Δύσκολο το ερώτημα – φαινομενικά είναι απλό ν’ απαντηθεί γιατί η ίδια η ουσία της ερώτησης υπαινίσσεται ή αναπαράγει μία αδήριτη πραγματικότητα: ο λογοτέχνης ενσαρκώνει ένα ιστορικό πρόσωπο συνεπώς το έργο του αποτελεί μία νοητική παραφυάδα σ’ ένα δάσος δημιουργίας, μία ψηφίδα στο μωσαϊκό της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα σε μια συγκεκριμένη τοπο-χρονικότητα. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Τι θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Η ανθρωπότητα, κάθε στιγμή, αυτοαναλύεται και αυτοαναλώνεται μέσα στον ιστορικό χρόνο: στο εφήμερο, το παροδικό, μολονότι, ταυτόχρονα, σχηματίζει ένα κρίκο στην αλυσίδα της ακατάπαυστης πορείας προς το μέλλον. Αλίμονο, όμως, ώσπου να γράψω αυτή την πρόταση, η στιγμή έχει παρέλθει, έχει μετουσιωθεί σε ιστορική στιγμή, όλα έχουν μετατραπεί σε παρελθόν. Η ροή του χρόνου με παρασύρει και με αλλοιώνει από εκείνη τη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω, που ξεκίνησα αυτήν την περιπέτεια, έχω φορέσει ένα άλλο πρόσωπο και άλλες ιδέες φύτρωσαν στη σκέψη μου. Δεν προλαβαίνουμε να σκεφτούμε, να επεξεργαστούμε κάτι κι αυτό ήδη αποσύρεται σαν κιβωτός στον ωκεανό της ιστορίας. Κάθε στιγμή είναι ένας μικρός θάνατος.
Από την άλλη προκύπτουν δυσεπίλυτα φιλοσοφικά και γνωσιολογικά ερωτήματα που ξεφεύγουν από τον ‘δεοντολογικό’ ρόλο του συγγραφέα, που ισοδυναμεί υποθέτω με τη συμβολή ή την παρέμβαση του λογοτέχνη στα δρώμενα (γεγονότα εν εξελίξει ή τετελεσμένα, ηθικές κρίσεις, τοπικά ή παγκόσμια προβλήματα). Η απάντηση στο ερώτημα «πόσο επηρέαζει; Πόσο εμπνέει;» δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική, εκτός αν μπορούσαμε να σκεφτούμε τον εαυτό μας, ο καθένας και η καθεμιά, ως ένα ον που βρίσκεται σε κατάσταση διανοητικής και συναισθηματικής αφαίρεσης από τον περιβάλλοντα μανδύα της ιστορίας – κοντολογίς, αν αποκλίναμε σε σχέση με τον εαυτό μας. Μπορώ να σταθώ έξω από τον ιστορικό χρόνο, έξω από τον κύκλο που διαγράφει η μέρα και η νύχτα, να προεκταθώ στο ανυπόστατο, στο μη ον, ή να μετατοπιστώ στο παρελθόν, σε ένα φανταστικό ταξίδι με μια χρονομηχανή;
