Μέρος Ι: Φέρσου Φυσικά
Οι λογοτέχνες[1] ως είδος τείνουν να είναι ματάκηδες. Τείνουν να παραμονεύουν και να κοιτάζουν επίμονα. Οι λογοτέχνες, με το που σταματάνε να κινούνται, αρχίζουν να παραμονεύουν, και να κοιτάζουν επίμονα. Γεννημένοι παρατηρητές. Είναι θεατές. Είναι εκείνοι στο μετρό που το βλέμμα τους έχει κάτι, κάπως, περίεργο. Κάτι σχεδόν αρπακτικό. Αυτό συμβαίνει διότι, για τους λογοτέχνες, τα ανθρώπινα γενόμενα είναι τροφή. Βλέπουν τους άλλους ανθρώπους όπως οι χάσκοντες οδηγοί που κόβουν ταχύτητα προσπερνώντας κάποιο αυτοκινητιστικό: ποθούνε την εικόνα του εαυτού τους ως μάρτυρες.
Όμως οι λογοτέχνες ως είδος τείνουν, επίσης, να είναι τρομερά αυτοσυνείδητοι.[2] Ακόμα και για τα Αμερικανικά δεδομένα. Αφιερώνοντας πολλές παραγωγικές ώρες μελετώντας προσεκτικά τι εντύπωση αφήνουνε οι άνθρωποι στους ίδιους, οι λογοτέχνες ταυτόχρονα ξοδεύουν πολλές λιγότερο-παραγωγικές ώρες διερωτώμενοι αγχωδώς τι εντύπωση αφήνουν οι ίδιοι στους άλλους. Πώς είναι η εμφάνισή τους, η όψη τους, αν η άκρη απ’ το πουκάμισό τους πιάστηκε στο φερμουάρ του καβάλου, αν ίσως έχουν κραγιόν στα δόντια τους, αν οι άνθρωποι απ’ τους οποίους παίρνουν μάτι μπορούν ίσως να τους κόψουν για περίεργους, για άτομα που παραμονεύουν, που κοιτάζουν επίμονα.
Αποτέλεσμα, μια εντυπωσιακή πλειοψηφία λογοτεχνών, γεννημένοι παρατηρητές, τείνουν να δυσαρεστούνται όταν γίνονται αντικείμενα προσοχής άλλων ανθρώπων. Όταν τούς παρακολουθούν. Οι εξαιρέσεις στον κανόνα—Μέιλερ, Μακίνερνι, Γιάνοβιτς[3]—γεννούν την ψευδή εντύπωση πως πολλοί συγγραφείς υψηλής τέχνης αρέσκονται στην προσοχή. Για την πλειοψηφία, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Οι λίγοι που αρέσκονται στην προσοχή, ως φυσικό επακόλουθο, παίρνουν περισσότερη προσοχή. Οι υπόλοιποι παίρνουμε λιγότερη, και παίρνουμε μάτι.
Οι πιο πολλοί λογοτέχνες που ξέρω είναι Αμερικανοί κάτω των σαράντα. Δεν ξέρω αν οι λογοτέχνες κάτω των σαράντα βλέπουν περισσότερη τηλεόραση από τα υπόλοιπα Αμερικανικά είδη. Σύμφωνα με στατιστικούς αναλυτές η τηλεόραση βλέπεται για έξι ώρες ημερησίως στο μέσο Αμερικάνικο νοικοκυριό. Δεν ξέρω κάποιον λογοτέχνη που να ζει σε μέσο Αμερικανικό νοικοκυριό. Υποψιάζομαι ως εξαίρεση την Λουίζ Έρντριχ.[4] Για την ακρίβεια, δεν έχω δει ποτέ μου μέσο Αμερικανικό νοικοκυριό. Με εξαίρεση στην τηλεόραση.
