Scroll Top

Sylvia Plath/Τρία ποιήματα – Μετάφραση: Νεοκλής Κυριάκου

Eπιτάφιος για τη φωτιά και το λουλούδι

Θα μπορούσες το ίδιο να κρεμάσεις
Την πράσινη κορφή στο κύμα ετούτο στο σκοινί απάνω
Μην πέσει, ή κι άγκυρα στον άνεμο που πνέει
Σε χαλαζία, ως το κρανίο σου ραγίζει να κρατήσεις
Τους δυο ετούτους εραστές απ΄τ΄άγγιγμα ευάλωτους
Που των αγγέλων θα φλογίσουνε τη ζήλεια, να κατακάψουν και να ρίξουν
Τις καρδιές τους τρυφερές σαν τα καμένα σπίρτα.

Στην πέτρινη την κάμερα να κλείσεις μη ζητήσεις
Τη λάμψη απ΄το πρόσωπο που φεύγει
Σε μαύρο κι άσπρο, η μεσ΄ στον πάγο να φυλάξεις
Τη φλόγα από το στόμα που ‘φυγε για βλέμματα στο μέλλον.
Πέταλα τ’ άστρα ξεπετάνε, κι ήλιοι πηγαίνουνε και φθίνουν,
Kι όμως εσύ μοχθείς για να κρατήσεις ναυάγιο της αγάπης τέτοιο
Σαν μέλι μαζεμένο στο μυαλό σου μέσα.
Tώρα ακροάσου την στιγμή που δίνουν όρκους
Κάνε τ΄αφτί σου ακίνητο κοχύλι: κι άκου τη γυάλινη την ώρα
Των εραστών την προφητεία για της αγκάλης κλείδωμα
Τη σιγουριά μουσείου για διαμάντια να ιδούνε
οι γενιές εμβρόντητες. παλεύουν
να κρατήσουνε την τέφρα αμόλυντη σε μιας στιγμής το κτύπημα
Και σ΄απολίθωμα τον θησαυρό της πίστης τους να βάλουν.
Kι όμως αν κάρφωσαν με δύναμη στο βράχο
κι αλλάζουν τα φιλιά κι αλλάζουν γνώμη
Ωσάν να σβύνουν τη φωτιά του φοίνικα, το δόρυ της στιγμής
Το σβέλτο αίμα χύνει πολύ γρήγορα
Για μια επιθυμία να δέσει: Καβαλικεύουν ολονύχτια
Στο ξύπνημα της λάμψης της καρδιάς των κτύπων τους
μέχρι που ο κόκκινος αλέκτωρ
Στον αέρα αρπάξει του κομήτη εκείνου την ουρά.
Η αυγή θα σβύσει τ΄αστεριού το ύστατο φυτίλι
Έστω κι αν οι εραστές αειθαλείς θα κλαίνε,
Kι η ανία κέρινη τις αρτηρίες θα παγώνει
Έστω κι αν άγρια ανάβει. σπάζει ο αρραβώνας ο πιστός
και στ΄αλλαγμένο φως στρέφεται πίσω: τ΄ ακτινοβόλο μέλος
στάχτη στων εραστών τα μάτια ρίχνει. το φοβερό το βλέμμα
τη σάρκα κόκκαλο μαυρίζει και τους καταβροχθίζει.

*

Epitaph for fire and flower
You might as well haul up
This wave’s green peak on wire
To prevent fall, or anchor the fluent air
In quartz, as crack your skull to keep
These two most perishable lovers from the touch
That will kindle angels’ envy, scorch and drop
Their fond hearts charred as any match.
Seek no stony camera-eye to fix
The passing dazzle of each face
In black and white, or put on ice
Mouth’s instant flare for future looks;
Stars shoot their petals, and suns run to seed,
However you may sweat to hold such darling wrecks
Hived like honey in your head.
Now in the crux of their vows hang your ear,
Still as a shell: hear what an age of glass
These lovers prophesy to lock embrace
Secure in museum diamond for the stare
Of astounded generations; they wrestle
To conquer cinder’s kingdom in the stroke of an hour
And hoard faith safe in a fossil.
But though they’d rivet sinews in rock
And have every weathercock kiss hang fire
As if to outflame a phoenix, the moment’s spur
Drives nimble blood too quick
For a wish to tether: they ride nightlong
In their heartbeats’ blazing wake until red cock
Plucks bare that comet’s flowering.
Dawn snuffs out star’s spent wick,
Even as love’s dear fools cry evergreen,
And a languor of wax congeals the vein
No matter how fiercely lit; staunch contracts break
And recoil in the altering light: the radiant limb
Blows ash in each lover’s eye; the ardent look
Blackens flesh to bone and devours them.

* * *

Δυο αδελφές της Περσεφόνης

Είν΄ δυο κορίτσια: μεσ΄ στο σπίτι
Κάθεται το να. τ΄ άλλο, απ΄έξω.
Όλη τη μέρα της σκιάς και του φωτός ένα ντουέτο
Ανάμεσό τους.

