Ο ποιητής που έχει ιδιοφωνία και θεματική πολυφωνία και εύρος έργου για να εγγραφεί στους εκλεκτούς θα πρέπει να αποδώσει και το πνεύμα της εποχής του. Δεν υπάρχει ποιητής εκτός ιστορικού χρόνου. Τη γενιά μας δεν την επιλέγουμε, τη χρεωνόμαστε. Ένας ποιητής που γεννιέται σήμερα στο πρώτο ήμισυ του εικοστού πρώτου αιώνα, όσο καλός κι αν είναι (διαθέτει ιδιοφωνία και εύρος φωνής), πάλι δεν θα κάνει τίποτα αν δεν μπορέσει να εκφράσει το «πνεύμα» των ημερών του. Να αποτυπώσει την ιδεολογία και τις θεωρητικές αναζητήσεις της εποχής του. Αν δεν εγγραφεί στην ιστορία του τόπου του και τη συμπαντική συνείδηση του καιρού του.
Για να το επιτύχει όμως αυτό δεν πρέπει να υποκύψει στην αναπαράσταση της καθημερινότητας: αυτή είναι δουλειά των δημοσιογράφων και σε μέλλοντα χρόνο των ιστορικών. Ποια είναι λοιπόν η ειδοποιός διαφορά που ξεχωρίζει τον ποιητή από τον δημοσιογράφο και τον ιστορικό; Η χρήση της γλώσσας που διατρέχει το παρόν ως υδατογράφημα της εποχής του χωρίς καν να αναφέρεται σε συγκεκριμένα γεγονότα. Εδώ είδαμε να σκοντάφτει ο μέγιστος στην εποχή του Παλαμάς που πλήρωσε πολύ σκληρά στα διόδια τη μετάβασή του να φτάσει ως τις ημέρες μας: δεν τον διαβάζει κανένας ει μη μόνον οι φιλόλογοι. Το ίδιο συνέβη και με τον αλαφροΐσκιωτο Σικελιανό: διάβασα με προσοχή τη νέα επιλογή ποιημάτων του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με τη λαχτάρα πως θα τον απολαύσω, αλλά εις μάτην. Πάλι και πάλι η γλώσσα του κλωτσάει. Ανέφερα δύο παραδείγματα ποιητών που βασίλευαν στην εποχή τους και σήμερα μας είναι παντελώς αδιάφοροι σε αντίθεση με τη γλώσσα του Καβάφη που σκορπίζει ρίγη συγκινήσεως ακόμη και σήμερα. Ναι, η ιστορία της λογοτεχνίας είναι φτιαγμένη από ποιητές που δεν ήταν αστέρες της εποχής τους. Τη λογοτεχνία τη φτιάχνουν οι παραμελημένοι, κι όχι οι προβεβλημένοι. Εδώ κατά τη γνώμη μου βρίσκεται όλη η γοητεία της λογοτεχνίας: τίποτα δεν εξασφαλίζει κανείς παρά μόνον τον κάματο της προσωπικής γραφής.