θα αδρανοποιού­σαν και εντέλει θα καταργούσαν τις συντηρητικές πρακτικές ό­πως εκείνη της λογοκρισίας. Ωστόσο συνέβη το ακριβώς αντί­θετο. Η λογοκρισία γιγαντώθηκε στα χρόνια της κυριαρχίας των σοβιετικών κυβερνήσεων, καθώς οι νέοι ισχυροί άντρες ε­πέλεξαν να προστατεύσουν τον εαυτό τους και την αυλή τους από κάθε είδους αντιδράσεις, υπαρκτές ή μη, γόνιμες ή κακοπροαί­ρετες.
Ο σταλινισμός στη Ρωσία, οι δικτατορίες στη Λατινική Αμε­ρική και το καθεστώς του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική απο­τελούν παρελθόν. Εντούτοις το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν γιόρτασε φέτος τα σαραντάχρονά του στην εξουσία με εκδηλώ­σεις σε όλη τη χώρα, ενώ η έξαρση του πουριτανισμού στην Αυ­στραλία οδηγεί σε μια ρητορεία που προξενεί ανατριχίλα. Η ά­νοδος του εθνικισμού παγκοσμίως δεν αφήνει περιθώρια για ε­φησυχασμό. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Τα ανελεύθερα ή σαθρά δομημένα καθεστώτα και οι κάθε είδους περιορισμοί που τα συ­νοδεύουν είναι εδώ.
Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στον ΟΗΕ, στην κορυφή με τις δέκα χειρότερες χώρες-λογοκριτές είναι η Ερυθραία και η Βόρεια Κορέα και ακολουθούν η Σαουδική Αρα­βία, η Αιθιοπία, το Αζερμπαϊτζάν, το Βιετνάμ, το Ιράν, η Κίνα, η Μιανμάρ και η Κούβα. Με πρόσχημα την εθνική ασφάλεια, οι απαγορεύσεις γίνονται όπλα στα χέρια των ισχυρών. Πολλές φορές η ελευθερία του λόγου χρησιμεύει ως άλλοθι προκειμένου να συγκαλύψει τις αληθινές τους προθέσεις. Ο Χίτλερ και ο Στά­λιν, επί παραδείγματι, ήταν υπέρ της ελευθερίας του λόγου, αλ­λά μονάχα για απόψεις που άρεσαν στους ίδιους.
Ζούμε σε μια εποχή που οι ανακαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη με καταιγιστικούς ρυθμούς. Από την άνοιξη του 2019, ο μισός πληθυσμός της Γης είναι συνδεδεμένος επίσημα στο διαδίκτυο. Η έκρηξη της τεχνολογίας παρέχει τεράστιες διευκο­λύνσεις, μα οδηγεί σ’ έναν κόσμο εικονικό, απρόσωπο, μοναχι­κό. Ο ιός της απομόνωσης μεταδίδεται στους νέους όλου του κό­σμου. Εντοπίστηκε για πρώτη φορά στους hikikomori, τους ερη­μίτες της Ιαπωνίας, που αποσύρθηκαν από την κοινωνική ζωή για μεγάλο χρονικό διάστημα, εθισμένοι στον εικονικό κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών και του διαδικτύου. Τα επίσημα στοιχεία έκαναν λόγο για περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα υψη­λού μορφωτικού επιπέδου και χαμηλού βαθμού αυτοεκτίμησης. Στη συνέχεια ο ιός επεκτάθηκε στον ευρωπαϊκό νότο, στις Ηνω­μένες Πολιτείες και στη Νότια Κορέα. Όπως ομολογούν οι ερη­μίτες, πίσω από τη στάση τους κρύβεται η άρνησή τους να ε­νταχθούν σε ομάδες με πανομοιότυπο τρόπο συμπεριφοράς. Εί­ναι η δική τους επανάσταση απέναντι στις μεγάλες προσδοκίες που τρέφουν γι’ αυτούς οι γονείς τους και σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τους διδάσκει την πειθαρχία και την υπακοή – εν ολίγοις τη δυστυχία.
Κανένας δεν ξέρει πώς ακριβώς θα είναι το μέλλον. Γι’ αυτό ας ασχοληθούμε με το παρόν.
