Scroll Top

Αντώνης Μπαλασόπουλος – «Απ’ το μάτι της βελόνας | αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων»

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
«Απ’ το μάτι της βελόνας
αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων»
Εκδόσεις Ενάντια/2022

Ανωνυμία και επωνυμία

ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΔΙΛΗΜΜΑ «ανώνυμο ή επώνυμο ιστολογείν;» επέλεξα «τίποτε από τα δύο», δηλαδή αναγκαστικά «και τα δύο». Η ανωνυμία σε προστατεύει, αλλά μόνο από τους άλλους και όχι από τον εαυτό σου. Η επωνυμία σε προστατεύει από τον εαυτό σου, αλλά όχι από τους άλλους. Φυσικά, δεν πρόκειται για ισομορφικό ζευγάρι: η ενσυνείδητη διασπορά του ίχνους του ονόματός σου ματαιώνει κάθε ανώνυμη αυτοαναφορά, ακόμα και αν η δεύτερη πλειοψηφεί ποσοτικά σε συντριπτικό βαθμό. Σε τι ελπίζει τότε κάποιος που επιλέγει την ανωνυμία μαζί με την επωνυμία, ή μάλλον, πώς μπορεί να ελπίζει ότι μπορεί να τις επιλέξει μαζί; Ελπίζει πως απ’ το όνομα είναι εφικτό να κρατήσει μόνο την ευθύνη και από την απαλοιφή του ονόματος μόνο την ελευθερία.
Την ελευθερία από τι όμως; Δεν είναι τούτη η ελευθερία ασύμβατη με την ευθύνη, δεν είναι ελευθερία ακριβώς από την ευθύνη; Όχι απαραίτητα. Όχι αν η «ευθύνη» είναι κάτι άλλο από συνώνυμο, ουσιαστικά, της υπόρρητης υπόθεσης της κυριότητας του εαυτού, της ιδιοκτησίας του κυρίου (ονόματος). Όχι αν «ευθύνη» σημαίνει πιστότητα στη σχέση με μια αλήθεια που χωρίς ελευθερία δεν θα μπορούσε να αρθρωθεί.
Και ο αναγνώστης; Σε αυτόν και σε αυτή εμπιστεύεσαι ένα ανοιχτό μυστικό, δηλαδή ένα μυστικό χωρίς περιεχόμενο (εφόσον το υποτιθέμενο μυστικό δεν είναι μυστικό από κανένα) προσφέρεις ένα άδειο δώρο με την ελπίδα ότι αυτός που το παραλαμβάνει μαθαίνει να ερμηνεύει ως δώρο την καθαρή χειρονομία και όχι την ιδιοκτησία ενός κάποιου πράγματος. Με αυτόν τον τρόπο, δοσμένο χωρίς να ζητηθεί, το όνομά σου γίνεται πραγματικά ασήμαντα, μεταμορφώνεται εμμενώς σε κάτι άλλο από «στοιχείο» κάποιας σημασίας. Και έτσι ο άλλος, ο μόνος που μπορεί να κοιτάξει κατάματα την πραγματική κενότητα αυτού που του πρόσφερες, σε απελευθερώνει από το όνομα από το οποίο δεν μπορείς ο ίδιος να ελευθερωθείς.
* * *

Δικαίωση

ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ, υπομένουμε πολλά, εν αναμονή μιας δικαίωσης που δεν έρχεται ποτέ. Ή όταν έρχεται δεν την αναγνωρίζουμε, δεν είμαστε έτοιμοι για αυτή, δεν είναι αυτό που θέλαμε. Αλλά ίσως αυτό που τελικά επιθυμούμε στο όνομα της δικαίωσης -το πραγματικό νόημα της- είναι το να μην υπάρχουμε. Γιατί μόνο ερήμην μας μπορεί να υπάρξει δικαίωση όπως τη φανταζόμαστε. Τότε μόνο θα μπορέσει να λάμψει ανενόχλητη η αλήθεια μας, όταν θα έχει εξαλειφθεί κάθε τι που την παρεμποδίζει απ’ την απόλυτη έκφραση: δηλαδή εμείς οι ίδιοι και όλα όσα πάνω μας καταλήγουν να μάς υπονομεύουν και να μάς οδηγούν διαρκώς στην παρέξήγηση απ’ τους άλλους.
Το να αγαπάς τη ζωή, από την άλλη, σημαίνει πάνω από όλα ένα πράγμα: την εξάλειψη της προσδοκίας της δικαίωσης. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα της φράσης «ο νεκρός δεδικαίωται». Η δικαίωση αφορά μόνο τον κόσμο των νεκρών – είναι το αντάλλαγμα που τους δίνεται για την απώλεια της ύπαρξης.