Απ’ ευθείας μπορείτε να δείτε κάνα δυο πράγματα που φαντάζουν ενδεχομένως εξαιρετικά, για τους Αμερικάνους λογοτέχνες, όσον αφορά την Αμερικανική τηλεόραση. Πρώτον, η τηλεόραση κάνει μεγάλο μέρος της αρπακτικής ανθρώπινης έρευνας για λογαριασμό μας. Τα Αμερικανικά ανθρώπινα όντα είναι φάρα γλιστερή και πρωτεϊκή, στον πραγματικό κόσμο, τόσο δύσκολο να βρεις ξεκάθαρη λαβή πάνω τους όσο και πάνω σε ένα λογοτεχνικό τοπίο που μετατράπηκε από Δαρβινικά νατουραλιστικό σε κυβερνοχωρικά μετα-μεταμοντέρνο σε ογδόντα χρόνια. Όμως η τηλεόραση έρχεται εξοπλισμένη με μια ακριβώς τέτοια συγκρητιστική λαβή. Αν θέλουμε να ξέρουμε τι σημαίνει Αμερικανική κανονικότητα—τι οι Αμερικάνοι θέλουν να θεωρούν ως κανονικό—μπορούμε να εμπιστευτούμε την τηλεόραση. Διότι το όλο raison[5] της τηλεόρασης είναι να αντανακλά αυτό που οι άνθρωποι θέλουν να δουν. Είναι καθρέφτης. Όχι ο Στανταλικός[6] καθρέφτης που αντανακλά τον μπλε ουρανό και την λακκούβα με τα λασπόνερα. Πιο πολύ μοιάζει με τον υπερφωτισμένο καθρέφτη μπάνιου μπροστά στον οποίον ο έφηβος μετρά τα μπράτσα του και βρίσκει το καλό του προφίλ. Τέτοιου είδους παράθυρο στην Αμερικανική αυτό-αντίληψη είναι απλώς ανεκτίμητο, όσον αφορά την λογοτεχνία. Κι οι λογοτέχνες μπορούν να έχουν πίστη στην τηλεόραση. Παίζονται πολλά χρήματα, εξ’ άλλου κι η τηλεόραση απορροφά τους καλύτερους δημογράφους που προσφέρονται απ’ τις εφαρμοσμένες κοινωνικές επιστήμες, κι αυτοί οι ερευνητές μπορούν να αποφασίσουν ακριβώς τι σημαίνει Αμερικάνος του 1990, τι θέλει, τι βλέπει: τι θέλουμε εμείς, το Κοινό, να δούμε τους εαυτούς μας ως. Η τηλεόραση, από την επιφάνεια και κάτω, έχει να κάνει με την επιθυμία. Στην λογοτεχνία, η επιθυμία είναι η ζάχαρη στο ανθρώπινο φαγητό.
Το δεύτερο φαινομενικά εξαιρετικό πράγμα είναι ότι η τηλεόραση μοιάζει άκρως θεόσταλτη για το ανθρώπινο υποείδος που λατρεύει να παρακολουθεί ανθρώπους αλλά μισεί να παρακολουθείται. Διότι η οθόνη της τηλεόρασης παρέχει μονόδρομη πρόσβαση. Είναι ένα πνευματικό αντεπίστροφο σφαίρας.[7] Μπορούμε να δούμε Εκείνους Εκείνοι δεν μπορούν να δούνε Εμάς. Μπορούμε να χαλαρώσουμε, απαρατήρητοι, καθώς παίρνουμε μάτι. Τυχαίνει να πιστεύω πως αυτός είναι επίσης ο λόγος που η τηλεόραση απηχεί τόσο πολύ στους μοναχικούς ανθρώπους. Στους εθελοντικά εσώκλειστους. Κάθε μοναχικός άνθρωπος που γνωρίζω βλέπει τηλεόραση πολύ παραπάνω από το μέσο Αμερικανικό ημερήσιο εξάωρο. Οι μοναχικοί, όπως κι οι λογοτεχνικοί, λατρεύουν την μονόδρομη παρακολούθηση. Διότι οι μοναχικοί άνθρωποι είναι συνήθως μοναχικοί όχι λόγω κάποιας απαίσιας δυσμορφίας ή οσμής ή αποκρουστικότητας—για την ακρίβεια σήμερα υπάρχουν κοινωνικές ομάδες στήριξης για άτομα με ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά. Οι μοναχικοί άνθρωποι τείνουν κυρίως να είναι μοναχικοί επειδή αρνούνται να σηκώσουν το συναισθηματικό βάρος που σχετίζεται με την παρουσία άλλων ανθρώπων. Είναι αλλεργικοί στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι επιδρούν πάνω τους υπερβολικά έντονα. Ας ονομάσουμε τον μέσο μοναχικό Αμερικάνο Τζο Μπρίφκεϊς.[8] Ο Τζο Μπρίφκεϊς απλώς απεχθάνεται το ζόρι της αυτοσυνείδησης, που όλως περιέργως μοιάζει να εμφανίζεται μόνο όταν άλλοι αληθινοί άνθρωποι είναι παρόντες, κοιτάζοντας επίμονα, με τις ανθρώπινες αισθησεο-κεραίες τους σηκωμένες. Ο Τζο Μπ. φοβάται πώς μπορεί να φανεί στους παρατηρητές. Μένει εκτός, σε αυτή τη στρεσογόνα παρτίδα Αμερικανικού πόκερ εμφανίσεων.
