Δεν ξέρω πόση επιρροή διαθέτει, σε πόσους είναι ορατή, πάντως κατατίθεται. Είναι κρυμμένη σε κάθε σελίδα…«ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ»
Κάθε Κυριακή, τα κεφάλια σκύβουν μπροστά του. Βλέπω τα δάχτυλά του να ευλογούν. Μυρίζει θυμίαμα και ιδρώτα… Εγώ ακολουθώ πιστά τον χρυσοκεντημένο σταυρό. Πίσω από το πορφυρό φαιλόνιο, σέρνω τα βήματα μου και ρεύομαι το καυτό γάλα… Καλοκαίριασε, έκλεισαν τα σχολεία και του χρόνου, θα πάω γυμνάσιο. Μέχρι πότε θα ντύνομαι παπαδάκι; Ξυπνάω νωρίτερα και το ξαπτέρυγο είναι βαρύ! Κι ας λένε όλοι, πόσο καλός είναι ο παπα- Νέστορας…
Ο παπα – Νέστορας, μόνο με ένα φαρδύ πουκάμισο και με τα πόδια ανοιχτά, έκανε πρόβα σε παντελόνι! Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη σαν το γερο- βουνό και ο πατέρας, με τις καρφίτσες στο στόμα, γονατιστός μπροστά του.. Δεν φανταζόμουν ότι, κάτω από τα κεντημένα άμφια, ήταν ντυμένος όπως όλοι! Ο «παππούλης μας, το στήριγμα του χωριού», όπως έλεγε η μάνα. Μάζευε τα παιδιά στο κατηχητικό, κάθε Σάββατο και φεύγανε πάντα με το κατιτίς τους. Πότε έδινε χαλβά, πότε κανένα καινούργιο μολύβι, πότε μήλα κόκκινα με καραμέλα, σαν αυτά που αγόραζαν στο πανηγύρι. Στο καφενείο έλεγαν ότι είχε σώσει δυο, τρία ορφανά, τα έστειλε στην πόλη για δουλειά… «Έλα εδώ, Ζήση, να με βοηθήσεις!». Με το ζόρι παίρνω τη σκούπα. Ο πατέρας φεύγει: «Πάω στο εμπορικό του Κυριαζή να πάρω κάτι χρειαζούμενα κι έρχομαι!».
Λευτερώνομαι, τρέχω στο μυστικό πέρασμα, γλιτώνω πίσω από τον καθρέφτη. Μπαίνω στο σπίτι μου, το ήσυχο και δροσερό. Κρύβομαι στην κοιλιά της μάνας μου, γυμνός.