Ίσως ένα πρωϊνό καθώς θα περπατώ
Ίσως ένα πρωϊνό έτσι καθώς θα περπατώ, μεσ’ τον αέρα
από γυαλί, ξηρό
γυρνώντας πίσω μου αντικρύσω το θάμμα που θα γίνεται:
Το τίποτα στις πλάτες μου, πίσω από μένα το κενό,
με τρόμο μεθυσμένου.
από γυαλί, ξηρό
γυρνώντας πίσω μου αντικρύσω το θάμμα που θα γίνεται:
Το τίποτα στις πλάτες μου, πίσω από μένα το κενό,
με τρόμο μεθυσμένου.
Έπειτα σαν σε οθόνη επάνω, ξαφνικά, σπίτια και λόφοι
και πουλιά να ενορχηστρώνονται για τη συνηθισμένη
απάτη.
Όμως θα είναι πια πολύ αργά: κι εγώ στον κόσμο μέσα
σιωπηλός, που δεν γυρίζει
με το δικό μου μυστικό θα προχωρώ.
και πουλιά να ενορχηστρώνονται για τη συνηθισμένη
απάτη.
Όμως θα είναι πια πολύ αργά: κι εγώ στον κόσμο μέσα
σιωπηλός, που δεν γυρίζει
με το δικό μου μυστικό θα προχωρώ.
*
Forse un mattino andando
Forse un mattino andando in un’aria di vetro,
arida, rivolgendomi, vedrò compirsi il miracolo:
il nulla alle mie spalle, il vuoto dietro
di me, con un terrore di ubriaco.
Poi come s’uno schermo, s’accamperanno di gitto
Alberi case colli per l’inganno consueto.
Ma sarà troppo tardi; ed io me n’andrò zitto
Tra gli uomini che non si voltano, col mio segreto.
arida, rivolgendomi, vedrò compirsi il miracolo:
il nulla alle mie spalle, il vuoto dietro
di me, con un terrore di ubriaco.
Poi come s’uno schermo, s’accamperanno di gitto
Alberi case colli per l’inganno consueto.
Ma sarà troppo tardi; ed io me n’andrò zitto
Tra gli uomini che non si voltano, col mio segreto.