Τα ερωτήματα υφαίνουν ένα ιστό γρίφους. Θα καταγράψω, αυθόρμητα, μονάχα τα παρακάτω: (1) Δεν αντιλαμβανόμαστε όλοι την πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο – συνεπώς οι αντιλήψεις μας για μια αντικειμενική, οντολογική, πραγματικότητα ενδέχεται να αποκλίνουν. Εκτός από το παράδοξο της παραπλανητικής οικειότητας με τα συγκείμενα (πιστεύουμε ότι τα καταλαβαίνουμε), υπεισέρχεται και η ιδεολογική μας μεροληψία η οποία ενίοτε παραμορφώνει τις εικόνες. (2) Οι προθέσεις μας, οι προθέσεις του λογοτέχνη, του στοχαστή, δεν ταυτίζονται απαρέγκλιτα με το αποτέλεσμα, δεν υπάρχει ξεκάθαρη αιτιώδης συνάφεια. Κατά συνέπεια, έστω κι αν η αφετηρία είναι ένας τόπος του παρόντος, το ίδιο το αποτέλεσμα – το λογοτέχνημα – μπορεί ν’ αυτονομηθεί από τον δημιουργό του. (3) Η συνείδησή μας είναι ένα περίπλοκος μηχανισμός αυτο-αντανάκλασης, ενεργητική συσκευή στοχασμού των ιδεών μας, απορρόφησης παραστάσεων, φιλτραρίσματος ήχων και αισθητηριακών δεδομένων. Εξαιτίας όμως της αντιληπτικής ανομοιομορφίας, στην οποία παρούσα είναι και η πλάνη και οι ψευδαισθήσεις, δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε κάποιο είδος συμπερασματικής σύγκλισης, δηλ. δεν ξέρουμε αν τα ίδια γεγονότα δημιουργούν παρόμοιες ιδέες στη σκέψη των ανθρώπων. Η εμπειρία καταδεικνύει το αντίθετο. Το συμπέρασμα είναι πως το ουσιώδες μέρος της ερώτησης, για την «κοινωνική πραγματικότητα» καταλήγει να είναι εν μέρει απατηλό ή παραπλανητικό.
Οι λογοτέχνες κινούνται στο ιστορικό και το ανιστορικό ταυτόχρονα, τραβάνε δύο κουπιά το ένα συμβολίζει το παρόν που στιγμιαία υποχωρεί στη νάρκη της ιστορίας και το άλλο είναι το ανιστορικό. Αλλά τι είναι το ‘ανιστορικό’; Ας ανοίξουμε την αυλαία στην οδύσσεια των πραγμάτων. Ξυπνάμε από το όνειρο, δραπετεύουμε από τον εφιάλτη. Βρισκόμαστε στη σκηνή, μετεωριζόμαστε: νομίζουμε ότι επιλέγουμε τους ρόλους μας, να ξαναρχίσουμε από το μηδέν κανακεύουμε τα πάθη μας, τις φαντασιοπληξίες μας, με μια αίσθηση υπεροχής, σχεδόν έπαρσης, αλλά το παρελθόν πετροβολά τον κήπο μας μας χτυπά καταπρόσωπο το παγωμένο βουητό της ανθρώπινης καρδιάς στα σταυροδρόμια της ιστορίας μάς καρτερούν οι νεκροί, οι πρόγονοί μας δεν είναι αλλιώτικοι από εμάς, ούτε τόσο άγνωστοι όσο νομίζουμε, ας μην ξεγελιόμαστε – ίσως ήταν λιγνοί, οστεώδεις, κάθιδροι, κακοντυμένοι, κάποτε όμως ήταν νέοι, τώρα ο κόσμος είναι γέρος.
Η αλήθεια χωρίς πέπλα: Η ανθρώπινη ιστορία, μέσα στις φάσεις της εξέλιξης της, διέπεται από επαναλαμβανόμενα μοτίβα και παραστάσεις – δεν θα αναφερθώ στο ζήτημα της καθολικότητας των αξιών, λόγου χάρη της ηθικής για να μην εισέλθω σε δυσπρόσιτα πεδία. Μέσα στα γενικότερα αινίγματα που μας περιβάλλουν, τη χαοτική πλοκή της βούλησής μας, ένα τρίπτυχο είναι ωστόσο απαράβατα καθολικό: η αγωνία της ύπαρξης, η βραχύτητα της ζωής και η αιωνιότητα του θανάτου.
