Scroll Top

Γιάννης Στρούμπας – Με το ίδιο τρένο

Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;
Μπέρτολτ Μπρεχτ

Μια καλλιτεχνική δημιουργία εκ των πραγμάτων σχετίζεται με το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αποκτά υπόσταση: είτε επηρεάζεται από τις κοινωνικές συνθήκες, που την τροφοδοτούν και διαμορφώνουν τη θεματική της· είτε πραγματεύεται τα προσωπικά βιώματα και συναισθήματα του δημιουργού, τα οποία αναπτύσσονται και πάλι εντός του ίδιου κοινωνικού πλαισίου· είτε, ορίζοντας ως στόχο της την ανανέωση των αισθητικών κριτηρίων, επίσης απευθύνεται ουσιαστικά στο κοινωνικό περιβάλλον, με το οποίο επιδιώκει να συνομιλήσει. Οι πιο ακραίες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπως ο υπερρεαλισμός, ακόμη κι αν ιδωθούν ως αποκλειστικώς αισθητικά ρεύματα που απορρίπτουν κάθε διασύνδεσή τους με την οποιαδήποτε νοηματοδότηση, δεν παύουν να γεννιούνται εντός κοινωνικών πλαισίων και να επιζητούν την αναμέτρηση μαζί τους. Μυθοπλασίες που, κατά δήλωσή τους, κινούνται σε παρελθοντικά ή μελλοντικά πλαίσια εντελώς φανταστικά, υπονοούν αναγωγές στο παρόν. Αλληγορίες τοποθετημένες σε αλλότρια περιβάλλοντα, όπως οι μύθοι με ήρωες από το ζωικό βασίλειο, παρακινούν για τον παραλληλισμό τους με τις ανθρώπινες συνθήκες.
Κάθε επιδιωκόμενη διερεύνηση, ωστόσο, της σχέσης των σύγχρονων λογοτεχνών με την κοινωνική τους πραγματικότητα υπονοεί την παραδοχή ότι υπάρχει ένα εγκαθιδρυμένο κοινωνικό περιβάλλον προβληματικό, απέναντι στο οποίο ο λογοτέχνης θα όφειλε, ως πνευματικός ταγός, να τοποθετηθεί, να ηγηθεί του κοινωνικού συνόλου και να το στρέψει προς την ευαισθησία εκείνη και την ενεργητικότητα οι οποίες θα ξεκολλούσαν τις ρόδες απ’ τη λάσπη, καταπώς θα το έθετε ο Σικελιανός στο «Πνευματικό εμβατήριό» του. Υπονοεί, επίσης, ότι λογοτέχνες που θα αναλάμβαναν έναν αντίστοιχο ρόλο δεν είναι διαθέσιμοι, καθώς «σωπαίνουν» (Μπρεχτ) για ποικίλους λόγους, που χρήζουν ανάλυσης.
Όμως μια προσεκτική ματιά στην κοινωνική αλλά και τη λογοτεχνική πραγματικότητα φανερώνει ότι καμιά παραδοχή όπως η ανωτέρω δεν αντικατοπτρίζει στην πληρότητά τους τα συμβαίνοντα. Η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι διόλου μονοσήμαντη. Οι εκφάνσεις της κινητοποιούν και τον λογοτεχνικό κόσμο, ο οποίος εκφράζεται εξίσου πολυσήμαντα στο σύνολό του. Οι γνώστες της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής μπορούν να εντοπίσουν λογοτέχνες που εκφράζουν με γνησιότητα τις ανησυχίες τους απέναντι στις σύγχρονες παθογένειες, είτε δοκιμιακά είτε ποιητικά. Μπορούν επίσης να εντοπίσουν λογοτέχνες που ακολουθούν την τάση της κοινωνικής «τοποθέτησης», χωρίς να τη νιώθουν μέσα τους, ως βίωμα αφομοιωμένο, και που «στρατεύονται» «στηλιτεύοντας» τις παθογένειες μόνο και μόνο για να ισχυρίζονται ότι προσδίδουν στο έργο τους και τη διάσταση μιας κοινωνικής εκδήλωσης κι ευαισθησίας. Και, φυσικά, οι γνώστες της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής μπορούν να εντοπίσουν λογοτέχνες που στοχεύουν αποκλειστικά στο προσωπικό τους ψυχολογικό κι αισθητικό όραμα, απορρίπτοντας συνειδητά κάθε τάση «χειραγώγησής» τους προς μια «διδακτική» λογοτεχνία, που θα «νουθετεί» και θα μονοπωλεί το «ορθό».
