Κάθε άνθρωπος που καταπιάνεται στα σοβαρά με την μαστορική του λόγου, πεζογράφος ή ποιητής, καθώς αποτυπώνει σημαίνοντα και σημαινόμενα στο χαρτί βιώνει την εμπειρία ενός ενιαίου χρονικού συνεχούς: παρελθόν, παρόν και μέλλον ενυπάρχουν εκείνη τη στιγμή σύγκαιρα και ταυτόχρονα εντός του. Παρελθόν ως μνήμη, βίωμα, αλλά και αρχική σύλληψη. Παρόν ως πράξη και «επί του καιρού» εμπειρία στην κάθε λέξη -πρώτος τοκετός της αρχικής σύλληψης. Μέλλον ως όραμα, στόχος προς αποπεράτωση (ίσως περισσότερο αδιόρατος στην ποίηση μα πάντα ενυπάρχει ως αίσθηση – στη ποιητική διαδικασία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το μέλλον ως «προαίσθημα»).Βέβαια αυτό το ενιαίο χρονικό συνεχές, τριμερές μα αδιαίρετο, δεν είναι ιδιαίτερο και αποκλειστικό βίωμα των συγγραφέων. Χαρακτηρίζει σχεδόν κάθε ανθρώπινη εργασία. Η διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός πως ο λογοτέχνης το βιώνει πολλαπλώς και στη νιοστή του, αφού η αυτονόμηση του έργου του από τον ίδιο, η πρόσληψη και οι προσδοκίες που το έργο του γεννά μέσω της ανάγνωσης δημιουργούν απειράριθμα παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα – ακόμα και σε αυτόν τον ίδιο. Γι’ αυτό άλλωστε η λογοτεχνία είναι ίσως η ισχυρότερη και ανθεκτικότερη γέφυρα που έφτιαξε ποτέ η ανθρωπότητα ανάμεσα σε νεκρούς, ζώντες κι αγέννητους.
Αυτή η ιδιομορφία της λογοτεχνικής πράξης γέννησε και την παρεξήγηση πως ο λογοτέχνης με το ιστορικοκοινωνικό του παρόν έχει την σχέση που θα είχε μια τίγρη στο μαξιλάρι μιας γάτας. Πως η δικιά του αναμέτρηση έχει να κάνει με την αιωνιότητα και όχι με την εποχή του, πως οι δικοί του αντιχορευτάδες είναι οι Σαίξπηρ και οι Ρεμπώ και πως τα όσα συμβαίνουν στη γειτονιά όπου βρίσκεται το σπίτι του -το μόνο άγρυπνο μες στη νύχτα της κοιμώμενης πολιτείας- φαντάζουν πολύ μακρινά. Το ανέλπιστο και απροσδόκητο εδώ είναι πως όλα αυτά μπορεί και να ισχύουν. Όμως αυτό είναι κάτι που σίγουρα δεν ορίζεται εξαρχής και ακόμα πιο σίγουρο είναι πως τίποτα από αυτά δεν θα ισχύσει αν ο λογοτέχνης δημιουργός δεν δουλέψει με συνεπέστατη εμβάθυνση τα υλικά της εποχής του.
Ο άγουρος μα άτεγκτος καπιταλισμός του 19ου αιώνα, με την ρομαντική μελαγχολία να περιφέρεται στα αστικά σαλόνια περισσότερο σαν στεγνή αισθητική – χωρίς τα φιλοσοφικά βάθια που ο Ρομαντισμός προσέφερε – αρχίζει πλέον να αποκόπτει την Τέχνη από την έννοια της κοινότητας. Οι στρεβλώσεις της απόλυτης αυτοαναφορικότητας της τέχνης, ο ακράδαντος αισθητισμός των παλιών δογμάτων τύπου L’ Art pour l’ art, δημιούργησε τον τύπο ενός δημιουργού ο οποίος από τον χρυσελεφάντινο πύργο του, έξω και πάνω από το παρόν του, εμπύρετος από την αυτοφυή μεγαλοφυία του μορφοποιεί ως άλλος Μύστης την αιώνια και άχρονη Ομορφιά. Αυτή η μεταφυσική και άκρως ανορθολογική πεποίθηση πως ο μεγάλος καλλιτέχνης – στην περίπτωσή μας συγγραφέας ή ποιητής – «προφητεύει», «καθότι βρίσκεται μπροστά από την εποχή του» και πως η sui generis ιδιοτυπία του είναι κάτι που κουβάλησε σε τούτο το κόσμο μαζί με το πρώτο του κλάμα, δυστυχώς όχι απλά επιβιώνει, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ως ένας ξαναζεσταμένος ιδεαλισμός τείνει να κυριαρχήσει. Δεν είναι βέβαια τυχαίο.