Επαναλαμβανόμενα μοτίβα; Μοιάζει ο λόγος μου υπερβολικά μπαγιάτικος; Ίσως, σας καταλαβαίνω, αλλά ακούστε: η ζωή σε αυτόν τον πλανήτη διήλθε πολλές φορές τη βαρυτική έλξη της ολοκληρωτικής καταστροφής. Λιμοί, λοιμοί, καταποντισμοί, περίοδοι παγετώνων, ηφαίστεια, τυφώνες που σπέρνουν την ερήμωση, πολύχρονοι πόλεμοι, τρομοκρατία, θρησκευτικά παραληρήματα, αιματηρές διώξεις, ακολασίες, κουτοπονηριές, ‘μεγάλες υποθέσεις’. Δεν μοιάζει κάτι ολότελα ανοίκειο, ξένο στην ιστορική και διαισθητική μου διόπτρα. Η ανθρωπότητα βαδίζει εδώ κι αιώνες σε τεντωμένο σκοινί, κρατώντας στο στήθος ένα δίσκο γεμάτο χαρές, θλίψη, χίμαιρες, ξοδεμένες συνειδήσεις, αξόδευτες παρορμήσεις, αναρίθμητους ήλιους, χρωματιστά χώματα. Και η μια μέρα διαδέχεται την άλλη, όπως οι αιώνες, μέσα σε μια καταιγίδα. Σε μια καταιγίδα, όσο διαρκεί, όσο θα διαρκέσει, η ανθρωπότητα ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, πάνω στο ίδιο ανεμοδαρμένο καράβι. Τι είναι λοιπόν η ζωή μας παρά ένα σιωπηρό ‘συμβόλαιο’ με τους νεκρούς, τους ζωντανούς κι αυτούς τους ανυποψίαστους που πρόκειται να γεννηθούν; Θέλουμε να αποποιηθούμε το ‘συμβόλαιο’, να παραχαράξουμε το ‘συμφωνητικό’; Και να θέλαμε δεν θα μπορούσαμε, και να μπορούσαμε δεν θα θέλαμε.
Πίσω στο λογοτεχνικό ερώτημα. Γιατί γράφουμε; Τι μάς εμπνέει; Παρόλο που η απάντησή μου κινδυνεύει να υποπέσει στα γνωσιολογικά σφάλματα που προσπάθησα λακωνικά ν’ αναδείξω, σκέφτομαι πως η συγγραφή είναι την ίδια στιγμή στερεωμένη στην εμπειρία αλλά και στην υπέρβαση του χρόνου, της εντοπιότητας, της σχετικότητας, κι όσο πετυχαίνει ν’ αναβαπτίζεται στο παρελθόν, ν’ αναχαιτίζει τις μυωπικές μονομέρειες του παρόντος, να φιλοτεχνεί τις εσωτερικές εμπειρίες που μας υπερβαίνουν, ν’ ανανεώνει εκείνο το ‘συμβόλαιο’ για το οποίο μίλησα παραπάνω, τόσο καθίσταται πιο οικεία στη νόηση, πιο φιλική στο πνεύμα και το συναίσθημα, πιο κοντύτερα έρχεται στην εξωτερικά ευδιάθετη και εσωτερικά βασανισμένη ανθρώπινη φύση.