Λογοτέχνες και κοινωνικό σύνολο ταξιδεύουν με το ίδιο τρένο. Άλλοι στην πρώτη θέση, με δικό τους κουπέ και κρεβάτι. Άλλοι με τη μάζα στη δεύτερη θέση, προσπαθώντας να διαφυλάξουν τη θέση τους απ’ τους όρθιους που τη διεκδικούν. Άλλοι όρθιοι στον διάδρομο, με τις αποσκευές στο χέρι, να τις χρησιμοποιούν σαν σκαμνί για να πάρουν μια ανάσα. Η δε θέση στην οποία ταξιδεύει ο καθένας δεν προδιαγράφει επίσης καμία στάση. Ούτε είναι βέβαιο ότι ο «βολεμένος» της πρώτης θέσης θα ‘ναι ο εστέτ, ούτε ότι ο κινούμενος στον διάδρομο θα σηκώσει ποτέ τη φωνή της «επανάστασης». Άλλωστε, το νωθρό λίκνισμα του «καρβουνιάρη» μάλλον προδιαθέτει για εφησυχασμό και υπνηλία, όχι γι’ αφύπνιση.
Το ερώτημα συνεπώς ίσως δεν θα ‘πρεπε να είναι, τουλάχιστον έτσι όπως διαμορφώνονται οι σύγχρονες συνθήκες, γιατί σωπαίνουν οι ποιητές, αλλά γιατί όσοι γρηγορούν δεν συναντούν απήχηση από πλατιά στρώματα, που θα μπορούσαν να μετατρέψουν το όραμα σε σημαία και να το υλοποιήσουν. Ίσως επειδή δεν υπάρχουν πραγματικά προβλήματα; Ίσως επειδή, παρόλο που υπάρχουν, κανείς δεν πιστεύει ότι θα μπορούσε να σταθεί αντιμέτωπος στο κατεστημένο που τα δημιουργεί προς δικό του όφελος; Ίσως επειδή ο καθένας αποπειράται να τα λύσει σε προσωπικό επίπεδο; Ίσως επειδή κάθε ευαίσθητη φωνή πνίγεται από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης που συντηρούν την εξουσία των ιδιοκτητών τους;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, χρειάζεται οπωσδήποτε να μην προσπερνιέται και το γεγονός ότι, εντέλει, ελάχιστοι μέσα στο κοινωνικό σώμα θα ενδιαφέρονταν ως προς το γιατί σωπαίνουν οι ποιητές, αν όντως σωπαίνουν. Ένα κοινωνικό σώμα που διψά για υλική ευμάρεια και κοινωνική αναγνωρισιμότητα θα προτιμούσε να ακολουθεί τους επιτυχημένους τηλεπαρουσιαστές «πρωινάδικων» και «μεσημεριανάδικων», τους νεόπλουτους ράπερ με τα χρυσά «τσέιν» και τα πολυτελή αυτοκίνητα, τους νικητές των ριάλιτι τηλεπαιχνιδιών, τους βαρύγδουπους μεγαλοδημοσιογράφους που ανεβοκατεβάζουν συνειδήσεις, τους ακριβοπληρωμένους αθλητές του πρωταθλητισμού. Όλοι αυτοί, πάλι, δεν χρειάζεται να μιλήσουν διόλου. Δεν νιώθουν την ανάγκη κάποιας αλλαγής. Γι’ αυτό, όχι μόνο διαιωνίζονται οι υπάρχουσες συνθήκες, αλλά και το ερώτημα «γιατί σωπαίνουν οι ποιητές» δεν υφίσταται καν ως συλλογικός ή, έστω, πλειοψηφικός προβληματισμός. Είτε σωπαίνουν είτε δεν σωπαίνουν, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη δική τους άποψη.