Όμως οι μοναχικοί άνθρωποι, σπίτι, μόνοι, εξακολουθούν να ορέγονται θεάματα και σκηνές. Εξού κι η τηλεόραση. Ο Τζο μπορεί να κοιτάζει επίμονα Εκείνους, στην οθόνη Εκείνοι παραμένουν τυφλοί προς τον Τζο. Είναι σχεδόν σαν ηδονοβλεψία. Τυχαίνει να γνωρίζω μοναχικούς ανθρώπους που θεωρούν την τηλεόραση πραγματικά από-μηχανής-θεό για ηδονοβλεψίες. Και μεγάλο μέρος της κριτικής—της εντελώς λυσσασμένης κριτικής που λιγότερο εξαπολύεται παρά ψεκάζεται στα κανάλια στους διαφημιστές και στο κοινό ομοίως—σχετίζεται με την κατηγορία ενάντια στην τηλεόραση, πως δηλαδή η τηλεόραση μάς έχει μετατρέψει σε ένα έθνος ιδρωμένων, χασκόντων ηδονοβλεψιών. Αυτή η κατηγορία προκύπτει μη-αληθής, όμως για περίεργους λόγους.
Η κλασσική ηδονοβλεψία ουσιαστικά είναι κατασκοπία: παρακολούθηση ανθρώπων που δεν ξέρουν πως βρίσκεσαι εκεί καθώς αυτοί ασχολούνται με τα πεζά αλλά ερωτικώς φορτισμένα μικροζητήματα της ιδιωτικής ζωής. Έχει ενδιαφέρον το πόση πολλή κλασική ηδονοβλεψία περιλαμβάνει το πλαισιωμένο γυαλί ως μέσον—παράθυρα, τηλεσκόπια, κτλ. Ίσως το πλαισιωμένο γυαλί να είναι αυτό που κάνει την αναλογία με την τηλεόραση τόσο δελεαστική. Όμως το να βλέπει κάνεις τηλεόραση είναι άλλο άθλημα από την ηδονοβλεψία. Γιατί οι άνθρωποι που βλέπουμε μέσα από το πλαισιωμένο τηλεοπτικό γυαλί δεν έχουν πραγματική άγνοια ότι τούς παρακολουθεί κάποιος. Στην ουσία, πάρα πολλοί κάποιοι. Στην ουσία τα άτομα στην τηλεόραση ξέρουν πως χάρη σ’ αυτό το γιγάντιο πλήθος αγνώστων ματάκηδων βρίσκονται οι ίδιοι στην τηλεόραση, και κάνουν τις διαχυτικές μη-πεζές χειρονομίες τους, εξ’ αρχής. Η τηλεόραση δεν παρέχει πραγματική κατασκοπία γιατί η τηλεόραση είναι παράσταση, θέαμα, που εξ’ ορισμού απαιτεί παρατηρητές. Δεν είμαστε καθόλου ηδονοβλεψίες, εν τέλει. Είμαστε απλώς θεατές. Είμαστε το Κοινό, μεγαμετρικά πολλοί, αν και συνήθως παρακολουθούμε μόνοι. E unibus pluram.[i]
Ένας λόγος που οι λογοτέχνες από κοντά μοιάζουν περίεργοι είναι πως, κατ’ επάγγελμα, είναι όντως ηδονοβλεψίες. Χρειάζονται την άμεση οπτική κλοπή του να βλέπουν άτομα που αδυνατούν να προετοιμάσουν έναν ειδικό παρατηρητέο εαυτό. Την μόνη αληθινή ψευδαίσθηση στην κατασκοπία την υποφέρει ο ηδονοβλεπόμενος, ο οποίος δεν γνωρίζει ότι εκπέμπει εικόνες κι εντυπώσεις. Το πρόβλημα με τόσους από εμάς τους λογοτέχνες κάτω των σαράντα που χρησιμοποιούμε την τηλεόραση ως υποκατάστατο της πραγματικής κατασκοπίας, παρ’ όλα αυτά, είναι ότι η τηλεοπτική “ηδονοβλεψία” περιλαμβάνει