Scroll Top

Παναγιώτης Νικολαΐδης – Kάθε σημαντικό έργο τέχνης δεν επιχειρεί μόνο να αποτυπώσει την εποχή του, αλλά και να την υπερβεί

Η θέση του ποιητή στην κοινωνία, παρά το γεγονός ότι από την πλευρά των περισσότερων δημιουργών ήταν και είναι νομίζω σταθερή και αδιαπραγμάτευτη, εντούτοις, δεν έχει για όλους τους ποιητές τα ίδια χαρακτηριστικά ή το ίδιο περιεχόμενο. Καταρχάς, η θέση του ποιητή στην κοινωνία δεν ήταν η ίδια σε όλες τις εποχές. Άλλη θέση στην κοινωνία είχε ο ποιητής στην αρχαία Αθήνα, άλλη στην Αναγέννηση, άλλη στον Ρομαντισμό και άλλη σήμερα. Αλλά ακόμη και ποιητές της ίδιας γραμματολογικής περιόδου δεν φαίνεται να συμφωνούν απόλυτα σχετικά με το θέμα. Για παράδειγμα διαφορετική άποψη είχε για τη θέση του ποιητή στην κοινωνία ο Σεφέρης από τον Εμπειρίκο, ο Ρίτσος από τον Σαχτούρη ή ο Μπουκόφσκι από τον Τόμας Τράνστρουμερ. Έτσι, ενώ η μόνη σταθερά της εξίσωσης παραμένει η αναζήτηση μιας περίοπτης θέσης για τον ποιητή στην κοινωνία (ακόμη και στη δική μας που το αναγνωστικό κοινό της ποίησης έχει σχεδόν εκλείψει), το περιεχόμενο ή τα χαρακτηριστικά αυτής της θέσης δεν είναι για όλους τα ίδια, καθώς συνδέονται άρρηκτα με ένα πολύ σημαντικό για τον ποιητή ζήτημα: την προστασία της ελευθερίας του ως δημιουργού και τη θέση του ως σεβαστού και αναγνωρίσιμου πολιτιστικού φορέα μέσα στην κοινωνία.

Ο δημιουργός, λοιπόν, είτε αποτυπώνοντας άμεσα και με σαφήνεια το ισχυρό ιστορικό βίωμα είτε διατηρώντας την αναγκαία απόσταση από αυτό (χρονική ή αλληγορική), δεν είναι ποτέ απαλλαγμένος από πολιτικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς, γι’ αυτό και αναπόφευκτα κάθε έργο τέχνης τοποθετείται απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής του. Και η στάση αυτή συνιστά, βέβαια, το μέτρο της κοινωνικής υπευθυνότητας του ποιητή ως πολίτη, αλλά και ως καλλιτέχνη. Το μέγιστο διακύβευμα, ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις παραμένει ανοικτό και εδράζεται στο αν το λογοτεχνικό έργο μετουσιώνει, εντέλει, αισθητικά αυτό το ιστορικοκοινωνικό βίωμα, αποφεύγοντας αφενός τους σκοπέλους της ρητορείας, της προπαγάνδας και του εύκολου διδακτισμού, στοιχεία που παρατηρούνται συχνά όταν ο δημιουργός υποδουλώνεται σε μια ιδεολογία, και αφετέρου τους κινδύνους της επιτήδευσης, της εγκεφαλικότητας, του ψυχρού ακαδημαϊσμού και της προσωπικής ή αυτοαναφορικής περιχαράκωσης.