Παραθέτω τρία παραδείγματα, για να ερμηνεύσω την άποψή μου:
Γιατί διαβάζουμε ακόμη τον Φιλαράκο του Μωπασάν (1885); Γιατί ο Ντυρουά τριγυρίζει ανάμεσά μας, είναι ένας από εμάς, προδίδει τα μυστικά μας, είναι ο ‘αιώνιος άνθρωπος’: ο καιροσκόπος, ο ραδιούργος, ο εγωμανής, ο αδίστακτος, αυτός που ποδοπατεί τις συμβατικές αξίες, ή, να το θέσουμε διαυγέστερα, αυτός που ξέρει να τις αξιοποιεί προς όφελός του, για ν’ αναρριχηθεί στην παριζιάνικη κοινωνική ιεραρχία, ν’ αποκτήσει δύναμη, εξουσία, να κυριαρχήσει. Χρειάζονται τα κοινωνικο-ηθικά ερείσματα της εποχής της ύστερης βιομηχανικής περιόδου, της αστικοποίησης, κ.ο.κ., για να γράψει τον Φιλαράκο ο Μωπασάν; Και ναι και όχι. Ο πρωταγωνιστής είναι καθρέφτης της παρηκμασμένης παρισινής κοινωνίας, των σαλονιών, των δόλιων συναλλαγών – αλλά ας μην βιαζόμαστε, πόσο διαφορετικός είναι αυτός ο χαρακτήρας από τον μακιαβελικό μηχανορράφο Ιάγο στον Οθέλλο του Σαίξπηρ, την προσωποποίηση του υπέρτατου κακού; Ο τρόμος ανοίγει όλες τις πόρτες. Τα τέρατα καιροφυλακτούν, κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Πόσο διαφορετικός είναι ο ‘φιλαράκος’ μας από τον Φάουστ, που πουλά την ψυχή του στον διάβολο γιατί οι επιθυμίες είναι ακόρεστες, τα πάθη ανικανοποίητα, και η ανία διαστελλόμενη (μια επαναλαμβανόμενη αλληγορία για την ανθρώπινη φύση);
Γιατί διαβάζουμε ακόμη τις Νεκρές Ψυχές του Γκόγκολ (1842); Ναι, είναι αλήθεια, ο Γκόγκολ σατιρίζει τους τσιφλικάδες και τους δημόσιους λειτουργούς του τσαρικού καθεστώτος της εποχής του. Με πρόσχημα μια σατανική ιδέα του κεντρικού ήρωα Τσίτσικοφ, την αγορά νεκρών ψυχών, ο συγγραφέας ξεσκέπαζε τον βούρκο της δουλοπαροικίας, για ν’ αναδυθεί από εκεί η δύναμη και το δημιουργικό πνεύμα του Ρώσου μουζίκου. Μονάχα αυτό; Τότε δεν θα διαβάζαμε ξανά και ξανά αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Θα ήταν ένα ιστορικό κείμενο, στην καλύτερη περίπτωση, περιχαρακωμένο στο πλαίσιο της εποχής του, μια κωμικοτραγική καρικατούρα της κοινωνίας της ανισότητας, της δουλείας, και στη χειρότερη περίπτωση ένα λογοτεχνικό απολίθωμα μουσειακής αξίας. Επιστρέφουμε στις Νεκρές Ψυχές για ν’ αναμετρηθούμε με τη δική μας νεκρότητα, τη δική μας ψυχική ανισορροπία, τις ηθικές μας αμφιταλαντεύσεις, τις αγωνίες μας, τα πάθη μας. Επιστρέφουμε στον εαυτό μας, σαν να επιστρέφουμε στο κουκούλι μας, στην κοινή μας φύτρα. Ίσως είμαστε, με διάφορους ευφάνταστους αλλά δυσοίωνους τρόπους κι εμείς «νεκρές ψυχές».