ένα υπέροχο όργιο ψευδαισθήσεων για εμάς τους ψευδο-κατάσκοπους, όταν παρακολουθούμε. Ψευδαίσθηση (1) είναι ότι είμαστε ηδονοβλεψίες εξ’ αρχής: οι ηδονοβλεπόμενοι πίσω από το γυαλί της οθόνης απλώς προσποιούνται άγνοια. Ξέρουν πολύ καλά πως είμαστε εκεί έξω. Και το ότι είμαστε εκεί το έχουν πολύ καλά κατά νου κι όσοι βρίσκονται πίσω από την δεύτερη στρώση γυαλιού, πίσω απ’ τους φακούς και τα μόνιτορς μέσω των οποίων οι τεχνικοί κι οι διευθύνοντες εφαρμόζουν ουκ ολίγη ευφυία στο να εκτοξεύουν οπτικές εικόνες καταπάνω μας. Αυτό που βλέπουμε είναι κάθε άλλο παρά κλεμμένο είναι προσφερόμενο—ψευδαίσθηση (2). Και, ψευδαίσθηση (3), αυτό που βλέπουμε μέσω του πλαισιωμένου τζαμιούδεν είναι άνθρωποι σε αληθινές καταστάσεις που μπορούν ή που θα μπορούσαν να συνεχίσουν χωρίς επίγνωση του Κοινού. Το υλικό που οι νέοι συγγραφείς σαρώνουν για δεδομένα, προσπαθώντας να μυθοπλάσουν κάποια πραγματικότητα, αποτελείται ήδη από μυθοπλαστικούς χαρακτήρες μέσα σε αφηγήματα έντονα τελετουργικής φύσεως. Άσε που, (4), στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε καν “χαρακτήρες”: δεν είναι ο Ταγματάρχης Φρανκ Μπερνς,[9] ο άθλιος αυτάρεσκος βλάκας απ’ το Φορτ Γουέιν[10] είναι ο Λάρι Λίνβιλ απ’ το Οχάι της Καλιφόρνια, ένας ηθοποιός αρκετά στωικός ώστε να υπομένει χιλιάδες γράμματα (που ακόμα καταφτάνουν, ακόμα και μετά από αναμεταδώσεις[11]) από ψευδο-ηδονοβλεψίες που λανθασμένα τον επιτιμούν ως βλάκα. Και, αν το (5) δεν παρα-είναι τραβηγμένο για σας, εν τέλη δεν κατασκοπεύουμε καν ηθοποιούς, ούτε καν ανθρώπους: πρόκειται για αναλογικά κύματα ηλεκτρομαγνητικής πρόωσης κι ιονισμένα ρεύματα και χημικές αντιδράσεις στο πίσω μέρος της οθόνης που ρίχνουν φωσφίνες σε πλέγματα από βούλες όχι πολύ πιο ζωντανές από τις ιμπρεσιονιστικές “δηλώσεις” του Σερά περί οπτικών ψευδαισθήσεων.[12] Kαι Χριστέ μου (6) οι βούλες βγαίνουν από το έπιπλό μας, εν τέλει το μόνο που κατασκοπεύουμε είναι το ίδιο μας το έπιπλο κι οι επίσης δικές μας καρέκλες κι οι λάμπες και τα βιβλία μας κάθονται ορατά αλλά απαρατήρητα στο κάδρο του βλέμματός μας καθώς αναλογιζόμαστε την “Κορέα” ή “βρισκόμαστε ζωντανά στο Αμμάν, Ιορδανίας,” ή θεωρούμε τις αναπαυτικότερες καρέκλες και τα πιο κλασάτα βιβλία στο “σπίτι” των Χαξτέιμπλ[13] ως ψευδαισθησιακές ενδείξεις πως πρόκειται για κάποιο οικιακό εσωτερικό την μεμβράνη του οποίου εμείς, ύπουλα, απαρατήρητα, έχουμε παραβιάσει. (7) και (8) και ψευδαισθήσεις επ’ άπειρον.
