Ο άνθρωπος έσκυψε πάνω απ’ την κιθάρα του,
Σαν κάποιου είδους κλαδευτής. Η μέρα ήταν πράσινη.
Είπαν, «Έχεις μια κιθάρα μπλε.
Δεν παίζεις τα πράγματα όπως είναι.»
Ο άντρας αποκρίθηκε, «Τα πράγματα όπως είναι
Αλλάζουν με κιθάρα μπλε.»
Και τότε είπαν, «Παίξε όμως, πρέπει,
Έναν σκοπό πέρα από μας, κι όμως εμάς,
Πάνω στη μπλε κιθάρα έναν σκοπό
Των πραγμάτων όπως είναι, τίποτε διαφορετικό.»
Δε μπορώ να στρογγυλέψω τον κόσμο ακριβώς,
Αν και τον μπαλώνω όπως μπορώ.
Τραγουδώ ένα κεφάλι ήρωα, μάτι μεγάλο,
Και γενειοφόρο μπρούντζο, όχι όμως έναν άνθρωπο,
Αν και τον μπαλώνω όπως μπορώ
Και μέσα απ’ αυτόν φτάνω σχεδόν στον άνθρωπο.
Αν όταν στον άνθρωπο σχεδόν κάνεις καντάδα
Διαφεύγει το πώς είναι τα πράγματα πραγματικά
Πείτε πως είναι η σερενάτα
Κάποιου που παίζει μπλε κιθάρα.
THE MAN WITH THE BLUE GUITAR
I
The man bent over his guitar,
A shearsman of sorts. The day was green.
They said, “You have a blue guitar,
You do not play things as they are.”
The man replied, “Things as they are
Are changed upon the blue guitar.”
And they said then, “But play, you must,
A tune beyond us, yet ourselves,
A tune upon the blue guitar
Of things exactly as they are.”
II
I cannot bring a world quite round,
Although I patch it as I can.
I sing a hero’s head, large eye
And bearded bronze, but not a man,
Although I patch him as I can
And reach through him almost to man.
If to serenade almost to man
Is to miss, by that, things as they are,
Say it is the serenade
Of a man that plays a blue guitar.