Η σύγχρονη κριτική θεώρηση του φαινομένου της λογοτεχνίας, υιοθετώντας την επιβαλλόμενη απόσχιση της καλλιτεχνικής και πνευματικής δραστηριότητας από τις τεχνολογικές και άρα κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις της εποχής της, αποσιωπά τους υπαρκτούς και πανίσχυρους αρμούς που συνδέουν και συνέχουν την λογοτεχνία μιας συγκεκριμένης εποχής με την εποχή μιας συγκεκριμένης λογοτεχνίας. Το οικονομικό και πολιτικό imperium, ή αλλιώς η δικτατορία της Κεφαλαιοκρατίας έχει θεσμοθετήσει για την Τέχνη την πορφύρα του ελιτισμού, αφήνοντας για το πόπολο υποπροϊόντα κατασκευαστικής κοινοτοπίας. Η απόλυτη φετιχοποίηση των παραγόμενων δημιουργημάτων της τέχνης και η μετατροπή τους σε καθαρά εμπορεύματα έχουν οδηγήσει στην αυτονόμηση της τέχνης από την κοινωνία ή αλλιώς την έχουν καταστήσει αντικείμενο «κουλτουριάρηδων». Το παραμύθι του αυτόφωτου, αυτοφυούς Δημιουργού, ακατάληπτου στο παρόν -με το οποίο άλλωστε δεν έχει παρτίδες- δαφνοστεφούς από τα χέρια του Μέλλοντος, σε αυτά τα συμφραζόμενα, ταιριάζει γάντι.
Φυσικά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αντέχουν τη βάσανο μιας κριτικής θεώρησης. Τα επιτεύγματα της ανθρώπινης εργασίας, ο τρόπος που αυτή η εργασία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, η διαπάλη ανάμεσα στους διάφορους ιδεαλισμούς και υλισμούς του εκάστοτε ιστορικού παρόντος, οι πολλαπλοί τρόποι πρόσληψης κάθε λογής παράδοσης, το κατά πόσον αρραγής ή διάτρητος είναι ο πυρήνας κάθε είδους στερεοτυπικών αντιλήψεων, όλα τούτα κι άλλα πολλά καθορίζουν την εποχή που μας γεννά και διαμορφώνει τους δικούς της τεχνίτες του λόγου. Και η εποχή, άλλη μορφή δεν έχει να φανερωθεί, παρά την κοινωνία. Μέρος της ο δημιουργός. Την κουβαλά και την εκφράζει ακόμα και όταν την υπερβαίνει. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να γευτούμε τον Δάντη έξω και πέρα από τον μεσαιωνικό κόσμο, ούτε τον Σοφοκλή έξω και πέρα από την αθηναϊκή δημοκρατία.
Έρχομαι τώρα στο σήμερα. Η πρόσφατη κραδασμική εμφάνιση του εγκλεισμού ως μέσο αντιμετώπισης μιας παγκόσμιας πανδημίας ξεγύμνωσε τον τρόπο ζωής μας εντός του μεταμοντέρνου καπιταλισμού. Οι συνέπειες, οι προεκτάσεις και η έκτασή της δεν μπορούν να βυθομετρηθούν. Είναι ακόμα νωρίς.
Ο τρόπος που διανέμονται η ισχύς κι ο πλούτος εξακολουθεί εντονότερα από πριν να πριμοδοτεί την αναρχία της υπερσυσσώρευσης κερδών και των οικονομικών ανταγωνισμών εις βάρος των «εξαρτημένων» από μισθούς, δημόσια σχολεία και νοσοκομειακά κρεβάτια. Σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτήν την χώρα παράγεται τέχνη. Αν είναι σημαντική, τότε παράγεται ηρωικά. Εξηγούμαι.
Όπως συμβαίνει με κάθε μορφή εργασίας, έτσι και στην περίπτωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας η αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό της χαρακτήρα και την εμπορευματοποίησή της είναι μεγάλη. Πόσοι από εμάς νιώθουμε πως η δουλειά μας δεν υπόκειται σε οικονομικά- εμπορικά κριτήρια ή δεν αξιολογείται με όρους αγοράς; Κανείς. Όσοι νιώθουν πως υπερίπτανται του κεφαλαιοκρατικού αυταρχισμού και πως η μεταφυσική Μούσα θα τους ταΐσει… «θα φάει, θα πιεί και νηστικός θα κοιμηθεί».
