Scroll Top

Κυριάκος Χαραλαμπίδης – Η σχέση του σύγχρονου λογοτέχνη με την κοινωνική πραγματικότητα εξαρτάται δυστυχώς από παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με την αξία της τέχνης του

Η τέχνη του γραψίματος, όπως είπε ο Φλομπέρ, είναι ένας τρόπος να ανακαλύπτεις τι πιστεύεις. Θα εννοούσε, υποθέτω, πως η καλλιτεχνική διαδικασία καθίσταται το άγκιστρο με το οποίο μπορούμε να συλλαμβάνουμε κάτι από το μυστήριο του λόγου όσο και του εαυτού μας. Αυτό σε πρώτο κοίταγμα φαντάζει εύκολο, εφόσον επιχειρούμε να εκφράσουμε σκέψεις και αισθήματα σε λογοτεχνική μορφή. Συμβαίνει ωστόσο να αραδιάζουμε στίχους, να γράφουμε πεζά ή άλλου είδους λογοτεχνήματα και να εξαντλούμε το απόθεμα του λόγου, θεωρώντας πως κάνουμε κάτι σημαντικό ή σπουδαίο. Προσθέτω δε και το εξής: Συχνά μας στέλνουν βιβλία ή χειρόγραφα με την παράκληση να πούμε την ειλικρινή μας γνώμη γι’ αυτά. Όταν η γνώμη είναι ευθεία και καθαρή, οι συγγραφείς αμύνονται, γιατί κατά βάση επιζητούν μονάχα τον έπαινο. Αλλά η τέχνη του γραψίματος δοκιμάζει κυρίως την ποιότητα της ευθύνης μας μπροστά στις λέξεις, κάτι που μας οδηγεί να θυμηθούμε μια φράση του Τσέχωφ: «το ταλέντο είναι μεγάλη ευθύνη». Αν θέλουμε να δούμε βαθύτερα την έννοια του ταλέντου, θα πρέπει εξ ανάγκης να ανακαλύψουμε τα συνοδευτικά της, που είναι η ευθύνη και η ακρίβεια του χρέους σε ό,τι καλλιτεχνικά ανθρώπινο επινοούμε. Φυσικά το μέγιστο που οφείλουμε να επινοήσουμε είναι ο εαυτός μας, που σφυρηλατούμε ή λαξεύουμε περίτεχνα με όργανο τον λόγο. Δεν είναι όμως εύκολο αυτό, γιατί ο λόγος ελκύεται από την ίδια την ουσία του, που φωλιάζει βαθιά μέσα μας και περιμένει την εξόρυξή της – πράξη δηλαδή επίμονη, επίπονη και ασκητική. Εδώ υπεισέρχεται και η έννοια της αγάπης, και μάλλον ακριβέστερα η επιστήμη της αγάπης, γιατί μια τέχνη που θέλει να έχει ανθρώπινο πρόσωπο και αύρα οικειότητας προϋποθέτει τη συνειδητή εκπόρευση του πνεύματος –το άνοιγμα προς τον άλλο– μαζί με την επίγνωση ότι η καλλιτεχνική δημιουργία υπόκειται σε νόμους θετικής επιστήμης. Αυτό καθορίζει και την αυστηρή γεωμετρική διάταξη, μέσω της οποίας η τέχνη αποδεικνύει την μαστορεμένη αλήθεια του προσώπου της .

Με τούτα καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν μετρούν οι συμπάθειες και οι προσωπικές σχέσεις στην προβολή ενός έργου. Είναι βέβαια γεγονός πως η σχέση του σύγχρονου λογοτέχνη με την κοινωνική πραγματικότητα εξαρτάται δυστυχώς από παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με την αξία της τέχνης του. Αυτό σημαίνει ότι οι διαμεσολαβητές (κριτικοί και παρουσιαστές) οφείλουν να διαθέτουν το ταλέντο της ευθύνης, ώστε να δίδεται και σ’ αυτούς η χάρη να αποκτούν υψηλότερη διάκριση (μάτια να βλέπουν), συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ορθή σχέση του λογοτέχνη με την κοινωνία, εντός της οποίας αναπτύσσεται και απευθύνεται.

Θα χρειαζόταν πάντως αναλυτικό δοκίμιο ως προς τη σχέση των κοινωνικών πραγμάτων και τον αμφίδρομο δεσμό της τέχνης με την πολιτική, όχι από τη σκοπιά της ιδεολογικής ταύτισης αλλά ως προς την ουσία του αντικειμένου της. Μολονότι η ιδεώδης πλατωνική πολιτεία είναι μια ουτοπία, παραμένει το αίτημα και η λαχτάρα να προσχεδιάζουμε εις τους αιώνας των αιώνων έναν καλύτερο τύπο ανθρώπου. Όλα μπορούν να μας εμπνέουν και να μας ανασυγκροτούν. Η λογοτεχνία, ως καλλιτεχνική δημιουργία, έχει πρώτα απ’ όλα χρέος απέναντι στον εαυτό της να διατηρεί την ουσία της, να σώζει την τέχνη, για να μπορέσει ανταποδοτικά να σωθεί από αυτήν. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, εκείνο που πρέπει να μετρά είναι η ποιότητα, το αποτέλεσμα ως τέχνη. Τα συμβαίνοντα στον αφρό της Ιστορίας παρέχουν το υλικό να στοχαστούμε καλλιτεχνικά επάνω στο νόημα των πραγμάτων, θεωρώντας τον πόνο ως αγαθοποιό αιτία πύκνωσης και σύλληψης μιας βαθύτερης πνευματικής και συνάμα τραγικής ομορφιάς.