Μετά τις ισχυρές αντιστάσεις που συνάντησε η λογοκρισία των βιβλίων και τις προσπάθειες που έγιναν από τις πλέον ευ­φυείς προσωπικότητες του πλανήτη, θα πίστευε κανείς ότι η έλλειψη ελευθερίας του λόγου και της δημιουργικής έκφρασης θα είχε περιοριστεί στις μέρες μας. Ελάχιστοι σκανδαλίζονται πλέον με κείμενα που θεωρήθηκαν κάποτε βλάσφημα ή πορνο­γραφικά. Διεθνείς οργανισμοί, λέσχες ανάγνωσης και λογοτε­χνικά περιοδικά διοργανώνουν ανά διαστήματα βραδιές αφιε­ρωμένες στα απαγορευμένα βιβλία.
Η λογοκρισία βιβλίων, λένε, έχει εκλείψει.
Όμως latet anguis in herba.*
* ένα φίδι κρύβεται στα χόρτα (Βιργίλιος)
Η περίπτωση της Μαφίας που αναφέραμε προηγουμένως δεί­χνει ότι οι παλιές μέθοδοι εκσυγχρονίζονται, γίνονται ολοένα πιο περίπλοκες, αόρατες στο γυμνό μάτι. Η λογοκρισία των βι­βλίων είναι τώρα λιγότερο συμπυκνωμένη, περισσότερο απλω­μένη, τόσο ευκίνητη, που έχει γίνει δυσδιάκριτη, καθώς έχει μάθει να κρύβεται. Η πρωτόγονη τεχνική του παρελθόντος έχει α­ντικατασταθεί από τη λεπτοδουλεμένη τεχνική του παρόντος και του μέλλοντος. Έχουμε να κάνουμε με ένα πολυπλόκαμο τέρας, που βρίσκει διαρκώς τρόπους να εξελίσσεται και να ανα­παράγεται.
Η παλαιού τύπου λογοκρισία έχει δώσει τη θέση της σε μια λογοκρισία η οποία έχει στόχο τις δημιουργικές εκφάνσεις που ξεφεύγουν από τη μονοχρωμία, την ομοιομορφία και την αντί­ληψη για το τι είναι πολιτικά ορθό. Δεν χρειάζεται κάποιο έργο να είναι αντικαθεστωτικό για να κοπεί. Η σύγχρονη λογοκρισία γίνεται συχνά εσωτερική υπόθεση του δημιουργού, ο οποίος πρέπει να αποφασίσει αν το έργο του θα αρέσει ή δεν θα αρέσει στο κοινό, αν θα είναι ή όχι οικονομικά ασύμφορο, πράγμα που σίγουρα δεν θα αρέσει στον εκδότη του, αν, αν, μυριάδες αν… Στο τέλος καταλήγει να αυτολογοκριθεί, δίχως να συνειδητο­ποιεί ότι εκείνη τη στιγμή ψαλιδίζει την πλέον αυθόρμητη έκ­φραση των βαθύτερων συναισθημάτων του. Μολονότι είναι έ­τοιμος να πολεμήσει τη λογοκρισία στην παραδοσιακή της μορ­φή, αρνείται να την πολεμήσει στη συγκεκαλυμμένη μορφή της, την πιο επίφοβη, αυτήν που έχει να κάνει με την αδράνεια και τη σιωπή.
Από τον δημόσιο διάλογο απουσιάζει ο διάλογος των ιδεών. Οι πνευματικοί άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες και οι κριτικοί αποφεύγουν να θίξουν τα ακανθώδη ζητήματα, εκείνα που πραγματικά πονούν, με συνέπεια οι συζητήσεις να είναι ξε­νέρωτες. Μπροστά στον φόβο μη γίνει κανείς δυσάρεστος, η πα­ραδοσιακή λογοκρισία μοιάζει με λύση στην οποία καταφεύγει κάποιος με ελάχιστο κόστος, σχεδόν ανώδυνα, αποκομίζοντας συχνά και κάποιο όφελος. Από εκεί και πέρα, κανείς δεν τολμάει να αγγίξει τις διαστρεβλωμένες αντιλήψεις που έχουν παγιωθεί, που θεωρούνται θέσφατα, ιερά και όσια, απαρασάλευτα δόγμα­τα. Κανείς δεν θέλει να γίνει στόχος των φανατικών, όπως συ­νέβη, για παράδειγμα, με το περιοδικό Charlie Hebdo, που είδε τους καλύτερους συνεργάτες του να δολοφονούνται. Η αυτολο­γοκρισία γίνεται άμυνα, γίνεται ασπίδα που προστατεύει τον δημιουργό όχι μονάχα από τη διαπόμπευση αλλά και από τις απειλές για την ίδια του τη ζωή.