Ζούμε την εποχή του στην οποία βασιλεύει ένα διαρκές Παρόν. Η εποχή του μετα-ανθρώπου έχει ξημερώσει για τα καλά. Ο Αλγόριθμος έχει ήδη αρχίσει την καθόλου πεφωτισμένη δεσποτεία του στα μυαλά των απανταχού δυτικών και δυτικότροπων καταναλωτών και ένας αναβαθμισμένος ανορθολογισμός εισβάλλει από δισεκατομμύρια οθόνες. Η πνευματική εργασία δεν θεωρείται εργασία, αλλά πάρεργο. Για να αμειφθεί οφείλει να μην δυσαρεστεί την εξουσία.
Δεν είναι τυχαίο που ο λογοτέχνης ασφυκτιά σε αυτόν τον δισδιάστατο κόσμο που έφτιαξε ο μανιχαϊσμός του καπιταλισμού: κέρδος-ζημιά. Η πανδημική κρίση επέτεινε αυτήν την δυσφορία. Εκείνοι που στοχεύουν σε μιαν οραματική δημιουργία θα χρειαστούν πολλή πολλή τύχη για να καταφέρουν να ζήσουν από αυτήν. Θα χρειαστούν σίγουρα -κι αυτοί με την σειρά τους- μεροκάματα και ένσημα, κερδισμένα από άλλες εργασίες.
Καλά τα ψέματα λοιπόν, μα μέχρι ενός σημείου. Η βάση μας είναι υλική. Οι σχέσεις μας με την εργασία μας, το παραγόμενο από αυτήν αποτέλεσμα, η τάξη μας, μας καθορίζει. Κι όπως η εργασία έχει εκπέσει σε ελαστική απασχόληση επιβίωσης, έτσι και η καλλιτεχνική δημιουργία εκπίπτει σε πάρεργο και απαξιώνεται. Αυτός που θα την υπηρετήσει ανιδιοτελώς και με τα μπούνια, οφείλει να προσθέτει ώρες στο 24ώρό του και δύναμη στο στομάχι του.
Οφείλουμε λοιπόν να πάψουμε να είμαστε συνεχώς διαψευσμένοι.
Η τέχνη είναι μια επαναστατική διαδικασία, με επαναστατικές προεκτάσεις: ο ποιητής σκίζει για να γράψει, ο ζωγράφος καταστρέφει και φτου απ’ την αρχή, ο ηθοποιός προβάρει και ξαναπροβάρει αποτυχίες για την μία και ανεπανάληπτή του παράσταση. Ο άνθρωπος της τέχνης επα–ν-ίσταται δημιουργώντας. Διαρκώς.
Αν λοιπόν η βάση της τέχνης είναι η ελευθερία, το δίχως σκοπιμότητα παιχνίδι που διατηρεί τον άρρητο σκοπό του,
αν είναι άνοιγμα προς τις μύχιες δυνατότητές και ματαιώσεις μας, μια εξερεύνηση σε ζούγκλες αχαρτογράφητες και παγετώνες απάτητους της εσωτερικότητάς μας,
αν είναι το διαρκώς αναπάντητο ερώτημα μας προς την Φύση,
τότε ας το πούμε ξάστερα: η τέχνη είναι θεμελιακά αντιφατική και αντίρροπη λειτουργία προς την εκμεταλλευτική δομή της κοινωνίας των ιδιωτών και της ελευθερίας του Ατόμου να ρουφά το αίμα άλλων «λιγότερο ελεύθερων» ατόμων.
(Γι’ αυτό άλλωστε ειδικά η Ποίηση – η οποία καταστατικά εμπεριέχει την αντίθεση της προς ό,τι υποβαθμίζει την Ζωή σε επιβίωση – ολοένα περιθωριοποιείται και απαξιώνεται με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει το φάσμα του αφανισμού της από την δημόσια σφαίρα. )
Στις μετα-πανδημικές εποχές που ξημερώνουν, την ώρα που ο λειτουργικός αναλφαβητισμός καλπάζει και η τέχνη της βαθιάς ανάγνωσης είναι πλέον μια δυσεύρετη δεξιότητα, το λογοτεχνικό φαινόμενο ως έκφανση του κοινωνικού εποικοδομήματος εισέρχεται σε μια νέα φάση. Το μέλλον δεν εξαρτάται από την ίδια την λογοτεχνία. Εξαρτάται από την ανάγκη αφενός των εργατών της και αφετέρου από όσους/ες έχουν ανάγκη τα δημιουργήματά τους. Κυρίως από τους τελευταίους.
Γιατί σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος ώστε να μετουσιωθεί το άτομο σε πρόσωπο, από την εμπλοκή του σε κάποια ιστορία, σε κάποιο τραγούδισμα. Κι αυτή την ανάγκη τολμώ να την χαρακτηρίσω απαράγραπτη.