Όχι πως οι πραγματικότητες περί ηθοποιών και φωσφινών κι επίπλων μάς είναι άγνωστες. Απλώς επιλέγουμε να τις αγνοούμε. Για έξι ώρες την μέρα. Είναι κομμάτι της δυσπιστίας που αναστέλλουμε.[14] Όμως το φορτίο που μάς ζητείται να σηκώσουμε είναι πολύ βαρύ. Ψευδαισθήσεις περί ηδονοβλεψίας και προνομιούχας πρόσβασης απαιτούν πραγματική συνενοχή από τους θεατές. Πώς γινόμαστε τόσο δεκτικοί στο να συναινούμε για ώρες ημερησίως στην ψευδαίσθηση πως οι άνθρωποι στην τηλεόραση δεν ξέρουν ότι τους κοιτάζουμε, στην φαντασία πως υπερβαίνουμε κάποια ιδιωτικότητα, πως τρεφόμαστε από μια μη-αυτοσυνείδητη ανθρώπινη δραστηριότητα; Αυτές οι μη-πραγματικότητες μπορεί να είναι τόσο εύκολα καταπόσιμες για πολλούς λόγους, αλλά ένας σημαντικός λόγος είναι πως οι ηθοποιοί πίσω από τις δύο στρώσεις γυαλιού είναι—αγνοώντας την ποικιλότητα υποκριτικού ταλέντου—πραγματικές ιδιοφυΐες στο να φαίνονται μη-παρακολουθούμενοι. Λοιπόν, το να μοιάζεις μη-παρακολουθούμενος μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα είναι αληθινή τέχνη. Ρίξτε μια ματιά στο πώς φέρονται οι πολίτες όταν στρέψεις πάνω τους μια τηλεοπτική κάμερα: αρχίζουν να χτυπιούνται σαν τα ψάρια, ή αλλιώς τούς πιάνει νεκρική παράλυση. Ακόμα κι οι δημοσιοσχεσίτες κι οι πολιτικοί είναι, όσον αφορά την κάμερα, πολίτες. Και λατρεύουμε να κοροϊδεύομε το πόσο σφιγμένοι και ψεύτικοι φαίνονται οι μη-επαγγελματίες, στην τηλεόραση. Πόσο αφύσικοι. Μα αν έχεις υπάρξει ποτέ το αντικείμενο αυτού του τρομερού κενού στρόγγυλου γυάλινου βλέμματος, ξέρεις πολύ καλά πόσο αυτοσυνείδητο σε κάνει. Ένας αγχωμένος τύπος με ακουστικά και ντοσιέ σου λέει «φέρσου φυσικά» καθώς το πρόσωπό σου αρχίζει να χοροπηδά πάνω στο κρανίο σου, πασχίζοντας για μια φαινομενικά μη-παρακολουθούμενη έκφραση η οποία σού φαίνεται αδύνατη αφού το «φαινομενικά μη-παρακολουθούμενη»—όπως και το αρχικό «φέρσου φυσικά»—είναι οξύμωρα. Προσπάθησε να χτυπήσεις το μπαλάκι του γκόλφ ενώ κάποιος σε ρωτάει αν εισ- ή εκ-πνέεις κατά το μπάκσουινγκ,[15] ή να σου τάζουν πλούσιες ανταμοιβές αν καταφέρεις να μην σκεφτείς έναν ρινόκερο για δέκα δευτερόλεπτα, και θα πάρεις μια ιδέα του πόσο πραγματικά ηρωϊκές συσπάσεις σώματος και ψυχής απαιτούνται από τον Ντον Τζόνσον[16] για να φερθεί μη-παρακολουθημένα καθώς παρακολουθείται από έναν φακό που είναι το υπέρτατο έμβλημα αυτού που ο Έμερσον, χρόνια πριν την τηλεόραση, αποκάλεσε «βλέμμα εκατομμυρίων».
