Στη λογοτεχνία είμαστε όλοι «σκληρά αυτοδίδακτοι» (για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη). Αυτό σημαίνει πως στην εξακολουθητική πορεία προς την ανακάλυψη των ιδιοτήτων και των δυνατοτήτων που διέπουν τη γλώσσα, τον κόσμο και εαυτό, στην πορεία του στη λογοτεχνία, ο καθείς διαλέγει τα υλικά του αλλά και τους δασκάλους με τους οποίους θα διαλεχθεί, δημιουργώντας έτσι σταδιακά την δική του ταυτότητα τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη του. Πώς όμως διαλέγουμε τα υλικά και τους δασκάλους μας; Η διαδικασία αυτή νομίζω πως αποδεικνύεται εν πολλοίς θέμα ιδιοσυγκρασίας, η οποία επιβάλλει την εμπειρία αλλά και επιβάλλεται σε αυτήν, κωδικοποιώντας την αισθητική και την ηθική ιδιοπροσωπία του καθενός. Έτσι βέβαια συχνά διαλέγουμε τους δασκάλους μας βασιζόμενοι όχι μόνο στο λογοτεχνικό τους έργο, αλλά και στο υπόδειγμα του βίου τους ή έστω στη βάση μίας κοινής αισθητικής-ηθικής αντίληψης για την τέχνη και τη ζωή (ενώ ασφαλώς παραμένει μπορετό σε ορισμένες περιπτώσεις να εκτιμάμε ή ακόμα και ν’ αγαπάμε το έργο ανθρώπων με τους οποίους διαφωνούμε ιδεολογικά).
Ομοίως, επιλέγουμε, συλλέγουμε και μεταχειριζόμαστε τα υλικά μας μέσ’ από την πληθώρα των προσώπων, των γεγονότων, των αισθήσεων και των εντυπώσεων που συναντάμε στη ζωή (το πώς και πόσο επεξεργάζεται ο καθείς τα υλικά του, όπως και πρωτύτερα το πώς επιλέγει ποια θα είναι αυτά, εμπίπτει στα θεμέλια της αισθητικής ταυτότητας που ο δημιουργός έχει οικοδομήσει, και κατά τούτο παραμένει άλλης τάξεως ζήτημα, το οποίο θα μας ξεστράτιζε από την παρούσα συζήτηση ακόμα περισσότερο). Θέλω να πω μ’ όλα τούτα πως η σχέση του σύγχρονου λογοτέχνη με την κοινωνική πραγματικότητα που τον περιβάλλει, επί της αρχής δεν χρειάζεται απαραιτήτως να υποβάλλεται από την ιδιότητα του «σύγχρονου», καθόσον το «σύγχρονο» πολύ γρήγορα αποβαίνει παρελθοντικό, κι ο λογοτέχνης –εφόσον θεραπεύει πράγματι την τέχνη του– δεν είναι δυνατόν να διαλέγεται μονάχα με τη συγχρονία του, αλλά είναι δέον να διαλέγεται με τον ίδιο τον χρόνο.
Μολαταύτα, όπως κάθε άλλος άνθρωπος, έτσι κι ο λογοτέχνης βιολογικά βρίσκεται εγκλωβισμένος στον καιρό του, κι επομένως όσο κι αν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο παίρνει τις αποστάσεις του από όλα όσα τον περιβάλλουν, δεν παύει να ανήκει σ’ ένα ορισμένο κοινωνικό σύνολο. Αναπόφευκτα λοιπόν η κοινωνία και ο καιρός πρόκειται να τον επηρεάσουν, έστω και εμμέσως, κι ακόμα κάποτε να τον εμπνεύσουν, ως συνισταμένες της κοινής εμπειρίας. Άλλωστε πώς να κοιτάξουμε στην άβυσσο του χρόνου, αν δεν αντικρίσουμε πρώτα τον χρόνο μας; Πώς να μιλήσουμε για τον κόσμο και τους ανθρώπους, αν δεν μελετήσουμε τον κόσμο και τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν; Ακόμα ακόμα –αν πρόκειται να μιλήσουμε για τούτες τις μέρες– πώς είναι δυνατόν κάποιος να μένει παγερά ασυγκίνητος απέναντι στην καταστροφή του περιβάλλοντος, τις κοινωνικές ανισότητες, τον θάνατο που προελαύνει κυκλώνοντας την περιοχή μας από παντού; Αλίμονο, όλα παρέχονται και ακριβώς γι’ αυτό όλα ζητούν τη θέση τους στην αιωνιότητα, ζητούν τη θέση τους στο βλέμμα, στο αυτί, στον νου, στην καρδιά και στο λευκό χαρτί που επανέρχεται μπροστά μας.
Συνεπώς, υπάρχει ένα χρέος του λογοτέχνη απέναντι στον χρόνο και στον χρόνο του, ενώ στα χέρια του κατάλληλου τεχνίτη όλοι αυτοί οι χρόνοι βρίσκουν λειτουργικά τη θέση τους στα κείμενα. Δείτε την δηκτική –όσο και δόκιμη– κριτική που ασκεί στον σύγχρονο κόσμο ο Γιώργος Μπλάνας με τα «Στασιωτικά» του (Αθήνα 2022). Δείτε πώς ακόμα κι ένα επικαιρικό στοιχείο όπως η πανδημία του κορωνοϊού (η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη καθώς γράφεται και το παρόν κείμενο) μετατρέπεται από την Ελένη Λαδιά σε όχημα εκκίνησης της άχρονης αφήγησης στη νουβέλα της «Επί της περιφερείας του κύκλου» (εκδόσεις Gema, Αθήνα 2021).
Ας μιλήσουμε λοιπόν με τους όρους που επιβάλλει το βλέμμα μας –το οποίο δεν μπορεί παρά επίσης να υπόκειται στον χρόνο του– αλλ’ ακόμα ας έχουμε υπόψη πως κι αυτό μπορεί κάποτε να υψώνεται πάνω από τον καιρό του και πως από μόνο του δεν τρέμει την απεραντοσύνη. Ας μιλήσουμε τη γλώσσα της εποχής μας, λαμβάνοντας υπόψη πως κι αυτή δεν είναι αποκομμένη από την διαχρονία.