Γιατί διαβάζουμε ακόμη το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι (1947); Για να ανακαλέσουμε τις τραυματικές αναμνήσεις μιας λαβωμένης ψυχής στα κολαστήρια των ναζί; Πέρασαν ογδόντα χρόνια από τότε. Αν δεν βρίσκαμε κάτι κοινό, μια γραμμή, ένα νήμα, που μας συνδέει με τον πρωταγωνιστή, με τον χώρο, θα αφήναμε το βιβλίο να μουχλιάσει στο ράφι. Επιστρέφουμε στο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος γιατί αυτός είναι ο άνθρωπος. Κι αυτός είμαστε εμείς, ο καθένας από εμάς, ο εν δυνάμει θύτης και ο εν δυνάμει θύμα. Ας εφορμήσουμε στο θέαμα του ‘ανθρώπου’. Μέσα στην ήσυχη νύχτα, κάτω από τ’ αστέρια που σπιθίζουν και μας κάνουν να ονειρευόμαστε, στις πόλεις-φυλακές μας, ακούγονται κραυγές πονεμένες και στεναγμοί και βίαια ξεσπάσματα. Ο καθένας, φτάνει να μην αιθεροβατεί, μπορεί ανά πάσα στιγμή να επαληθεύσει την αλήθεια του ‘ανθρώπου’ του Λέβι. Οι πόλεις μας κατασκευάζονται από πέτρινους τοίχους, υψηλούς, λείους, δίχως παράθυρα (σαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης) ούτε ο άνεμος δεν μπορεί ν’ αφήσει τα ίχνη του, μια σκοτεινή ομίχλη σκεπάζει τις λίμνες – οι πόλεις μας είναι καλοστημένοι λαβύρινθοι που οδηγούν στον Μινώταυρο. Για να είμαστε ακριβείς: στους εκατοντάδες Μινώταυρους που καραδοκούν, εκεί ανάμεσα στους κλειστοφοβικούς διαδρόμους των κτιρίων και τα σοκάκια και τις πλατείες, να μας κατασπαράξουν. Περπατάμε περνώντας ξυστά τοίχο τοίχο, φοβόμαστε, τρέμουμε, κλεινόμαστε ερμητικά στο κέλυφός μας, ίσως …ίσως, γλιτώσουμε: μα αν είμαστε κι εμείς ένας Μινώταυρος; Ποιος μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν είναι ένας απ’ αυτούς; Έχουμε αυτογνωσία, ξέρουμε που βαδίζουμε; Ο κόσμος μας δεν είναι φτιαγμένος από το υλικό των θαυμάτων. Οι άνθρωποι αλληλοσπαράζονται μέσα στο μίσος και την αγάπη. Είμαστε ικανοί για απίστευτα πάθη. Παραδιδόμαστε στην υποχρεωτική αμαρτία μ’ ένα τριαντάφυλλο στο χέρι. Πόσο συχνά επικαλούμαστε την αλήθεια για να μπορούμε να ψευδόμαστε δίχως ενοχές;
Η λογοτεχνία πιάνεται πάνω στον ιστό του παρόντος, που διολισθαίνει ανεπαίσθητα αλλά ακατάπαυστα στο παρελθόν, για να μαρτυρήσει την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, την κοινή μας μοίρα, τα κοινά μας πάθη, τα πνευματοκτόνα: αν αφεθεί ν’ αναλώνεται στα τωρινά φαινόμενα, αν δεν αναδιπλώνεται μέσα στην αχανή αρχιτεκτονική της ιστορίας, αν δεν αδράξει το νήμα μες στον λαβύρινθο του χρόνου που ακόρεστα καταβροχθίζει τις ζωές μας, αν δεν αποσφραγίσει τη σαρκοφάγο, άμα δεν καταφέρει ν’ ανανεώσει το παρόν μέσα από το παρελθόν, για να νοηματοδοτήσει τις τωρινές εικόνες μέσα από το παλιό κάδρο της ιστορίας, τότε ο λογοτέχνης μεταμορφώνεται σε χρονικογράφο. Και δεν πιστεύω πως αυτός είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας, ένας ρόλος μοναδικός, απελευθερωμένος από τη μέγγενη της αυστηρής λογικής, της στερεότητας, της γεωμετρίας αυτός ο ρόλος που της προσέδωσε το μεγαλείο και την ακατάλυτη ζωντάνια μέσα στους αιώνες. Η λογοτεχνία είναι ο εξομολογητής μας, κάποτε εκτινάσσεται στα ύψη για να γίνει η φωνή της συνείδησής μας μάς καθοδηγεί, χωρίς ποτέ της να διδάσκει, πώς να γίνουμε άξιοι της ύπαρξής μας. Είναι η συναρπαστική τέχνη του λόγου που συγκινεί διότι αποκαλύπτει το αληθινό μας πρόσωπο κάτω από το πέπλο της επιτήδευσης, προδίδει τα μυστικά μας, μας ανατέμνει μέχρι το τελευταίο κύτταρο της ψυχής μας.