Στο σκοτεινό δωμάτιό της, με ταπετσαρία
Η πρώτη πάνω σε προβλήματα δουλεύει
Πάνω σε μια αριθμομηχανή.
Στεγνοί το χρόνο κτύποι σημειώνουν.

Kαθώς κάθε ποσό υπολογίζει
σ΄αυτό το άγονο εγχείρημα
μεσ΄στα μισόκλειστα της μάτια παμπόνηρα
ποντίκια τρέχουν,
κι είναι χλωμό το ισχνό της σώμα.

Γήινο η άλλη, χρώμα μελαψό, ξαπλώνει,
χρυσάφι ακούοντας να ΄ρχονται οι χτύποι
σαν γύρη λαμπερή μεσ στον λαμπρόν αγέρα. γαλήνια
δίπλα από στρώμα παπαρούνες,

Το κόκκινο μετάξι τους κοιτάζοντας ν΄αστράφτει
Πέταλα αιμάτινα
π΄ανοίγουνε φλεγόμενα στη σπάθα του ήλιου.
Στον πράσινο βωμό επάνω κείνο

Γρήγορα του ήλιου νύφη γίνεται, η τελευταία
Μεγαλώνει γρήγορα ο σπόρος μέσα της.
Kαι χορταριάζει μεσ΄ της γέννας την περφάνεια,
Γεννά τον βασιλιά. Και γίνεται πικρή

Κι ωχρή σαν όλα τα λεμόνια,
Η άλλη, ως το τέλος της, λοξή παρθένα,
Στον τάφο πάει με τη σάρκα αξόδευτη
το χάρο παντρεμένη, δίχως ποτέ γυναίκα
μια φορά να γένει.

Γραμμένα απ΄το κεφάλι της επάνω, τα
λόγια ετούτα:
Την ώρα που θ΄ανθίζετε, κυρίες, γλίσχρα μην αγαπήσετε
αν θέτε μην γενούν όλα τα φρούτα σας
ετούτη η μαύρη πέτρα.

*

Two sisters of Persephone

Two girls there are: within the house
One sits; the other, without.
Daylong a duet of shade and light
Plays between these.

In her dark wainscoted room
The first works problems on
A mathematical machine.
Dry ticks mark time

As she calculates each sum.
At this barren enterprise
Rat-shrewd go her squint eyes,
Root-pale her meager frame.

Bronzed as earth, the second lies,
Hearing ticks blown gold
Like pollen on bright air. Lulled
Near a bed of poppies,

She sees how their red silk flare
Of petaled blood
Burns open to the sun’s blade.
On that green alter

Freely become sun’s bride, the latter
Grows quick with seed.
Grass-couched in her labor’s pride,
She bears a king. Turned bitter

And sallow as any lemon,
The other, wry virgin to the last,
Goes graveward with flesh laid waste,
Worm-husbanded, yet no woman;

Inscribed above her head, these lines:
While flowering, ladies, scant love not
Lest all your fruit
Be but this black outcrop of stones.

*

Mεταμόρφωση

Mε σκέλια και οπίσθια φαύνου, κουκουλώθηκε
απ΄τ΄άλσος έξω με του φεγγαριού το φως και παγωμένη πάχνη στη βρεμένη χλόη
μέχρι που οι γκιώνηδες στου δάσους
μέσα τα χαμόκλαδα πετάξαν μαύροι για να δουν και να σκεφτούνε τη φωνή οπού βγαλε τούτος ο άνθρωπος.

Kανένας ήχος, μοναχά μια μεθυσμένη φαλαρίδα
περπατά τρεκλίζοντας στου ποταμιού την όχθη.
αστέρια ποντισμένα στο νερό να κρέμονται, έτσι που
μια σειρά διπλά αστερόματα ανάβοντας
σκύβουνε κει που οι γκιώνηδες καθίσαν.

Μια αρένα μάτια κίτρινα
κοιτάζανε τη αλλαγή οπού κοβε στην όψη του,
είδαν οπλές που σκλήρυναν από το πόδι, είδαν να βγαίνουν
τα τραγίσια κέρατα. Κοιτάξαν πως θεός σηκώθηκε
και τριπλοπόδησε του δάσους φύλακας στο προσωπείο εκείνο.

*

Metamorphosis

Haunched like a faun, he hooed
From grove of moon-glint and fen-frost
Until all owls in the twigged forest
Flapped black to look and brood
On the call this man made.

No sound but a drunken coot
Lurching home along river bank.
Stars hung water-sunk, so a rank
Of double star-eyes lit
Boughs where those owls sat.

An arena of yellow eyes
Watched the changing shape he cut,
Saw hoof harden from foot, saw sprout
Goat-horns. Marked how god rose
And galloped woodward in that guise.