Μόνο ένα συγκεκριμένο πολύ σπάνιο είδος ατόμου, κατά τον Έμερσον, «είναι ικανό να αντέξει το βλέμμα εκατομμυρίων». Δεν είναι το φυσιολογικό, εργατικό, ήσυχα απελπισμένο είδος Αμερικάνου. Ο άνθρωπος που μπορεί να αντέξει το μεγαβλέμμα είναι ένα κινούμενο ίμαγκο,[17] ένας τύπος υπερβατικού φρικιού που, κατά τον Emerson, «κουβαλά τις διακοπές στο βλέμμα του».[ii] Οι Εμερσονιανές διακοπές που οι ηθοποιοί της τηλεόρασης κουβαλάνε στα μάτια τους είναι η ισχυρή ψευδαίσθηση των διακοπών απ’ την αυτοσυνείδηση. Το να μην σε νοιάζει πώς θα φανείς. Απόλυτη μη-αλλεργία στα βλέμματα. Είναι ηρωικό για την εποχή μας. Είναι τρομακτικό και τρανό. Είναι επίσης, φυσικά, θέατρο, μια κάλπικη εντύπωση—διότι πρέπει να είσαι ασυνήθιστα αυτοσυνειδητός κι αυτοελεγχόμενος ώστε να δείχνεις μη-παρακολουθούμενος μπροστά σε φακούς. Η αυτοσυνείδητη όψη της μη-αυτοασυνείδησης είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση πίσω από το δωμάτιο με τους καθρέφτες των τηλεοπτικών ψευδαισθήσεων και για εμάς, για το Κοινό, είναι ταυτόχρονα φάρμακο και φαρμάκι.
Διότι βλέπουμε αυτούς τους σπάνιους, υψηλά εκπαιδευμένους, φαινομενικά μη-παρακολουθούμενους ανθρώπους για έξι ώρες ημερισίως. Και τούς αγαπάμε. Τόσο τούς αποδίδουμε φυσικά υπερφυσικά προσόντα και τόσο επιθυμούμε να τούς μιμηθούμε, που μπορούμε να πούμε πως τούς λατρεύουμε. Σε έναν πραγματικό κόσμο, τύπου Τζο Μπρίφκεϊς—που αλλάζει όλο και πιο ξάστερα από κοινότητα δεσμών σε δίκτυο αγνώστων που τούς συνδέει το συμφέρον κι ο ανταγωνισμός κι η εικόνα—τα άτομα που κατασκοπεύουμε στην τηλεόραση μάς προσφέρουν οικειότητα, κοινότητα. Στενή φιλία. Όμως τέμνουμε αυτό που βλέπουμε. Οι χαρακτήρες είναι οι “στενοί μας φίλοι”, αλλά οι ηθοποιοί είναι κάτι παραπάνω από άγνωστοι, είναι εικόνες, ημίθεοι, και κινούνται σε μια άλλη σφαίρα, κάνουν παρέα και παντρεύονται μόνο ο ένας τον άλλον, και μοιάζουν, ακόμα κι ως ηθοποιοί, προσβάσιμοι στο Κοινό μόνο με την μεσολάβηση κουτσομπολίστικων περιοδικών, τοκ σόου,[18] και ηλεκτρομαγνητικών σημάτων. Κι όμως, ηθοποιοί και χαρακτήρες ομοίως, τόσο φοβερά απομακρυσμένοι και φιλτραρισμένοι, μοιάζουν τόσο φυσικοί, όταν τους παρακολουθούμε.
