Scroll Top

Σύλβα Γάλβα – Πίσω από τον καθρέφτη

Πίσω από τον ορυμαγδό των πληροφοριών, μετά από την καταιγίδα που ξεσπάει στα social media για κάθε κοινωνικό πρόβλημα που φωτίζεται ξαφνικά από “τα φώτα της δημοσιότητας”, κάτω από χιλιάδες αγανακτισμένα σχόλια και από ατελείωτα επιστημονικά άρθρα, έρχεται ο λογοτέχνης. Τελευταίος, αλλά παρών. Xρειάζεται χρόνο, δεν λειτουργεί με την δημοσιογραφική επικαιρότητα, δεν “τουιτάρει”, με το άγχος να πάρει θέση πριν κρυώσει το θέμα. Πιστεύω ότι βασικό του γνώρισμα είναι η παρατήρηση και η διήθηση της πραγματικότητας, το φιλτράρισμα των γεγονότων μέσα από την προσωπική του ευαισθησία. Αυτή η “οξειδωμένη” ματιά, αυτή η “επιχρωματισμένη εικόνα” που θα μας δώσει είναι η μικρή συνεισφορά του.
Δεν ξέρω πόση επιρροή διαθέτει, σε πόσους είναι ορατή, πάντως κατατίθεται. Είναι κρυμμένη σε κάθε σελίδα…«ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ»

Κάθε Κυριακή, τα κεφάλια σκύβουν μπροστά του. Βλέπω τα δάχτυλά του να ευλογούν. Μυρίζει θυμίαμα και ιδρώτα… Εγώ ακολουθώ πιστά τον χρυσοκεντημένο σταυρό. Πίσω από το πορφυρό φαιλόνιο, σέρνω τα βήματα μου και ρεύομαι το καυτό γάλα… Καλοκαίριασε, έκλεισαν τα σχολεία και του χρόνου, θα πάω γυμνάσιο. Μέχρι πότε θα ντύνομαι παπαδάκι; Ξυπνάω νωρίτερα και το ξαπτέρυγο είναι βαρύ! Κι ας λένε όλοι, πόσο καλός είναι ο παπα- Νέστορας…

   Το ραφτάδικο του πατέρα είναι κολλημένο στο σπίτι. Μια πόρτα τα χωρίζει, κρυμμένη πίσω από τον μεγάλο καθρέφτη. Την ανοίγω και του πάω λίγη πίτα, βάζω στη σειρά τα μασούρια με τις κλωστές, σκουπίζω, τον βοηθάω. Κάποτε, θα ράβω κι εγώ παντελόνια και γιλέκα… Ακόμα και ράσα! Σήμερα συμφώνησαν να έρθει ο παπα- Νέστορας να του ράψει άμφια! Που να βρει ο πατέρας χρυσά υφάσματα και αστραφτερές κλωστές; Μόνο αλατζάδες και κανένα κασμίρι για γιορτιάτικα δουλεύει. Τι θα γίνει τελικά; Μισανοίγω τον καθρέφτη και ρίχνω μια ματιά στο ραφτάδικο, τον ιερό χώρο του πατέρα. Περίεργο θέαμα..

Ο παπα – Νέστορας, μόνο με ένα φαρδύ πουκάμισο και με τα πόδια ανοιχτά, έκανε πρόβα σε παντελόνι! Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη σαν το γερο- βουνό και ο πατέρας, με τις καρφίτσες στο στόμα, γονατιστός μπροστά του.. Δεν φανταζόμουν ότι, κάτω από τα κεντημένα άμφια, ήταν ντυμένος όπως όλοι! Ο «παππούλης μας, το στήριγμα του χωριού», όπως έλεγε η μάνα. Μάζευε τα παιδιά στο κατηχητικό, κάθε Σάββατο και φεύγανε πάντα με το κατιτίς τους. Πότε έδινε χαλβά, πότε κανένα καινούργιο μολύβι, πότε μήλα κόκκινα με καραμέλα, σαν αυτά που αγόραζαν στο πανηγύρι. Στο καφενείο έλεγαν ότι είχε σώσει δυο, τρία ορφανά, τα έστειλε στην πόλη για δουλειά… «Έλα εδώ, Ζήση, να με βοηθήσεις!». Με το ζόρι παίρνω τη σκούπα. Ο πατέρας φεύγει: «Πάω στο εμπορικό του Κυριαζή να πάρω κάτι χρειαζούμενα κι έρχομαι!».

   Εκείνος με κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη: «Ζήση, αγόρι μου, δες!».  Χώνει το χέρι του στη φουσκωμένη τσέπη, πέφτουν οι καραμέλες, χρυσές πάνω στο τριμμένο κιλίμι. Σκύβω και τις αρπάζω – δικές μου είναι. Μου χαϊδεύει το κεφάλι. Ένα μεγάλο, ζεστό χέρι, εγώ κουρεμένος γουλί. «Όμορφο αγόρι είσαι… Είδες τι έχω για σένα; Πολλά γλυκά! Έλα να παίξουμε το παιχνίδι με το παντελόνι…».   Η μύτη μου τρίφτηκε πάνω στο μάλλινο ύφασμα, το χέρι του με κρατάει τώρα σφιχτά από το σβέρκο. Είναι άγριο σαν σχοινί, δεν μ’ αρέσει, ανασαίνω δύσκολα… Πού είναι ο μπαμπάς;
   Θηρίο είναι, δεν θα ξεφύγω… Τραβάει το παντελόνι δυνατά με τις χερούκλες του, έτσι μισοραμμένο. Πέφτει κουρέλι στο πάτωμα. Σιχαίνομαι τη μαλλιαρή κοιλιά, με βάζει να τη γεμίζω σάλια… Μια στιγμή, μια στιγμούλα, ξεχνιέται κι αφήνει τα χέρια μου ελεύθερα. Τον τσιμπάω γερά, «Ωχ!» και πισωπατάει…

   Λευτερώνομαι, τρέχω στο μυστικό πέρασμα, γλιτώνω πίσω από τον καθρέφτη. Μπαίνω στο σπίτι μου, το ήσυχο και δροσερό. Κρύβομαι στην κοιλιά της μάνας μου, γυμνός.