Η πολύ γνωστή φράση, επομένως, του Auden «Είμαστε όλοι κληρωτοί της εποχής μας», την οποία αναπτύσσει με υποδειγματικό τρόπο ο Σεφέρης στις Δοκιμές του, υποδηλώνει τον απαραίτητο βιολογικό, οργανικό δεσμό του ποιητή-καλλιτέχνη με την εποχή του, καθώς η λειτουργία αυτού του βιωματικού δεσμού με την κοινωνική πραγματικότητα φορτίζει γόνιμα τις λέξεις και κάνει ένα έργο τέχνης, ένα ποίημα, εν προκειμένω, να λάμπει και να ζωντανεύει μέσα στη νύχτα του χρόνου. Αντίθετα, η απουσία αυτού του ομφάλιου λώρου καθιστά ένα ποίημα ανενεργό και αφυδατωμένο. Πρόκειται, δηλαδή, για μια συνειδητή καλλιτεχνική στάση, που αποσκοπεί στην πνευματική ανασύνθεση της καταλυτικής παρουσίας του ιστορικού βιώματος–εμπειρίας, με τρόπο, όμως, που να αίρει τα στενά, υποκειμενικά-«καθ’ έκαστον», κατά τον Αριστοτέλη, πλαίσια και να στοχεύει στην αποκάλυψη των άχρονων, καθολικών-«καθόλου» αξιών. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η πιο πάνω αντίφαση εδράζεται στην καρδιά της ίδιας της ποιητικής πράξης, αφού κάθε σημαντικό έργο τέχνης δεν επιχειρεί μόνο να αποτυπώσει την εποχή του, αλλά και να την υπερβεί, ξανακοιτάζοντας με άλλο βλέμμα τον κόσμο. Η ποίηση, με άλλα λόγια, ενώ πατά γερά με το ένα πόδι στην εποχή της, ταυτόχρονα με το άλλο την υπερβαίνει, μεταδίδοντας διαχρονικά και οικουμενικά μηνύματα.
Το φλέγον ερώτημα που τίθεται σήμερα, ωστόσο, δεν πρέπει να εστιάσει μόνο στην αδιαπραγμάτευτη σχέση του σύγχρονου λογοτέχνη με την κοινωνική του πραγματικότητα, αλλά αντίθετα στη δραστικότητα και την εμβέλεια αυτής της σχέσης και κατ’ επέκταση του ρόλου του ποιητή μέσα σε μια κοινωνία που αδιαφορεί και απαξιώνει την ποίηση. Πόσο ουσιαστική και κοινωνικά δραστική είναι, επομένως, η ποίηση στην εμπορευματοποιημένη εποχή μας, όπου ο αυθαίρετος και αλόγιστος τρόπος του ανεπτυγμένου καπιταλισμού χειρίζεται την παιδεία, την επικοινωνία μέσω του διαδικτύου, την πολιτική, τη διαφήμιση, τη δημοσιογραφία, ακόμα και την ίδια τη λογοτεχνία και απειλεί άμεσα να καταργήσει τη λεκτική μας ευαισθησία;
Κατά την άποψή μου, στον κόσμο του άμεσα ευανάγνωστου, όπου τίποτα δεν μένει αρκετά, ώστε να αφήσει βαθιά ίχνη στη μνήμη, από την οποία εξαρτάται η γνήσια εμπειρία, η ποίηση και η λογοτεχνία, γενικότερα, αποτελούν το ισχυρότερο ίσως αντίδοτο. Για να τη γευτούμε, ωστόσο, πρέπει να παλέψουμε και να αγωνιστούμε μαζί της, γιατί το ποίημα δεν μας επιτρέπει να το καταπιούμε μονορούφι ούτε να το καταναλώσουμε εύκολα. Σε ένα κόσμο, επομένως, φευγαλέων αντιλήψεων και γεγονότων άμεσης κατανάλωσης, το ποίημα ανθίσταται και αναζητά τη σημασία μας στην άρρητη διάσταση της ύπαρξής μας. Κατά συνέπεια ο ποιητής σήμερα, πιο πολύ παρά ποτέ, επιχειρεί μια επαναστατική πράξη. Κι αυτό γιατί αν αυτός ο ολοένα αυξανόμενος τεχνολογικός πυρετός, ο άκρατος καπιταλισμός, η κοινωνική αδικία, η βία και η οικολογική καταστροφή δεν εξισορροπηθούν από ανθρωπισμό, από αισθητική κι από αγάπη, το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου πολύ φοβάμαι θα χαθεί οριστικά. Όπως αναφέρει ο Πολωνός μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Βίτολντ Γκομπρόβιτς, η λογοτεχνία του μέλλοντος θα κριθεί από «τον επανανθρωπισμό του απάνθρωπου».