Δεδομένου του πόσο πολύ παρακολουθούμε και τι σημαίνει παρακολούθηση, είναι αναπόφευκτο—αν και τοξικό—για εμάς τους λογοτέχνες ή τους Τζο Μπρίφκεϊς που θέλουμε να είμαστε ηδονοβλεψίες, να αποκτούμε την εντύπωση πως, αυτά τα άτομα πίσω από το γυαλί, άτομα που συνήθως είναι τα πιο χρωματιστά, ελκυστικά, χαρούμενα, ζωντανά άτομα στην καθημερινή μας εμπειρία, είναι επίσης άτομα που αγνοούν το γεγονός ότι παρακολουθούνται. Τοξικό για τους αλλεργικούς ανθρώπους, διότι πυροδοτεί έναν κύκλο αποξένωσης, κι επίσης για τους συγγραφείς διότι αντικαθιστά την λογοτεχνική έρευνα με μια περίεργη μορφή λογοτεχνικής κατανάλωσης. Η αλλεργία που έχουμε εμείς οι αυτοσυνείδητοι Αμερικάνοι στους αληθινούς ανθρώπους μάς καθηλώνει μπροστά στην τηλεόραση και στo αντεπίστροφο σφαίρας της με μια διάθεση συνεπαρμένης, χαλαρής πρόσληψης. Παρακολουθούμε διάφορους ηθοποιούς να υποδύονται διάφορους χαρακτήρες, κτλ. Για 360 λεπτά per diem,[19] λαμβάνουμε υποσυνείδητη ενίσχυση της βαθύτατης πεποίθησης ότι το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό των πραγματικά ζωντανών ατόμων είναι η παρακολουθησιμότητα, κι ότι η αληθινή αξία ενός ανθρώπου είναι όχι απλώς ταυτόσημη με το- αλλά ριζωμένη στο- φαινόμενο της παρακολούθησης. Κι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της αληθινής παρακολουθησιμότητας είναι το να μοιάζεις να αγνοείς το γεγονός ότι υπάρχει παρακολούθηση εξ’ αρχής. Να φέρεσαι φυσικά. Τα άτομα που εμείς οι νεαροί λογοτέχνες κι οι διάφορων ειδών εσώκλειστοι μελετάμε, νοιαζόμαστε για, και νοιαζόμαστε μέσω από, είναι, χάρη στην ιδιοφυία τους για προσποιητή μη-αυτοσυνείδηση, ικανά να αντέξουν τα βλέμματα. Κι εμείς, προσπαθώντας απελπισμένα να φανούμε αδιάφοροι, ιδρώνουμε περίεργοι, στο μετρό.
[1] ‘λογοτέχνες’: Έτσι μεταφράζω το ‘fiction writers’ του Γουάλας, όρος καθιερωμένος στον αγγλόφωνο κόσμο που αναφέρεται σε συγγραφείς μυθοπλαστικής πεζογραφίας, πχ. διηγημάτων, μυθιστορημάτων, κτλ. Η απευθείας μετάφρασή του θα ήταν ‘μυθοπλάστες’, όμως ο όρος δεν συνηθίζεται στην Ελληνική.
[2] ‘αυτοσυνείδητοι’: O Αγγλικός όρος είναι ‘self-conscious’ κι αναφέρεται σε άτομα που έχουν επίγνωση της εξωτερικής τους εμφάνισης και συμπεριφοράς σε βαθμό υπερβολικό, τέτοιο ώστε να τούς προκαλεί ανησυχία κι ανασφάλεια.
[3] Norman Mailer (1923–2007), Jay McInerney (1955), Tama Janowitz (1957).
[4] Louise Erdrich (1954), Αμερικανή συγγραφέας που, στην λογοτεχνία και στην πεζογραφία της, έχει ασχοληθεί συστηματικά με το θέμα των Ιθαγενών Αμερικάνων.
[5] Εκ του καθιερωμένου γαλλόφωνου όρου ‘raison d’ être’ που σημαίνει ‘λόγος ύπαρξης’.
[6] Αναφορά στον Γάλλο μυθιστορηματογράφο Marie-Henri Beyle (1783–1842), έναν από τους πρώτους και σημαντικότερους εκπροσώπους του ρεαλισμού. Είναι γνωστός κυρίως με το συγγραφικό του ψευδώνυμο ‘Σταντάλ’.
[7] ‘Αντεπίστροφο σφαίρας’: Μηχανική συσκευή που επιτρέπει την διέλευση υγρού προς μια μόνο κατεύθυνση.
[8] ‘Τζο Μπρίφκεϊς’: Εκ του ‘Joe’ (δηλαδή το πιο συνηθισμένο Αμερικανικό όνομα), και ‘Briefcase’ (δηλαδή χαρτοφύλακα, παραπέμποντας στον μέσο εργαζόμενο Αμερικάνο).
