Scroll Top

Μανόλης Πρατικάκης – Γκουέρνικα

Γκουέρνικα.Ήταν απόγευμα. Ο ήλιος έλαμπε στο ανοιξιάτικο Παρίσι. Ο Σηκουάνας
κατέβαζε ήρεμα τα νερά του, με ποταμόπλοια και γλάρους. Το νε-
αρό χορτάρι άστραφτε στις όχθες. Ανθισμένες ζέρμπερες
με τα τεράστιά τους ματοτσίνορα μας κοίταζαν έκπληκτες
από τα πέτρινα παρτέρια. Οι θρυλικές του γέφυρες σαν
σύνδεσμοι ένωναν τις αντινομίες.

Τρεις Γερμανοί θαυμαστές του Πικάσσο, βλέποντας στο ατελιέ
τη θρυλική Γκουέρνικα, όλο θαυμασμό λένε: Τί εξαίσιος πί-
νακας· μ’εκείνο το συντριπτικό νόημα της καταστροφής, συμπ-
υκνωμένο σε λίγα τετραγωνικά! Η επιτομή του χάους, εκεί-
νος ο ορυμαγδός· το μπερδεμένο νεκρό σύμπλεγμα ανθρώπων και
ζώων…Μα κύριοι, τους απαντά ο Ισπανός μετρ, αυτός ο
πίνακας δεν είναι έργο δικό μου…Σαστισμένοι.. Αλλά
ποιανού είναι; Έκπληκτοι ρωτούν οι θαυμαστές. Κι εκείνος…
Είναι αποκλειστικά δικό σας έργο· της φυλής σας. Δεν α-
κούτε τάχα το χλιμίντρισμα του αλόγου; Τα κομμένα πόδια του ε-
δώ και το κεφάλι του δώδεκα μίλια μακριά στη ματωμένη Κόρντοβα
τη στιγμή που ξεψυχάει σε τούτη την αφανισμένη πόλη φάντασμα
από τους όλμους σας; Δε βλέπετε τα χυμένα χρώματά μου
πως ειν’παρμένα από της θνήσκουσας ζωής, τις ανοιγμένες αρτη-
ρίες; Δε βλέπετε τους ρόμβους των θρόμβων στο αλογίσιο έρεβος,
που καθώς έσκυψε να βοσκήσει έφαγε μαύρη χλόη
γέρνοντας ξεκοιλιασμένο στο σιδερένιο χορτάρι;
Με χυμένα έξω από τη ζεστή φωλιά της ζωής τα σπλάχνα του;
Λες χυμένα άστρα ή μαγκάλι μ’ αναμμένα κάρβουνα.
Καθώς ο όλεθρος του μίσου σας τα είχε τάξει τόσο
πρόωρα στη στάχτη και στο θάνατο; Δεν βλέ-
πετε τους έρημους ταρσούς χωρίς αστραγάλους; Τους μηρούς τρία με-
ρόνυχτα δρόμο από τις κνήμες του.

Δε βλέπετε το τρίτο μάτι εξορυγμένο απ’τον αυχένα τ’ορώντος νου;
Δεν ακούτε τα ουρλιαχτά που τα
κούφαναν όλα, τύμπανα στόματα, σιωπές στη διαμελισμένη πόλη που
τη στόλισαν τα φέρετρα κι η καρβουνόσκονη της σάρκας τους;
Κι εκείνες τις αόρατες μυλόπετρες· που γυρνάνε κροταλίζοντας πάνω στα
κόκκαλα των πληγωμένων ημερών που έρχονται κι
όλο διστάζουνε να παρουσιαστούν; Καθώς στο βρέγμα και τον κρόταφο της ακοής
έχει το έρεβος φυτέψει δυο σφηκοφωλιές. Και μόνο αυτός ο άηχος αντί-
λαλος μες στις χαράδρες του μυαλού που θ’αντηχεί αιώνια..

Δε ακούτε τριποδίσματα και βογκητά από νεαρές που στηθοδέρνονται
μητέρες, ως στον κάτω κόσμο;
Κι ετούτες οι παγιδευμένες αστραπές από κυανό κοβάλτιο και άνθρακα
που ήρθε ως εδώ από τη σκοτεινότερη νύχτα…Και όλος ο συμπυ-
κνωμένος σε ένα μόνο μαύρο χρώμα όλεθρος· σε μια εξαρθρωμένη συλλαβή
σιαγόνας για να μένει άφωνο όρυγμα η ζωή;
Και το μαύρο επικυρώνοντας την απουσία κάθε άλλου χρώματος,
μένοντας στη ρημαγμένη γη η τεφρή μόνο σκόνη του χρόνου
και οι νεκροί αντίλαλοι του παραλογισμού στην ακοή!