Ενώ υπάρχει η αίσθηση στην κοινωνία ότι μετά το 1960 έχει επικρατήσει μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης, στην πραγματι­κότητα η καθαρή σκέψη έχει χάσει την αυτονομία της. Ελλο­χεύει ο κίνδυνος αυτό που λες να βρίσκεται τόσο μακριά από τον γενικό κανόνα, ώστε κανένας να μην του δίνει σημασία. Και κα­ταλήγουμε στη μονοφωνία της άποψης, όπου σχεδόν όλοι λένε τα ίδια πράγματα με διαφορετικά λόγια. Όλοι προφέρουν τα ί­δια επιχειρήματα με διαφορετική φρασεολογία. Οι αιρετικές φωνές αντιμετωπίζονται με ευγενική συγκατάβαση και απομο­νώνονται σαν κάτι εξωτικό, γραφικό, ακόμα και γελοίο.
Η κοινωνία στην οποία ζούμε διαμορφώνει καθοριστικά τον χαρακτήρα μας. Επιτρέπει αρχικά να μας λογοκρίνουν, στη συνέ­χεια μας υποχρεώνει να αυτολογοκριθούμε και τελικά μας οδηγεί στη σιωπή καταστέλλοντας τις δημιουργικές φωνές μέσα μας.
Ζούμε την εποχή της μεταλογοκρισίας.

Σε τηλεοπτική έρευνα που έγινε πρόσφατα στους δρόμους της Νέας Υόρκης, το ερώτημα στους περαστικούς ήταν εξαιρετικά απλό:
«Μπορείς να ονοματίσεις ένα βιβλίο; (Can you name a book?)»;
Προσοχή: δεν χρειαζόταν να το έχεις διαβάσει, απλώς να γνωρίζεις την ύπαρξή του.
Η απάντηση ήταν το απόλυτο κενό. Κανένας δεν μπορούσε να θυμηθεί έστω κι ένα βιβλίο – ούτε καν τη Βίβλο. Κάποιος α­νέφερε τον Μόμπυ Ντικ, αλλά ως συγγραφέα ενός ανυπόστατου βιβλίου που ονομαζόταν Τα άλογα.
Τι νόημα έχει, λοιπόν, η λογοκρισία βιβλίων σε μια γενιά που δεν διαβάζει;
Το αξιοπερίεργο είναι πως η λογοκρισία βιβλίων έχει αυξη­θεί. Εν μέρει, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι εκδίδονται πε­ρισσότερα βιβλία σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι λόγοι. Ακολουθώντας τα βήματα της λογοκρισίας που έ­χει την τάση να μεταλλάσσεται, ο σύγχρονος λογοκριτής βρί­σκεται παντού. Τον ανιχνεύει κανείς σε συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, λόγου χάρη, να εποπτεύει σαν δράκος τις «κακές λέξεις» που μπορεί να διαβάσει το παιδί του, ενώ την ίδια στιγ­μή τού επιτρέπει να παίζει βιντεοπαιχνίδια με στρατιώτες που εισβάλλουν σε ειρηνικά χωριά διαμελίζοντας όποιον βρουν μπρο­στά τους.
Οι υπερβολές δεν έχουν τέλος. Την άνοιξη του 2019 αποσύρ­θηκαν από τη βιβλιοθήκη του σχολείου Tàber στη Βαρκελώνη διακόσιοι περίπου τίτλοι βιβλίων, γιατί, λέει, δεν είχαν καμία παιδαγωγική αξία. Αντιθέτως, είχαν κρυμμένο σεξιστικό πε­ριεχόμενο που έβλαπτε ποικιλοτρόπως τα παιδιά. Ανάμεσα στα βιβλία που αποσύρθηκαν ήταν το παραμύθι της Κοκκινοσκου­φίτσας και ο θρύλος του Αγίου Γεωργίου. Αύριο θα έρθει κάποια άλλη ομάδα «ειδικών» να αναιρέσει την προηγούμενη, προτεί­νοντας να αποσυρθούν νέα βιβλία για διαφορετικούς λόγους.

**Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα Επικίνδυνοι συγγραφείς, σελ. 463-479, εκδόσεις Καστανιώτη