[9] ‘Ταγματάρχης Φρανκ Μπέρνς’: Πρωταγωνιστής στην εμβληματική Αμερικανική σειρά ‘M*A*S*H‘, δραματική κωμωδία πολέμου.
[10] ‘Φορτ Γουέιν’: Πόλη στην πολιτεία της Indiana.
[11] ‘Αναμετάδοση’ (Αγγλικά: ‘syndication’): Αναφορά στην Αμερικανική τηλεοπτική πρακτική όταν τηλεοπτικά προγράμματα αγοράζονται κι αναπαράγονται από άλλους (συνήθως μικρότερους) σταθμούς.
[12] Georges-Pierre Seurat (1859-1891), Γάλλος μετα-ιμπρεσιονιστής ζωγράφος, εισηγητής του Πουαντιγισμού—τεχνική όπου ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει αποκλειστικά με χρωματιστές βούλες.
[13] ‘Χαξτέιμπλ’: Πρωταγωνιστική οικογένεια στο The Cosby Show, το εμβληματικό Αμερικανικό sitcom των 80s.
[14] ‘αναστολή δυσπιστίας’ (Αγγλ. πρωτ: ‘suspension of disbelief’), περιγράφει την συνειδητή απόφαση ενός ατόμου να αποφύγει την λογική εξέταση μιας κατάσταση—τουλάχιστον προς το παρόν.
[15] ‘μπάκσουινγκ’ (Αγγλ. πρωτ: ‘backswing’), η κίνηση του μπαστουνιού γκολφ προς τα πίσω, πριν κατέβει για να χτυπήσει το μπαλάκι.
[16] ‘Ντον Τζόνσον’: Πρωταγωνιστής της αστυνομικής σειράς Miami Vice.
[17] ‘ίμαγκο’ (Αγγλ. πρωτ: ‘imago’): Ως εντομολογικός όρος, αναφέρεται στο τελικό στάδιο μεταμόρφωσης ενός εντόμου, συνήθως κάποια μορφή με φτερά. Ως ψυχαναλυτικός όρος, αναφέρεται στην ιδεατή εικόνα που έχουμε για ένα άτομο, συνήθως γονέα, μια εικόνα που επηρεάζει την συμπεριφορά μας.
[18] ‘τοκ σόου’ (Αγγλ. πρωτ: ‘talk show’): Εκπομπές συζήτησης, Αμερικανικής προέλευσης.
[19] ‘per diem’: Λατινικά για ‘ανά ημέρα’, όμως συνήθως χρησιμοποιείται με την έννοια του ημερομίσθιου.
(Σημ. Μτφ: Ακολουθούν σχόλια/βιβλιογραφία του συγγραφέα από το πρωτότυπο. Τα παραθέματα του δοκιμίου μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τον μεταφραστή.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΚΔΟΤΗΣ, ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΓΝΩΣΤΟΥΣ ΜΟΝΟ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ, ΘΕΛΗΣΕ ΝΑ ΤΟ ΠΑΕΙ ΩΣ ΔΟΚΙΜΙΟ.
[i] Αυτό, και συνεπώς ο τίτλος, είναι από μια ατάκα του Michael Sorkin στο ‘Faking It’, που εκδόθηκε στο Watching Television, Επιμ. Todd Giltin, Pantheon, 1987.
[ii] Παρατέθηκε απ’ τον Stanley Cavell στο Pursuits of Happiness, Harvard U. Press, 1981, εισαγωγική επιγραφή.
* Μάνος Αποστολίδης
Φαρμακευτική (I.MSc.) // Δημιουργική Γραφή (MA, PhD cand.)
Γεννήθηκε το ’93 στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φαρμακευτική, κι έτσι βιοπορίζεται. Παρακολούθησε σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και συνέχισε με ακαδημαϊκές σπουδές (Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Δημιουργική Γραφή» – Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας & PhD candidate in Creative Writing – University of Dundee). Έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς διηγήματος και ποίησης κι έχει δημοσιεύσει κείμενά του σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Ιστότοπος: https://www.facebook.com/manolis.ap