Scroll Top

Κώστας Καβανόζης – Από τον εαυτό μας κατ’ ανάγκη θα ξεκινήσουμε και τον μικρόκοσμό μας

«Τα περισσότερα απ’ όσα μας συμβαίνουν δε μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα, που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε» γράφει ο Ρίλκε στα Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή. Είτε εκτυλίσσονται εντός της απροσπέλαστης από τη γλώσσα ιδιωτικής μας αυτής σφαίρας είτε όχι, τα συμβάντα -τα γεγονότα, για να θυμηθούμε τον Βιτγκενστάιν- συνιστούν τον κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο μπορεί αναπόφευκτα να ανήκουμε ή και να μας ανήκει ακόμα, η ουσία του οποίου όμως -και όχι η εκάστοτε περιστασιακή του εικόνα- μάλλον δεν πρόκειται ποτέ να μας αποκαλυφθεί με τις λέξεις. Εκείνος που γράφει ωστόσο, δεν έχει παρά «τη φτώχια της γραφής», όπως θα έλεγε ο Λορεντζάτος. Με τις λέξεις θα προσπαθήσει να εισχωρήσει στη σφαίρα των γεγονότων, με τις λέξεις θα αποπειραθεί να προσδώσει ένα κάποιο νόημα στα όσα γύρω του «ξετυλίγονται», να τα σαρκώσει με μια κάποια υπόσταση η οποία θα υψώσει το εφήμερό της ανάστημα απέναντι στην παντοδυναμία της ανυπαρξίας.
«Μακριά απ’ τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σε κείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα» συμβουλεύει στη συνέχεια ο Ρίλκε. Καθώς «δε μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε -όσο και αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο», από τον εαυτό μας κατ’ ανάγκη θα ξεκινήσουμε και τον μικρόκοσμό μας θα επιχειρήσουμε να διασχίσουμε με τη βάσιμη ωστόσο υποψία, ελπίδα καλύτερα, ότι μπορεί, προς όφελος της μοναχικής μας αυτής πορείας, να αποδειχτεί απέραντος. Δεν πρόκειται για ομφαλοσκόπηση: «Κι αν δεν είσαι ικανός, όπως μου λες, να γράψεις για “οποιοδήποτε θέμα”, αυτό αποτελεί μια καλή ένδειξη και όχι κάποιο λόγο αποθάρρυνσης», συμβουλεύει ο Σάμπατο τον δικό του «νέο ποιητή» παροτρύνοντάς τον παράλληλα να βυθιστεί αποκλειστικά στις εμμονές του. Δεν πρόκειται επίσης για αδιαφορία μπροστά στα σπουδαία που ξεπερνούν την ατομική μας ύπαρξη ούτε και για ένοχη σιωπή: Αναγνωρίζει ή δεν αναγνωρίζει ο κάθε άνθρωπος και στα πιο ασήμαντα πάθη του, στις πιο προβλέψιμες επιθυμίες του, στους πιο κοινούς φόβους του την τραγικότητα του εφήμερου; Αντικρίζει ή δεν αντικρίζει μέσα και στις πιο αδιάφορες στιγμές της τρέχουσας καθημερινής του πραγματικότητας το παραπέτασμα πίσω από το οποίο μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποκαλυφθεί η σκοτεινή άβυσσος που τον περιβάλλει; Αλλά και στα «μεγάλα» ακόμα μπροστά, εκεί που ο «συνηθισμένος» άνθρωπος συνθλίβεται πέρα από κάθε ατομικότητα και η άβυσσος χάσκει ολοφάνερη, τι άλλο μπορεί να κάνει όποιος γράφει από το να αναζητήσει τις -έως και ιερόσυλες υπό τη συγκεκριμένη προοπτική- λέξεις με τις οποίες πρώτα θα επιχειρήσει εγωιστικά να τα οικειοποιηθεί και στη συνέχεια σαν αυτοσχέδιος μάγος να τα ξορκίσει; Είχε, τελικά, ή δεν είχε δίκιο ο Αντόρνο; Είναι ή δεν είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση μετά το Άουσβιτς;
Και αν τυχόν συμφωνήσουμε ότι δεν είναι βαρβαρότητα, μήπως είναι εντέλει βαυκαλισμός ή, το χειρότερο, ένα είδος ματαιόσπουδης φλυαρίας; Μήπως η λογοτεχνική γραφή δεν είναι άλλο από ένα παράταιρο κάμωμα, ένα αυτάρεσκο νάζι πάνω από το κενό, μια αξιοθρήνητη πόζα μπροστά στο άπειρο που καταλήγει γκριμάτσα σε παραμορφωτικό καθρέφτη; Μια τέτοια όμως γκριμάτσα, από την άλλη, δεν διατρανώνει με πείσμα την εφήμερη παρουσία της γυρεύοντας να δειχτεί σαν κάτι μοναδικό αλλά και γνώριμο σε όλους; Δεν γυρεύει μάτια πολλά να καρφωθούν πάνω της, πλήθος πρόσωπα να την πιστέψουν δική τους; «Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ’ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω» δηλώνει με αυθάδεια ο Ναζίμ Χικμέτ στον δικό του Μικρόκοσμο, εκεί όπου «το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο» δεν είναι ο αχανής ουρανός με όλα του τα προαιώνια αστέρια αλλά «ένας άνθρωπος που τον ‘μποδίζουν να βαδίζει». Απ’ αυτή τη βγαλμένη γλώσσα, απ’ αυτή την επίδειξη παιδιάστικου θράσους μπρος στη μεγαλοσύνη των αστεριών, απ’ αυτό το στύλωμα της ματιάς -κι όσο πάει- στον αλυσοδεμένο άνθρωπο, τι παραπάνω μπορεί να κάνει κανείς;